«Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο…*» (1)

Ήταν κάποτε μια χώρα, μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά ας την πούμε Ουρανούπολη αφού έτσι την ονόμασε ο συγγραφέας. Εκεί βασίλευε ένας βασιλιάς, ένας οποιοσδήποτε βασιλιάς. Ένας τύραννος, ένας οποιοσδήποτε τύραννος, αλλά ας τον πούμε Αρπατίλαο, αφού έτσι τον βάφτισε ο συγγραφέας. Φορούσε στο κεφάλι του κορώνες στολισμένες με χιλιάδες πολύτιμα πετράδια βγαλμένα με αίμα και ιδρώτα από τους υπηκόους του που χώνονταν κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στα ορυχεία.

Αυτός ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, βασίλευε. Βασίλευε με ένα μαύρο φτερό από κοράκι κι ένα τηλεσκόπιο.

magika maxilaria 2

Με το φτερό έγραφε νόμους. Νόμους πολλούς, άδικους, τρελούς. Οι νόμοι, όπως όλοι οι νόμοι, απαγόρευαν, αλλά ας πούμε ότι απαγόρευαν όλα τα όμορφα και τα καλά. Όλα τα χαρούμενα και τα ελπιδοφόρα. Απαγόρευαν επίσης και τις λέξεις. Τις κακές λέξεις, όπως ας πούμε τη λέξη «Κυριακή» που με διάταγμα μετονομάστηκε σε «Προδευτέρα» και, αφού δεν ήταν πλέον Κυριακή, ήταν μια εργάσιμη μέρα όπως όλες οι άλλες μέρες. Κανείς δεν ξέφευγε από τους νόμους, που ήταν τόσο πολλοί, ώστε ποτέ δεν ήξερες αν αυτό που κάνεις απαγορεύεται ή όχι. Κι ήταν τόσο τρελοί αυτοί οι νόμοι, που διέταζαν να καούν τα πάρκα, να κλείσουν οι παιδικές χαρές και να χτιστούν στη θέση τους φυλακές κι εργοστάσια. Και, βέβαια, όπως όλες οι φυλακές, έκλειναν μέσα τους κι αυτές όσους  από τους υπηκόους παραβίαζαν τους νόμους. Και τα εργοστάσια, όπως όλα τα εργοστάσια, κατασκεύαζαν. Ας πούμε λοιπόν ότι κατασκεύαζαν λουκέτα και συρματοπλέγματα.

Με το τηλεσκόπιό του ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, επόπτευε, αλλά ας πούμε ότι επόπτευε όλο το βασίλειό του και, όταν έβλεπε κάτι όμορφο ή λαχταριστό, τότε το άρπαζε αμέσως και το έκανε δικό του, αφού έτσι όρισε ο συγγραφέας.

Σ’ αυτή τη χώρα, όπως σε κάθε χώρα, υπήρχαν και σχολεία. Εκεί, όπως και σε κάθε σχολείο, οι μαθητές διδάσκονταν μαθήματα:

«στο μάθημα της γυμναστικής μάθαιναν να γονατίζουν, στο μάθημα των θρησκευτικών μάθαιναν τροπάρια που δόξαζαν τον Αρπατίλαο και στο μάθημα της γραμματικής μάθαιναν την παθητική φωνή. Από χρόνους μάθαιναν τον ενεστώτα και τον παρατατικό αλλά όχι τον μέλλοντα χρόνο. Μόνο ο Αρπατίλαος και οι αυλικοί του είχαν το δικαίωμα να μιλάνε για το μέλλον. Κάθε τόσο μάλιστα, ειδικές περιπολίες έκαναν αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στα σχολεία, για να ελέγξουν αν οι μαθητές αποστήθιζαν σωστά αυτά που όριζε ο νόμος.»

Όλα τα είχε ο βασιλιάς. Και πλούτη. Και υπηκόους. Και έλεγχο. Και φυλακές. Ένα πράγμα δεν είχε: την αγάπη των υπηκόων του. Τι έφταιγε άραγε και δεν τον αγαπούσαν, αλλά του έστρωναν μπανανόφλουδες να γλιστράει και να πέφτει; Και γιατί τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του;

«Δεν σας αγαπάνε, επειδή τα βράδια ονειρεύονται…»

είπε ο αυλοκόλακας, πονηρός όπως κάθε αυλοκόλακας, που είχε μυστικοσύμβουλο ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς.

Κι όταν οι άνθρωποι ονειρεύονται, ακόμα κι όταν είναι υπήκοοι, συγκρίνουν: το όνειρο με την πραγματικότητα. Και ξέρουν.

Του θανατά από την απελπισιά ο βασιλιάς. Τι να κάνει για να μην ονειρεύονται οι άνθρωποι; Να απαγορέψει τα όνειρα; Να στέλνει ονειρικές περιπολίες να μπουκάρουν τα βράδια στα σπίτια των υπηκόων και να «περιποιούνται» τους παραβάτες του νόμου; Ή μήπως να φορολογήσει τα όνειρα, ώστε να τους κοπεί μαχαίρι αυτή η κακή συνήθεια;

«Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο. Είναι κρυμμένα πίσω από τα μέτωπα, πίσω απ’ τις ρυτίδες, βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στα κεφάλια»

επέμεινε ο πονηρός μυστικοσύμβουλος, που, όπως όλοι οι μυστικοσύμβουλοι, κατείχαν λίγη γνώση από την ανθρώπινη φύση, ποτέ όμως αρκετή, αφού για να γνωρίζεις πρέπει πρώτα να αγαπάς.

Σε αυτή τη χώρα, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε χώρα, αλλά ο συγγραφέας την ονόμασε Ουρανούπολη, καταστρώθηκε λοιπόν ένα σχέδιο αφανισμού των ονείρων των ανθρώπων. Ένα σατανικό σχέδιο: θα ανάγκαζαν τους υπηκόους να ονειρεύονται μόνο εφιάλτες. Τα χειρότερα και τα πιο αποτρόπαια όνειρα θα τυραννούσαν τον ύπνο τους κι έτσι η εφιαλτική πραγματικότητα θα έμοιαζε πια με παράδεισο. Και σ’ αυτόν τον παράδεισο θεός θα ήταν ο βασιλιάς αυτοπροσώπως. Και θα ήταν ο βασιλιάς τόσο καλός που θα χάριζε σε κάθε υπήκοό του χωριστά από ένα μαξιλάρι. Ένα μαγικό μαξιλάρι. Φτιαγμένο με σκόνη από τύψεις, μαντίλια δακρυσμένα, στεναγμούς μελλοθανάτων, σκιά προδότη, σκουριά από αλυσίδες κι άλλα φριχτά κι απαίσια.

