Κηρύξαν πόλεμο

xa-poreia2

Τα άκουσα εγώ τα τύμπανά τους να πλησιάζουν
-τις οργισμένες τους φωνές
Ένιωσα τον απειλητικό ρυθμό
-κατέκλυσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου
Ποιος; Πες μου ποιος να ξεπλύνει αυτά τα χέρια;
Τα βρώμικα απ’ τον φόβο και το αίμα.
Ποιος να γυρίσει την πλάτη του στη μάνα πους κλαίει;
Χτυπάνε το παιδί της-δεν το βλέπεις;
«Και να! Φάε κι αυτή! Κι αυτή κωλόμαυρη!»

Μια γυναίκα επευφημεί.
Κάθε φορά που ο άντρας σηκώνει το χέρι
-να πάρει φόρα για να χτυπήσει-
γουρλώνει τα μάτια και φωνάζει
«Έτσι!»

Κάνενα χάδι δε θα ’χει αγγίξει το μάγουλό της.
Οι πόθοι της θα ’ναι απωθημένα
φυλακισμένα μέσα στο σφιχτό κότσο της,
στο συνοφρυωμένο βλέμμα της
στο σταυρουδάκι που φοράει στο λαιμό της.

Βρίσκει ηδονή σε κάθε χαστούκι
Βρίσκει ηδονή στον πόνο του μικρού κοριτσιού
Τρέμει από λαχτάρα σε κάθε μπουνιά στην κοιλιά
«Έτσι!»

Γεμίστε δυνάμεις άνθρωποι
είναι βαρύ το φορτίο
κάποιος άλλος έχει αποφασίσει για μας
-δεν είναι η μοίρα-
είναι η φτώχια!

Όχι, δεν συγχωρώ.
Δεν συγχωρώ ούτε μια λέξη
ούτε ένα χτύπημα
καμιά «πατρίδα» που χτίζεται πάνω στο κλάμα του παιδιού
κανένα κράτος «δικαίου»
Δεν συγχωρώ για κανέναν αυτόχειρα
για καμιά μητέρα που τρίβει πατώματα
για κανέναν που κρυώνει μέσα στις κούτες

Ετοιμαστείτε Άνθρωποι
μας έχουν κηρύξει πόλεμο
-κι όχι τώρα, αλλά από καιρό-

Τζένη Τ.

Για τον «χαζό» Λαό

Ε εσύ! Ναι σε σένα μιλάω.
Σε άκουσα τις προάλλες κάτι να λες.
Και όσο άκουγες τη φωνή σου θα σκεφτόσουν μάλλον : «Ωραία τα λέω.»
Κι όντως ακούγονταν τα λόγια σου ωραία.
Μόνο που τα πρόβαρες στον καθρέφτη σου.
Εμείς χαρήκαμε ακούγοντάς σε.
Μα όταν σου μιλήσαμε
εσύ μας έβρισες.
Εμείς είμαστε χαζοί. Κι άξιοι της μοίρας μας.
Έτσι λες.

Λες πώς δεν θέλουμε να περπατήσουμε.
Αναθεματίζεις και φωνάζεις «Τι τα χετε τα πόδια αφού δεν περπατάτε;»

Μα στ’αλήθεια έχουμε πόδια.
Μόνο αυτό όμως βλέπεις εσύ;
Βλέπεις τα πόδια, αλλά δε βλέπεις πως είναι δεμένα στο κρεβάτι;
Μάθε λοιπόν πως γίνεται
να χεις πόδια και να μη σηκώνεσαι ούτε και να περπατάς.
Δεν ήξερα πως μπορεί κανείς να σηκωθεί απ’το κρεβάτι κι έτσι δεν έμαθα να περπατάω.

Σε άκουσα μετά να αγορεύεις και να μιλάς για ωραίους κόσμους!