Με ευγνωμοσύνη δέχτηκαν οι υπήκοοι, όπως όλοι οι υπήκοοι, την ξαφνική αυτή γενναιοδωρία του βασιλιά, όταν ο ντελάλης τους ανακοίνωσε τον νέο αυτόν νόμο. Παρέδωσαν όλα τα παλιά τους μαξιλάρια και στη θέση τους έβαλαν τα νέα. Κι έγινε ο ύπνος τους αφόρητος. Καλύτερα να ήταν ξύπνιοι.

«Τα βράδια από τα παράθυρα των σπιτιών άκουγες βασανισμένα αγκομαχητά, άρρυθμες ανάσες και παραμιλητά. Άκουγες λυγμούς και κλάματα και, πού και πού, μια κραυγή πνιγμένη.»

 Αλλά και στον ξύπνιο τους τα πράγματα δεν ήταν και τόσο καλύτερα. Σκυφτοί, παραιτημένοι, υποταγμένοι, γκρίζοι και με άδεια μάτια ζούσαν κάτω από έναν μαύρο ουρανό, δούλευαν στα ορυχεία, έχτιζαν φυλακές, έφτιαχναν λουκέτα, έπλεκαν συρματοπλέγματα και, όποτε συναντούσαν τον βασιλιά, έπεφταν στα γόνατα και τον προσκυνούσαν. Ακόμα κι όταν οι φρουροί, όπως όλοι οι φρουροί, τους άρπαζαν το βιος τους δεν έβγαζαν κουβέντα.

Κι όλα κυλούσαν ήσυχα στη χώρα αυτή, όπως σε κάθε χώρα όπου οι άνθρωποι δεν κάνουν πλέον όνειρα.

Ώσπου…

LEYTERIA-STA-ONEIRA-apo-MARIA-2012_416848791_n

* Αφηγούμενη την ιστορία του Ε. Τριβιζά «Τα μαγικά μαξιλάρια». Μια ιστορία για βασιλιάδες κι υπηκόους. Μια ιστορία για τα όνειρα. Για τους ανθρώπους που παίρνουν εκδίκηση για λογαριασμό τους.

Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.

pnevmantilogias

«Το σώμα των καταδίκων»

diamelismos

διαμελισμός

Έλα αιμοδιψές και δικαιοδιψές πλήθος. Διάβασε, ρούφα μέχρι το μεδούλι τα κόκκαλα του καταζητούμενου εγκληματία:

Δείτε τον νεκρό Αλβανό κακοποιό Μαριάν Κόλα

Έτσι έπεσε νεκρός ο Κόλα

Σκέψου όμως…

Στις 7 Μαρτίου 1757 ο Damiens καταδικάστηκε «να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων» όπου «θα οδηγούνταν μ’ ένα κάρο, γυμνός, μονάχα μ’ ένα πουκάμισο, βαστώντας στο χέρι έναν αναμμένο κέρινο δαυλό που ζύγιζε δυο λίβρες». Κατόπιν, να οδηγηθεί «με το ίδιο κάρο στην πλατεία της Greve, όπου σ’ ένα ικρίωμα που θα στηνόταν εκεί, να βασανιστεί με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς, στις κνήμες, κρατώντας στο δεξί του χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε εκτελέσει την εν λόγω πατροκτονία, το χέρι αυτό να καεί με αναμμένο θειάφι και πάνω στις πληγές από τις λαβίδες να χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα και ανακατεμένα, και ύστερα, το σώμα του να εξαρθρωθεί και να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τα μέλη του καθώς και το κορμί του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να αποτεφρωθούν και η στάχτη να σκορπιστεί στον αέρα.

«Τελικά ο Damiens διαμελίστηκε» γράφει η Εφημερίδα του Άμστερνταμ. «Η τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε για πολλή ώρα, γιατί τα άλογα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν εξασκημένα γι αυτή τη δουλειά, έτσι αντί τέσσερα χρειάστηκαν έξι. Αλλά κι αυτά ακόμη δεν στάθηκαν αρκετά κι έτσι αναγκάστηκαν, για να διαμελίσουν τους μηρούς του άμοιρου ανθρώπου, να του κόψουν τα νεύρα και να του πελεκήσουν τις κλειδώσεις…

…..

ο υπομοίραρχος Bouton λέει: «Άναψαν το θειάφι αλλά η φωτιά δεν ήταν δυνατή κι έτσι μόνον η επιδερμίδα του επάνω μέρους του χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε ένας από τους δήμιους με τα μανίκια σηκωμένα πάνω από τους αγκώνες πήρα στα χέρια του κάτι ατσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι αυτόν τον σκοπό, ενάμιση πόδι μάκρος, του τις έχωσε βαθιά πρώτα στην κνήμη του δεξιού ποδιού, ύστερα στον μηρό, στον δεξιό βραχίονα και τέλος στους μαστούς. Ο δήμιος αυτός παρόλο που ήταν δυνατός κι εύρωστος με μεγάλο κόπο κατόρθωνε να αποσπά κομμάτια σάρκας συστρέφοντας τις λαβίδες δυο τρεις φορές στην κάθε μεριά του σώματος, προξενώντας στον κατάδικο πληγές σαν ένα νόμισμα των έξι τάληρων.

[….] ο Damiens [… ] σε κάθε νέο βασάνισμα ξεφώνιζε σαν τους κολασμένους: «Θεέ μου συχώρα με! Παντοδύναμε ελέησέ με!». Παρόλους τους αβάσταχτους πόνους σήκωνε πού και πού το κεφάλι και κοίταζε άφοβα το κορμί του. Τα σκοινιά που οι άντρες τα έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο τραβώντας τις άκρες τους του προκαλούσαν ανείπωτους πόνους. […]

Μ’ ένα τίναγμα τα άλογα τράβηξαν τα μέλη του καταδίκου, το καθένα προς τη μεριά του, ενώ από ένας δήμιος κρατούσε το κάθε άλογο. Κάθε τέταρτο ξανάρχιζε η ίδια διαδικασία, και, τέλος, έπειτα από πολλές επαναλήψεις, αναγκάστηκαν να σπρώξουν τα άλογα για να τραβήξουν: αυτά που ήταν δεμένα στο δεξί του χέρι τα έσπρωξαν μπροστά, στην κεφαλή. Αυτά που ήταν στους μηρούς τα ένωσαν με τους βραχίονες – πράγμα που έκανε τους βραχίονες να σπάσουν στις κλειδώσεις. Τα τραβήγματα αυτά επαναλήφθηκαν πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Ο κατάδικος σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το κορμί του. Αναγκάστηκαν να προσθέσουν δύο ακόμη άλογα σ’ εκείνα που ήταν δεμένα στους μηρούς – κι έτσι τα άλογα έγιναν έξι. Και πάλι όμως δεν κατάφεραν τίποτα.

[…]

Ύστερα από δυο τρεις απόπειρες ο δήμιος Samson κι αυτός που τον είχε βασανίσει με τις λαβίδες τράβηξαν ο καθένας τους ένα μαχαίρι από την τσέπη τους και του κόψαν τους μηρούς σύρριζα στον κορμό. Καθώς τραβούσαν με δύναμη, τα τέσσερα άλογα έσυραν τους δύο μηρούς πίσω τους, πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό. Το ίδιο έγινε και με τους βραχίονες που αποσπάστηκαν από τους ώμους, στις μασχάλες. Χρειάστηκε να κοπούν οι σάρκες σχεδόν ως το κόκκαλο, ενώ τα άλογα τραβούσαν με όλη τους τη δύναμη πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό βραχίονα.

Όταν αποκόπηκαν και τα τέσσερα μέλη του κατάδικου οι ιερωμένοι πλησίασαν να του μιλήσουν. Ο δήμιος όμως τους είπε πως ήταν πια νεκρός, ενώ στ’ αλήθεια εγώ έβλεπα ακόμα τον άνθρωπο να σπαράζει και το κάτω του σαγόνι να κουνιέται σαν να ήθελε να μιλήσει  […]

Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση ολόκληρος αποτεφρώθηκε. Το τελευταίο κομμάτι που βρέθηκε στην ανθρακιά δεν είχε καεί ως τις δεκάμισι το βράδυ. Δηλαδή οι κομματιασμένες σάρκες και το κορμί καίγονταν γύρω στις τέσσερις ώρες. Οι αξιωματικοί, που ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ καθώς κι ο γιος μου, μαζί με το απόσπασμα των χωροφυλάκων μείναμε στην πλατεία σχεδόν ως τις έντεκα το βράδυ.

 

(Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Μισέλ Φουκό, «Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της φυλακής, εκδόσεις Ράππα 2005, σελ.11-14)

Πληροφοριακή εργασία και “επισφαλειοποίηση”, Franco “Bifo” Berardi

Αντιγράφω το 2o κεφάλαιο από το βιβλίο του Bifo Επισφαλής Ραψωδία, Σημειοκαπιταλισμός και οι παθολογίες της μετα-άλφα γενιάς, που μετέφρασε κι επιμελήθηκε ο Θ. Σάρας. Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται εδώ.

Πληροφοριακή εργασία και “επισφαλειοποίηση”

Δεν έχουμε μέλλον γιατί το παρόν μας είναι πολύ ασταθές. Έχουμε μόνο τη διαχείριση των κινδύνων. Η περιστροφή των σεναρίων της δεδομένης στιγμής.- William Gibson, Pattern recognition

Τον Φεβρουάριο του 2003 ο αμερικανός δημοσιογράφος Bob Herbert δημοσίευσε στην New York Times τα αποτελέσματα μιας γνωστικής έρευνας σε ένα δείγμα μερικών εκατοντάδων άνεργων νέων στο Σικάγο: κανένας από τους ερωτηθέντες δεν ανάμενε να βρει δουλειά τα επόμενα χρόνια, κανένας από αυτούς δεν ανάμενε να είναι σε θέση να επαναστατήσει, ή να πυροδοτήσει μεγάλης κλίμακας συλλογικές αλλαγές. Η γενική αίσθηση των ερωτηθέντων ήταν ένα αίσθημα μιας εδραιωμένης αδυναμίας. Η αντίληψη της παρακμής δεν φαινόταν εστιασμένη στην πολιτική, αλλά σε ένα βαθύτερο αίτιο, στο σενάριο μιας κοινωνικής και φυσικής εμπλοκής που φαίνεται να ακυρώνει κάθε δυνατότητα δόμησης εναλλακτικών λύσεων.

Ο θρυμματισμός του παρόντος χρόνου αντιστρέφεται στην κατάρρευση του μέλλοντος. Στο TheCorrosionofCharacter: ThePersonalConsequencesofWorkintheNewCapitalism(1988) , ο Richard Sennett αντιδρά σε αυτή την υπαρξιακή συνθήκη της επισφάλειας και του θρυμματισμού με τη νοσταλγία για μια εποχή του παρελθόντος, που η ζωή ήταν δομημένη με σταθερούς κοινωνικούς ρόλους, και ο χρόνος είχε μία αρκετή γραμμική συνέπεια για να ερμηνεύσει τα μονοπάτια της ταυτότητας.

Το βέλος του χρόνου έχει σπάσει: σε μια οικονομία υπό διαρκή αναδιάρθρωση που βασίζεται στο βραχυπρόθεσμο και μισεί τη ρουτίνα, οι καθορισμένες τροχιές δεν υπάρχουν πια. Οι άνθρωποι νοσταλγούν τις σταθερές ανθρώπινες σχέσεις και τους μακροπρόθεσμους στόχους (1988)

Αλλά αυτή η νοσταλγία δεν χωράει στην παρούσα πραγματικότητα, και οι προσπάθειες για να ενεργοποιηθεί ξανά η κοινότητα παραμένουν τεχνητές και στείρες.

Στο δοκίμιό της “Precari-us?” (2005) η Angela Mitropoulos παρατηρεί ότι η επισφάλεια είναι μια επισφαλής έννοια. Αυτό γιατί ορίζει το αντικείμενό της, με ένα κατά προσέγγιση τρόπο, αλλά και επειδή από αυτή την αντίληψη προέρχονται παράδοξες, αυτο-αντιφατικές, με άλλα λόγια επισφαλείς στρατηγικές . Αν επικεντρώσουμε όλη την κριτική μας στον επισφαλή χαρακτήρα της εργασιακής επίδοσης ποιο θα ήταν το προτεινόμενο αντικείμενό μας; Αυτό μιας σταθερής εργασίας, εγγυημένης για μια ζωή; Φυσικά όχι, αυτό θα ήταν μια πολιτιστική οπισθοδρόμηση που σίγουρα θα υποβίβαζε το ρόλο της εργασίας. Κάποιοι άρχισαν να μιλούν για “ευελιξία με ασφάλεια” (‘flexicurity’ ) για να σημάνουν μορφές μισθού ανεξάρτητες από την εργασιακή επίδοση. Αλλά είμαστε ακόμη μακριά από το να έχουμε μια στρατηγική της κοινωνικής ανασύνθεσης για το εργατικό κίνημα ώστε να απαλλαγούμε από την απεριόριστη εκμετάλλευση. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε το νήμα της ανάλυσης της κοινωνικής σύνθεσης και αποσύνθεσης, αν θέλουμε να διακρίνουμε πιθανές γραμμές μιας διαδικασίας επερχόμενης ανασύνθεσης.