Και λεγες έτσι σταθερά «ο λαός δεν καταλαβαίνει»
Κοιτάχτηκα με τους διπλανούς μου.
Ρωτάω,  «για μας μιλάει;»
«Όχι, όχι για του άλλους»

Αλήθεια για ποιον μίλαγες; δεν έχω καταλάβει.
Για ποιο Λαό μιλάς;
Πρέπει να συναστραφείτε, λες, με το λαό και να μιλήσετε τη γλώσσα του

Σκέφτηκα πώς για κάποιον άλλο Λαό θα μιλάς
για κάποιον στον οποίον εσείς δεν ανήκετε.
Ή όχι;
Ποια γλώσσα μυστική μιλάει πια αυτός ο Λαός και δεν την καταλαβαίνεις;

Από την Τζένη Τσαμάκου

Δυο τραγούδια για το χιόνι

Τραγουδάς το χιόνι

Τραγουδάς το χιόνι από το σπίτι μέσα στη ζεστή σου γειτονιά;

Να το τραγουδήσεις απ’ του αλήτη, αν μπορείς την ξέσκεπη γωνιά.

Να το τραγουδήσεις με το χτίστη στ’ ανεμοδαρμένο του γιαπί με την εργατιά,

γεμάτη πίστη που τους πάγους σπάει με το τσαπί.

Να το τραγουδήσεις ζευγολάτης της κρουσταλλιασμένης γης σποριάς

στα ψηλά γιδόστρατα αγωγιάτης, που στο χιόνι τα ’θαψε ο βοριάς.

Να το τραγουδήσεις στο σοκάκι, σαν εμένανε, όπως, μια βραδιά,

χιόνι από το τρύπιο μου σακάκι γέμιζε την άδεια μου καρδιά.

Αθανάσιος Κυριαζής

homeless8-1

 Νυχτερινό άσυλο

Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
στη γωνιά του 26ου δρόμου και του Μπρόντγουεη
ένας άνθρωπος στέκει κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
και στους άστεγους ,που συνάζονται κει πέρα,
άσυλο για τη νύχτα βρίσκει παρακαλώντας τους διαβάτες.
Μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.
Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.
Μην αφήσεις ακόμα το βιβλίο που διαβάζεις, άνθρωπε.
Μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.
Αλλά μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.
Μπέρτολτ Μπρεχτ

 

Ειρήνη είναι… τα μάτια και τα μολύβια των παιδιών

«Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη

Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκους που ‘ καψε η πυρακαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδίά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τά μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο
παιδί που ξυπνάει.
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας: το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο
εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε, δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιο ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορφίνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.

Τότε που ο θάνατoς πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κι οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρίφαλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος,
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακές σ’ όλη της γης,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόμσος με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ ναι η ειρήνη.»

Μόνο και μόνο εξ’αιτίας της αναταραχής, Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μόνο και μόνο εξ’αιτίας της αναταραχής που όλο πλήθαινε
στις πολιτείες μας με την πάλη των τάξεων
μερικοί απο ‘μας αποφασίσαμε τα χρόνια τούτα
να μη μιλάμε πια για πολιτείες θαλασσινές,
για χιόνια πάνω στη σκεπή, για τις γυναίκες,
για τ’ άρωμα των ώριμων μήλων στο κελάρι,
για της σάρκας τις αισθήσεις
για όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο απαλό κι ανθρώπινο.
Αλλά να μιλάμε πια μονάχα για την αναταραχή
δηλαδή να γίνουμε μονόπλευροι, ξεροί, μπλεγμένοι
στα γρανάζια της πολιτικής και στο στεγνό,
“άπρεπο” λεξιλόγιο της διαλεκτικής οικονομίας.
Έτσι που η τρομερή τούτη, πνιγερή συνύπαρξη χιονιού που πέφτει (δεν είναι μόνο παγωνιά, το ξέρουμε)
εκμετάλλευσης του ανθρώπου,
πλανεμένης σάρκας και ταξικής δικαιοσύνης,
να μη γεννήσει μέσα μας την έγκριση για έναν κόσμο έτσι πολύπλευρο,
την ηδονή απ’ τις αντιφάσεις μιας ζωής τόσο ματωμένης.
Καταλαβαίνετε.

Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου, Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Καλά της έκανε! Χαχαχαχα….  Να αγιάσει το χέρι του. Πάντα μου την έσπαγε η Κανέλλη». Μια απάντηση σε αυτή τη σαπίλα :

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.

Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
Τον κόσμο αντίκρυσα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.

Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα:»Πολύ!»

Κι απο την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.

Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!»
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω:»Σταματήστε!»

Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω:»Ζήτω! Προχωρήστε!»
Δεν μου αρέσει η φτήνεια κι η κακομοιριά.

Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.

.

Ειρήνη, Γιάννης Ρίτσος

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη

Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη

Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα

είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο

μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια

μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα

και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του

είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού

που παγώνει το νερό στο παράθυρο,

είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές

κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου

και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά

δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα

κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους

και να κοιμηθούν δίχως παράπονο

ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,

είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,

τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο

δεν είναι φόβος,

τότε που το χτύπημα στην πόρτα

σημαίνει φίλος,

και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα

σημαίνει ουρανός,

γιορτάζοντας τα μάτια μας

με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,

είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα

κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,

τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:

το φως, το φως

και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,

είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,

τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,

τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο

όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας

φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,

είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε,

δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,

μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ

κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,

που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του

να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,

είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού

είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.

Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.

όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,

είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων

είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου

είναι το χαμόγελο της μάνας

Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.

Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,

ένα όνομα μονάχα γράφουν:

Ειρήνη.

Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου

το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον

φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,

είναι η ειρήνη.

Αδέρφια,

μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος

με όλα τα όνειρά μας

Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,

αυτό ‘ναι η ειρήνη.

Στους μεταγενέστερους, Μπ. Μπρεχτ

Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φαω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πως να φαω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρωω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο
Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνιο ζω!

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος
Βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς, μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια

E.

Δύο δακτύλιοι
σε ένα τραπέζι ανάμεσα σε σκιές που μοιάζουν με ανθρώπινες.

Ένα παιδί να τραγουδά σε ένα ηλεκτρονικό σύννεφο,
και μια προσμονή να αγγίξω
τις οργισμένες του κιθάρες.

Φωνές λυωμένων από ποδοβολητά διαδηλώσεων
σε ένα γαλαξία δακρυσμένων αντίων.

Απλώνω τις γραμμές μου να στηρίξω τις δικές σου.
Θέλω να σ αγγίξω, να τσιρίξω δυνατά
καίγοντας τα μικρόφωνα των δελτίων του θανάτου μας.

Ένα τσούρμο πιστόλια σημαδεύουν τους ήλιους μες
το δακτύλιο σώμα σου.
Κυλάω ανάμεσα στις σκιές
σκοντάφτω πάνω στα πιάτα τους
τα πλαστικά τους πηρούνια καρφώνονται στα στήθη μου.

Τρέχω να προφτάσω τους ίσκιους,
οι κύριοι τους
νωχελικά οπλίζουν και στρέφουν
στο πρόσωπο σου την κίτρινη απληστία τους

γλυστράω στα κεριά του φθυσικού πολιτισμού τους.
Ξερνάνε με μίσος πάνω σου όλο τον πόνο.

Τρέχω, απλώνω… απλώνω τα χέρια, φωνάζω, απλώνω τα μάτια
θέλω να πετάξω, να σε φτάσω…θέλω να προλάβω

πώς ένα παιδί μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο;
πώς ένα παιδί μπορεί να νικήσει το θάνατο;

Αναδημοσίευση από : ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Μπέρτολτ Μπρέχτ, Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή

Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: κι η θυρίδα είναι πια κλειστή.

Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για την πλημμύρα που ‘ρχεται: αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει.

Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές: και την πέμπτη απομένει πεινασμένος.

Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει.

Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε.

Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή.
Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει: Σταματήστε!

Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)