Στη δεκαετία του 1970, η ενεργειακή κρίση, η επακόλουθη οικονομική ύφεση και, τέλος, η υποκατάσταση της εργασίας από αριθμητικές μηχανές οδήγησε στο σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων χωρίς εγγυήσεις. Από τότε το ζήτημα της επισφάλειας έχει γίνει κεντρικό στην κοινωνική ανάλυση, αλλά επίσης στις φιλοδοξίες του κινήματος. Ξεκινήσαμε προτείνοντας αγώνες για μορφές εξασφαλισμένου εισοδήματος αποσυνδεδεμένου από την εργασία, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του νεαρού πληθυσμού δεν είχε καμία προοπτική εγγυημένης απασχόλησης. Η κατάσταση έχει αλλάξει από τότε, επειδή αυτό που φαινόταν μια περιθωριακή και προσωρινή κατάσταση έχει πλέον καταστεί η επικρατούσα μορφή των εργασιακών σχέσεων. Η επισφάλεια δεν είναι πλέον ένα περιθωριακό και προσωρινό χαρακτηριστικό, αλλά είναι η γενική μορφή της εργασιακής σχέσης σε μια παραγωγική, ψηφιοποιημένη σφαίρα, δικτυωμένη και ανασυνδυαζόμενη.

Η λέξη “πρεκαριάτο” (precariat) σημαίνει γενικά το χώρο της εργασίας που δεν καθορίζεται πλέον από σταθερούς κανόνες σε σχέση με τη σχέση εργασίας, το μισθό και με το μήκος της εργάσιμης ημέρας. Ωστόσο, αν αναλύσουμε το παρελθόν βλέπουμε ότι οι κανόνες αυτοί λειτούργησαν μόνο για περιορισμένη χρονική περίοδο στην ιστορία της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο επίκεντρο του εικοστού αιώνα, υπό την πολιτική πίεση των συνδικάτων και των εργαζόμενων, σε συνθήκες (σχεδόν) πλήρους απασχόλησης και, χάρη σε ένα περισσότερο ή λιγότερο έντονα ρυθμιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομία, κάποια όρια στη φυσική βία της καπιταλιστικής δυναμικής μπορούσαν να είναι νομικά καθιερωμένα. Οι νομικές υποχρεώσεις που σε συγκεκριμένες περιόδους προστάτεψαν την κοινωνία από τη βία του κεφαλαίου πάντα βασίζονταν στην ύπαρξη μιας σχέσης δύναμης πολιτικού και υλικού είδους (η βία των εργατών ενάντια στη βία του κεφαλαίου). Χάρη στην πολιτική δύναμη έγινε δυνατή η επιβεβαίωση δικαιωμάτων, η θέσπιση νόμων και η προστασία τους ως προσωπικών δικαιωμάτων. Με την παρακμή της πολιτικής δύναμης του κινήματος των εργατών, η φυσική επισφάλεια των εργασιακών σχέσεων στον καπιταλισμό, και η κτηνωδία του, έχουν αναδυθεί ξανά.

Το νέο φαινόμενο δεν είναι ο επισφαλής χαρακτήρας της αγοράς εργασίας, αλλά οι τεχνικές και πολιτιστικές συνθήκες, στις οποίες η πληροφοριακή εργασία (info-labor) γίνεται επισφαλής. Οι τεχνικές συνθήκες είναι εκείνες του ψηφιακού ανασυνδυασμού της πληροφοριακής-εργασίας στα δίκτυα. Οι πολιτιστικές συνθήκες είναι εκείνες της εκπαίδευσης των μαζών και των προσδοκιών κατανάλωσης που κληρονομήθηκαν από την κοινωνία στα τέλη του εικοστού αιώνα, και που τροφοδοτήθηκαν διαρκώς από ολόκληρο το μηχανισμό του μάρκετινγκ και των μέσων επικοινωνίας.

Αν αναλύσουμε την πρώτη πτυχή, δηλαδή τις τεχνικές μεταμορφώσεις που εισήχθησαν με την ψηφιοποίηση του παραγωγικού κύκλου, βλέπουμε ότι το βασικό σημείο δεν είναι η μετατροπή της σχέσης εργασίας σε επισφαλή (η οποία, παρόλα αυτά, ήταν πάντα επισφαλής), αλλά η διάλυση του ατόμου ως ενεργού παραγωγικού παράγοντα, ως εργατικής δύναμης. Πρέπει να εξετάσουμε τον κυβερνοχώρο της παγκόσμιας παραγωγής ως μια απέραντη έκταση του από-προσωποποιημένου ανθρώπινου χρόνου.

Η πληροφοριακή-εργασία, η παροχή χρόνου για την επεξεργασία και τον ανασυνδυασμό στοιχείων των πληροφοριακών-εμπορευμάτων, είναι το ακραίο σημείο άφιξης της διαδικασίας της αφαίρεσης από τις συγκεκριμένες δραστηριότητες, που ο Μαρξ ανέλυσε ως χαραγμένη τάση στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας.

Η διαδικασία της αφαίρεσης της εργασίας έχει σταδιακά απογυμνώσει τον εργασιακό χρόνο από κάθε συγκεκριμένη και ατομική ιδιαιτερότητα. Το άτομο του χρόνου για το οποίο μιλά ο Μαρξ είναι η ελάχιστη μονάδα της παραγωγικής εργασίας. Αλλά στη βιομηχανική παραγωγή, ο αφηρημένος χρόνος εργασίας προσωποποιήθηκε από ένα φυσικό και νομικό φορέα, ενσωματωμένο σε ένα εργάτη με σάρκα και οστά, με μία πιστοποιημένη και πολιτική ταυτότητα. Φυσικά το κεφάλαιο δεν αγόρασε μια προσωπική διάθεση, αλλά το χρόνο του οποίου οι εργάτες ήταν οι φορείς του. Αλλά εάν το κεφάλαιο ήθελε να διαθέσει τον απαραίτητο χρόνο για την αξιοποίηση του, ήταν απαραίτητο να προσλάβει ένα ανθρώπινο ον, να αγοράσει το σύνολο του χρόνου του, και ως εκ τούτου χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τις υλικές ανάγκες, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις πολιτικές απαιτήσεις των οποίων το άτομο ήταν φορέας.

Όταν κινούμαστε στη σφαίρα της πληροφοριακής-εργασίας δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη να αγοραστεί ένα πρόσωπο για οκτώ ώρες την ημέρα επ ‘αόριστον. Το κεφάλαιο δεν στρατολογεί πλέον ανθρώπους, αλλά αγοράζει πακέτα χρόνου, διαχωρισμένα από τους εναλλακτικούς και περιστασιακούς φορείς.

Ο αποπροσωποποιημένες χρόνος έχει γίνει ο αληθινός παράγων της διαδικασίας αξιοποίησης, και ο αποπροσωποποιημένες χρόνος δεν έχει δικαιώματα, ούτε απαιτήσεις. Μπορεί μόνο να είναι διαθέσιμος ή μη διαθέσιμος, αλλά η εναλλακτική λύση είναι καθαρά θεωρητική διότι το φυσικό σώμα αν και δεν είναι νομικά αναγνωρισμένο πρόσωπο εξακολουθεί να πρέπει να αγοράσει τρόφιμα και να πληρώσει ενοίκιο.

Οι πληροφορικές διαδικασίες του ανασυνδυασμού του σημειωτικού υλικού έχει ως αποτέλεσμα την υγροποίηση του αντικειμενικού χρονικού διαστήματος, που απαιτείται για την παραγωγή του πληροφοριακού-εμπορεύματος. Η ανθρώπινη μηχανή είναι εκεί, παλλόμενη και διαθέσιμη, σαν ένας εγκέφαλος-εξαπλώμενος σε αναμονή. Η παράταση του χρόνου είναι σχολαστικά κυψελοποιημένη: κελιά παραγωγικού χρόνου μπορούν να επιστρατευθούν σε σημειακές, τυχαίες και θρυμματισμένες μορφές. Ο ανασυνδυασμός αυτών των μορφών πραγματοποιείται αυτόματα στο δίκτυο. Το κινητό τηλέφωνο είναι το εργαλείο που κάνει δυνατή τη σύνδεση μεταξύ των αναγκών του σημειολογικού κεφαλαίου και της κινητοποίησης της ζωντανής εργασίας του κυβερνοχώρου. Ο ήχος κλήσης (ringtone) του κινητού τηλεφώνου καλεί τους εργαζόμενους να επανασυνδέσουν τον αφηρημένο χρόνο τους στη δικτυωτή ροή.

Είναι μια παράξενη λέξη, με την οποία ταυτίζουμε την ιδεολογία που κυριαρχεί στη μετά- ανθρώπινη μετάβαση προς την ψηφιακή σκλαβιά: φιλελευθερισμός. Η ελευθερία είναι ο θεμέλιος μύθος της, αλλά η ελευθερία ποιου; Η ελευθερία του κεφαλαίου, σίγουρα. Το Κεφάλαιο πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερο να επεκταθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου για να βρει το θρύμμα του ανθρώπινου χρόνου, που είναι διαθέσιμο για εκμετάλλευση για τον πιο μίζερο μισθό. Αλλά ο φιλελευθερισμός υποδηλώνει και την ελευθερία του προσώπου. Το νομικό πρόσωπο είναι ελεύθερο να εκφραστεί, να διαλέξει αντιπροσώπους, να είναι επιχειρηματίας στο επίπεδο της πολιτικής και της οικονομίας.

Πολύ ενδιαφέρον. Μόνο που το πρόσωπο έχει εξαφανιστεί. Αυτό που μένει είναι ένα αδρανές αντικείμενο, άσχετο και άχρηστο. Το πρόσωπο είναι ελεύθερο, σίγουρα. Αλλά ο χρόνος του είναι σκλαβωμένος. Η ελευθερία του είναι μια νομική επινόηση στην οποία δεν αντιστοιχεί τίποτα στη συγκεκριμένη καθημερινή ζωή. Αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες το έργο της πλειοψηφίας της ανθρωπότητας, προλεταριακής και κογκνιτάριας (cognitariat), πραγματοποιείται όντως στην εποχή μας, αν εξετάσουμε τις συνθήκες του μέσου μισθού σε παγκόσμιο επίπεδο, αν αναλογιστούμε την παρούσα και προσφάτως τεράστια κατάργηση προηγούμενων εργατικών δικαιωμάτων, μπορούμε να πούμε χωρίς ρητορική υπερβολή ότι ζούμε σε ένα καθεστώς δουλείας. Ο μέσος μισθός στο παγκόσμιο επίπεδο επαρκεί με δυσκολία για να αγοράσει τα μέσα απαραίτητα για την επιβίωση του ατόμου, του οποίου ο χρόνος είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα στον χρόνο του οποίου είναι επισήμως οι ιδιοκτήτες, αλλά τους απαλλοτριώνεται αποτελεσματικά. Αυτός ο χρόνος δεν ανήκει πραγματικά σε αυτούς, διότι είναι διαχωρισμένος από την κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων που τον θέτουν στη διάθεση του ανασυνδυαστικού κυβερνο-παραγωγικού κυκλώματος. Ο χρόνος της εργασίας μορφοκλασματοποιείται (fractalized), δηλαδή, ανάγεται σε ελάχιστα θραύσματα που μπορούν να επανασυναρμολογούνται, και η μορφοκλασματοποίηση (fractalization) καθιστά για το κεφάλαιο δυνατή την εύρεση των συνθηκών ενός κατώτατου μισθού.

Πώς μπορούμε να αντιταχθούμε στον αποδεκατισμό της εργατικής τάξης και της συστημικής αποπροσωποποίησης της, τη σκλαβιά που επιβεβαιώνεται σαν ένα είδος εντολής της επισφαλούς και αποπροσωποποιημένης εργασίας; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται με επιμονή από όποιον έχει ακόμη αίσθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ωστόσο, η απάντηση δεν έρχεται γιατί η μορφή της αντίστασης και του αγώνα που ήταν επαρκείς στον εικοστό αιώνα δεν φαίνεται πλέον να έχουν την ικανότητα να διαδοθούν και να ενισχυθούν οι ίδιες, ούτε, κατά συνέπεια, μπορούν να σταματήσουν την απολυταρχία του κεφαλαίου. Μια εμπειρία που προέρχεται από τον αγώνα των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια είναι ότι ο αγώνας των επισφαλών εργατών δεν κάνει έναν κύκλο. Η μορφοκλασματοποιημένη εργασία μπορεί επίσης να εξεγερθεί εγκαίρως, αλλά αυτό δεν θέτει σε κίνηση κάποιο κύμα αγώνα. Ο λόγος είναι εύκολο να κατανοηθεί. Προκειμένου οι αγώνες να σχηματίσουν έναν κύκλο πρέπει να υπάρχει μια χωρική εγγύτητα των σωμάτων της εργασίας και μια υπαρξιακή χρονική συνέχεια. Χωρίς αυτή την εγγύτητα και συνέχεια, μας λείπουν οι όροι ώστε τα κυψελοποιημένα σώματα να γίνουν κοινότητα. Κανένα κύμα δεν μπορεί να δημιουργηθεί, επειδή οι εργάτες δεν μοιράζονται την ύπαρξή τους στο χρόνο, και οι συμπεριφορές μπορεί να γίνουν ένα κύμα μόνο όταν υπάρχει μια συνεχής εγγύτητα στον χρόνο, κάτι που η πληροφοριακή-εργασία δεν επιτρέπει πλέον.

Σχιζο-οικονομία

Οι κατηγορίες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας είναι πλέον ανεπαρκείς λόγω των διαδικασιών υποκειμενοποίησης που διασχίζουν τα πεδία που είναι πιο πολύπλοκα. Ένα νέο πειθαρχικό πεδίο έχει αρχίσει να οριοθετείται στη συνάντηση ανάμεσα στα εδάφη της οικονομίας, της σημειολογίας και της ψυχο-χημείας.

Το σημειολογικό κεφάλαιο είναι κεφάλαιο-ροής που πήζει σε σημειωτικά αντικείμενα, χωρίς να υλοποιείται το ίδιο. Οι έννοιες σφυρηλατημένες από δύο αιώνες οικονομικής σκέψης φαίνονται διαλυμένες, αναποτελεσματικές και ανίκανες για την κατανόηση ενός από τα πολλά φαινόμενα που έχουν προκύψει στη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής από τότε που έγιναν γνωστικά. Η γνωστική δραστηριότητα ήταν πάντα η βάση όλης της ανθρώπινης παραγωγής, ακόμα και της παραγωγής μηχανικού τύπου. Δεν υπάρχει διαδικασία της ανθρώπινης εργασίας που δεν συνεπάγεται μία άσκηση της νοημοσύνης. Αλλά σήμερα, η γνωστική ικανότητα τείνει να γίνει ο βασικός παραγωγικός πόρος. Στη σφαίρα της βιομηχανικής εργασίας, ο νους τέθηκε στην εργασία ως επαναλαμβανόμενος αυτοματισμός, η φυσιολογική υποστήριξη της μυϊκής κίνησης. Σήμερα ο νους είναι στην εργασία σε τόσες πολλές καινοτομίες, γλώσσες, και επικοινωνιακές σχέσεις. Η υπαγωγή του νου στη διαδικασία της καπιταλιστικής αξιοποίησης οδηγεί σε μία πραγματική μετάλλαξη. Ο συνειδητός και ευαίσθητος οργανισμός υποβάλλεται σε μία ανταγωνιστική πίεση, σε μία επιτάχυνση των ερεθισμάτων, σε ένα συνεχές επιμελές στρες. Ως συνέπεια, η διανοητική ατμόσφαιρα, η πληροφοριακή-σφαίρα στην οποία ο νους σχηματίζεται και εισέρχεται σε σχέσεις με άλλα μυαλά, γίνεται μία ψυχοπαθογενής ατμόσφαιρα. Για να καταλάβουμε το άπειρο παιχνίδι του σημειολογικού κεφαλαίου των καθρεφτών, πρέπει να σκιαγραφήσουμε ένα νέο πειθαρχικό πεδίο, που οριοθετείται από τρεις πτυχές:

– Την κριτική της πολιτικής οικονομίας της συνδετικής νοημοσύνης·

– τη σημειολογία των γλωσσικο-οικονομικών ροών·

– την ψυχοχημεία της ατμόσφαιρας της πληροφοριακής-σφαίρας, που μελετά τα ψυχοπαθογενή αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης του ανθρώπινου νου.

Η διαδικασία της ψηφιακής παραγωγής παίρνει μία βιολογική μορφή που μπορεί να παρομοιαστεί με έναν οργανισμό: το νευρικό σύστημα μίας οργάνωσης είναι ανάλογο με το ανθρώπινο νευρικό σύστημα. Κάθε βιομηχανική επιχείρηση έχει “αυτόνομα” συστήματα,  λειτουργικές διαδικασίες, που πρέπει να λειτουργούν για την επιβίωση της. Αυτό που έλειπε από τις οργανώσεις στο παρελθόν ήταν οι συνδέσεις μεταξύ των κομματιών πληροφορίας που μοιάζουν με τους διασυνδεδεμένους νευρώνες στον εγκέφαλο. Η δικτυωμένη ψηφιακή επιχείρηση λειτουργεί, όπως ένα άριστο τεχνητό νευρικό σύστημα. Η πληροφορία ρέει μέσα της γρήγορα και φυσικά, όπως η σκέψη σε ένα ανθρώπινο ον, και είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία να κυβερνήσουμε και να συν-τονίσουμε τις ομάδες των ανθρώπων, με την ίδια ταχύτητα με την οποία μπορούμε να επικεντρωθούμε σε ένα πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Bill Gates (1999), δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την υλοποίηση μιας νέας μορφής οικονομικού συστήματος, επικεντρωμένου σε αυτό που μπορεί να οριστεί ως “Επιχείρηση με την ταχύτητα στης σκέψης”(Business at the speed of thought.)

Στο συνδεδεμένο κόσμο, οι βρόχοι αναδρομής της γενικής θεωρίας συστημάτων έχουν συγχωνευθεί με τη δυναμική λογική της βιογεννετικής, σε ένα μετα-ανθρώπινο όραμα της ψηφιακής παραγωγής. Τα ανθρώπινα μυαλά και η σάρκα ενοποιούνται με ψηφιακά κυκλώματα, χάρη σε διεπιφάνειες της επιτάχυνσης και της απλούστευσης: ένα μοντέλο της βιο-πληροφορικής παραγωγής αναδύεται, που παράγει σημειωτικά αντικείμενα με την ικανότητα για αυτόματη αντιγραφή των ζωντανών συστημάτων. Μόλις πλήρως ενεργό, το ψηφιακό νευρικό σύστημα μπορεί να εγκατασταθεί γρήγορα σε κάθε μορφή οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι μόνο φαινομενικά η Microsoft ενδιαφέρεται για το λογισμικό, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Στην πραγματικότητα, η κρυφή τελικότητα της παραγωγής λογισμικού είναι η καλωδίωση του ανθρώπινου νου σε ένα δικτυακό συνεχές κυβερνητικού τύπου, που προορίζεται να δομήσει τις ροές της ψηφιακής πληροφορίας μέσω ενός νευρικού συστήματος, όλων των βασικών θεσμών της σύγχρονης ζωής. Η Microsoft επομένως, θα πρέπει θεωρείται μία παγκόσμια δυνητική μνήμη, ανταλλάξιμη και έτοιμη για εγκατάσταση. Ένα κυβερνοπτικό εισαγμένο στα σαρκώδη κυκλώματα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Η κυβερνητική τελικά γίνεται η ζωή, ή, όπως ο Bill Gates αρέσκεται να λέει, “οι πληροφορίες είναι το ζωτικής σημασίας ρευστό μας.”

Η φυσική κατάρρευση της οικονομίας

Το ψηφιακό νευρικό σύστημα ενσωματώνεται σταδιακά στο οργανικό νευρικό σύστημα, στο κύκλωμα της ανθρώπινης επικοινωνίας, και το επανακωδικοποιεί σύμφωνα με τις επιχειρησιακές γραμμές του και σύμφωνα με τη δική του ταχύτητα. Αλλά προκειμένου να εκπληρωθεί αυτή η μεταμόρφωση, το σώμα-νους πρέπει να περάσει μέσα από μία διαβολεμένη μετάλλαξη, που βλέπουμε να αναπτύσσεται στην ιστορία του κόσμου. Για να καταλάβουμε και να αναλύσουμε τη διαδικασία αυτή, δεν είναι επαρκή ούτε τα εννοιολογικά εργαλεία της πολιτικής οικονομίας, ούτε τα εργαλεία της τεχνολογικής ανάλυσης. Η διαδικασία της παραγωγής γίνεται σημειωτική και η δημιουργία του ψηφιακού νευρικού συστήματος συν-(μ)περιλαμβάνει και αποχαυνώνει το μυαλό, την κοινωνική ψυχή, τις επιθυμίες και τις ελπίδες, τους φόβους και τις φαντασιώσεις. Ως εκ τούτου, εάν θέλουμε να αναλύσουμε αυτούς τους παραγωγικούς μετασχηματισμούς, πρέπει να ασχοληθούμε με τη σημειωτική παραγωγή, με τις γλωσσικές και γνωστικές μεταλλάξεις. Και η μετάλλαξη περνά μέσα από το πεδίο των παθολογιών.

Η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα έχει εκχύσει στον κοινωνικό εγκέφαλο ένα συνεχές ερέθισμα προς τον ανταγωνισμό, και το τεχνικό σύστημα του ψηφιακού δικτύου έχει καταστήσει δυνατή την εντατικοποίηση του πληροφοριακού ερεθίσματος, μεταδιδόμενο από τον κοινωνικό εγκέφαλο στους ατομικούς εγκεφάλους. Αυτή η επιτάχυνση του ερεθίσματος είναι παθογόνος παράγοντας που έχει ευρύτερες επιδράσεις στην κοινωνία. Ο οικονομικός ανταγωνισμός και η ψηφιακή εντατικοποίηση του πληροφοριακού ερεθίσματος, συνδυαζόμενα μαζί, προκαλούν μια κατάσταση μόνιμης ηλεκτροπληξίας που ρέει σε μία ευρέως διαδεδομένη παθολογία η οποία εκδηλώνεται είτε με το σύνδρομο πανικού ή με διαταραχές προσοχής.

Ο πανικός είναι ένα όλο και πιο διαδεδομένο σύνδρομο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι ψυχίατροι αναγνώριζαν μετά βίας αυτό το σύμπτωμα, που ανήκε μάλλον στη ρομαντική λογοτεχνική φαντασία, και θα μπορούσε να προσεγγίσει την αίσθηση του να συγκλονίζεσαι από τον άπειρο πλούτο των μορφών της φύσης με την απεριόριστη κοσμική εξουσία. Σήμερα, αντίθετα, ο πανικός όλο και πιο συχνά καταγγέλλεται ως ένα οδυνηρό και ανησυχητικό σύμπτωμα, η φυσική αίσθηση της αποτυχημένης πλέον διακυβέρνησης του ίδιου του σώματος από κάποιον, η επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού, η συντόμευση της αναπνοής που μπορεί να οδηγήσει σε λιποθυμία και παράλυση. Ακόμα κι αν δεν είναι σε γνώση μου κάποια εξαντλητική έρευνα σε αυτήν την περιοχή, μπορεί να προταθεί η υπόθεση ότι η διαμεσολάβηση της επικοινωνίας και η επακόλουθη αραίωση της φυσικής επαφής, μπορεί να προκαλέσει παθήσεις στη συγκινησιακή και συναισθηματική σφαίρα. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχει μια γενιά που έχει μάθει περισσότερες λέξεις και έχει ακούσει περισσότερες ιστορίες από την τηλεοπτική μηχανή παρά από τη μητέρα της. Οι διαταραχές της προσοχής είναι όλο και πιο διαδεδομένες. Εκατομμύρια παιδιά της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης υποβάλλονται σε θεραπεία για μια διαταραχή που εκδηλώνεται ως ανικανότητα να διατηρήσουν την προσοχή τους επικεντρωμένη σε ένα αντικείμενο για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Η συνεχής διέγερση του μυαλού από την πλευρά των νευρο-διεγερτικών ροών οδηγεί πιθανώς σε έναν παθολογικό κορεσμό. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη σύγχρονη οικονομία πρέπει να ενδιαφερθούμε για την ψυχοπαθολογία των σχέσεων. Και αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη σύγχρονη ψυχοχημεία πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο νους επενδύεται με σημειωτικές ροές που ακολουθούν μία έξτρα-σημειωτική αρχή: την αρχή του οικονομικού ανταγωνισμού, την αρχή της μέγιστης ανάπτυξης. Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός συνδέθηκε με τον εγκέφαλο, ο τελευταίος ενσωμάτωσε έναν παθολογικό παράγοντα, ένα ψυχωτικό μιμίδιο που επιταχύνει τους παλμούς μέχρι το τρεμούλιασμα, ακόμη και την κατάρρευση.

Στη δεκαετία του 1990, ο πολιτισμός του Prozac ήταν ανακατεμένος με τη νέα οικονομία. Εκατοντάδες χιλιάδες των διαχειριστών, των συμβούλων και των διευθυντών της δυτικής  οικονομίας πήρε αναρίθμητες αποφάσεις σε μια κατάσταση χημικής ευφορίας και ψυχοφαρμακολογικής ζαλάδας. Όμως, μακροπρόθεσμα ο οργανισμός κατέρρευσε, ανίκανος να υποστηρίξει επ ‘αόριστον τη χημική ευφορία, που είχε διατηρηθεί στον ανταγωνιστικό ενθουσιασμό και τον παραγωγίστικο φανατισμό. Η συλλογική προσοχή ήταν υπερκορεσμένη και αυτό προκάλεσε μία κατάρρευση κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα. Όπως συμβαίνει σε έναν μανιοκαταθλιπτικό οργανισμό, όπως συμβαίνει με έναν ασθενή που επηρεάζεται από διπολική διαταραχή, μετά την οικονομική ευφορία της δεκαετίας του 1990, ακολούθησε μια κατάθλιψη.[13] Υπάρχει συνεπώς, μία κλινική κατάθλιψη που χτυπά τα κίνητρα, την πρωτοβουλία, την αυτοεκτίμηση, την επιθυμία και το σεξαπίλ στις ρίζες του. Για να κατανοήσουμε την κρίση της νέας οικονομίας, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από την ψυχική εμπειρία της δυνητικής τάξης, είναι απαραίτητο να συλλογιστούμε σχετικά με την ψυχική και τη συναισθηματική κατάσταση των εκατομμυρίων γνωστικών εργαζομένων που κίνησαν τη σκηνή των επιχειρήσεων, του πολιτισμού και του φαντασιακού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η ατομική ψυχική κατάθλιψη ενός γνωστικού εργαζόμενου δεν είναι η συνέπεια της οικονομικής κρίσης, αλλά η αιτία της. Θα ήταν απλό να θεωρήσουμε την κατάθλιψη ως συνέπεια μιας κακής οικονομικής συγκυρίας. Αφού εργάστηκαν για τόσα πολλά χρόνια χαρούμενα και κερδοφόρα, η αξία των μετοχών έχει πέσει κατακόρυφα και ο εργάτης εγκεφάλου (brainworker) καταλαμβάνεται από μια άσχημη κατάθλιψη. Δεν γίνεται όμως με αυτόν τον τρόπο. Η κατάθλιψη κατεβαίνει στο γνωστικό εργαζόμενο επειδή το δικό του/της συναισθηματικό, φυσικό, διανοητικό σύστημα δεν μπορεί να υποστηρίξει επ ‘αόριστον την υπερκινητικότητα, που προκλήθηκε από την αγορά και από τα φαρμακευτικά προϊόντα. Κατά συνέπεια, τα πράγματα πρόκειται να πάνε άσχημα στην αγορά. Τι είναι η αγορά; Η αγορά είναι ο τόπος στον οποίο σημεία και εκκολαπτόμενα νοήματα, επιθυμίες και προβλέψεις συναντιούνται. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για ζήτηση και προσφορά, πρέπει να σκεφτούμε με όρους ροών της επιθυμίας και σημειωτικούς ελκυστές, στις οποίες στο παρελθόν είχαν έφεση και σήμερα την έχουν χάσει.

Στη δικτυακή οικονομία, η ευελιξία έχει εξελιχθεί σε μια μορφή μορφοκλασματοποίησης της εργασίας. Η μορφοκλασματοποίηση σημαίνει τον αρθρωτό και ανασυνδυαζόμενο θρυμματισμό του χρόνου δραστηριότητας. Ο εργαζόμενος δεν υφίσταται πλέον ως πρόσωπο. Αυτός ή αυτή είναι μόνο ένας ανταλλάξιμος παραγωγός μικροθραυσμάτων της ανασυνδυαζόμενης σημείωσης, που εισέρχεται μέσα στη συνεχή ροή του Δικτύου. Το κεφάλαιο δεν πληρώνει πλέον για τη διαθεσιμότητα ενός εργαζόμενου προς εκμετάλλευση για μεγάλη χρονική περίοδο· δεν πληρώνει πλέον μισθό που καλύπτει όλο το φάσμα των οικονομικών αναγκών ενός προσώπου που εργάζεται. Ο εργάτης (μία μηχανή που διαθέτει εγκέφαλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θραύσματα χρόνου) πληρώνεται για τις περιστασιακές, προσωρινές υπηρεσίες της/του. Ο χρόνος εργασίας είναι κατακερματισμένος και κυψελοποιημένος. Οι κυψέλες του χρόνου είναι για πώληση στο Δίκτυο και οι επιχειρήσεις μπορούν να αγοράσουν όσο θέλουν χωρίς να είναι υποχρεωμένες σε καμία περίπτωση στην κοινωνική προστασία του εργαζόμενου.

Η έντονη και παρατεταμένη επένδυση των ψυχικών και λιμπιντικών ενεργειών στην εργασιακή διαδικασία έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για μια ψυχική κατάρρευση που μεταφέρεται στον οικονομικό τομέα με την ύφεση και την πτώση της ζήτησης και στον πολιτικό τομέα, με τη μορφή της στρατιωτικής επιθετικότητας. Η χρήση της λέξης κατάρρευσης δεν είναι μια μεταφορά, αλλά μία κλινική περιγραφή του τι συμβαίνει στο δυτικό νου. Η λέξη κατάρρευση εκφράζει ένα πραγματικό και ακριβές παθολογικό φαινόμενο που επενδύει τον ψυχο-κοινωνικό οργανισμό. Αυτό που έχουμε δει κατά την περίοδο μετά τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ύφεσης, κατά τους πρώτους μήνες του νέου αιώνα, είναι ένα ψυχοπαθές φαινόμενο της υπερ-διέγερσης, ένα τρέμουλο, ένας πανικός και τελικά η πτώση σε κατάθλιψη. Τα φαινόμενα της οικονομικής κατάθλιψης περιέχουν πάντοτε στοιχεία κρίσης της ψυχοκοινωνικής ισορροπίας, αλλά όταν επιτέλους η διαδικασία της παραγωγής έχει εμπλέξει τον εγκέφαλο με ένα μαζικό τρόπο, η ψυχοπαθολογία έχει γίνει η κρίσιμη πτυχή των οικονομικών κύκλων.

Ο διαθέσιμος χρόνος προσοχής των εργαζομένων που συμμετέχουν στο κύκλο της πληροφορίας συνεχώς μειώνεται: εμπλέκονται σε έναν αυξανόμενο αριθμό των διανοητικών εργασιών που καταλαμβάνουν κάθε κομμάτι της προσοχής τους. Γι ‘αυτούς δεν υπάρχει πλέον χρόνος να αφιερώσουν για αγάπη, τρυφερότητα, στοργή. Παίρνουν Viagra, γιατί δεν έχουν χρόνο για σεξουαλικά προκαταρκτικά. Παίρνουν κοκαΐνη για να είναι συνεχώς σε εγρήγορση και αντίδραση. Παίρνουν Prozac για να ακυρώσουν τη συνειδητοποίηση του παραλογισμού που απροσδόκητα αδειάζει τη ζωή τους από κάθε ενδιαφέρον. Η κυψελοποίηση έχει επιφέρει ένα είδος μόνιμης κατοχής του χρόνου ζωής. Το αποτέλεσμα είναι μια μετάλλαξη των κοινωνικών σχέσεων σε ψυχοπαθητική κατεύθυνση. Τα σημεία είναι εμφανή: τα εκατομμύρια πακέτα ψυχοφαρμακευτικών προϊόντων που πωλούνται, η επιδημία διαταραχών προσοχής διαχέεται μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, γίνεται κανονική η διάδοση ναρκωτικών όπως το Ritalin στα σχολεία και αυτό που φαίνεται ως εξάπλωση της επιδημίας του πανικού στον ιστό της καθημερινής ζωής.

Η πληροφοριακή σφαίρα και ο κοινωνικός νους

Ο χώρος των μέσων (mediascape) είναι το σύμπαν των πομπών που στέλνουν στον εγκέφαλό μας σήματα σύμφωνα με τις πιο ποικίλες μορφές. Η πληροφοριακή-σφαίρα είναι η διεπαφή μεταξύ του συστήματος των μέσων (media) και του νου, που λαμβάνει τα σήματα, η διανοητική οικοσφαίρα, αυτή η άυλη σφαίρα στην οποία οι σημειωτικές ροές αλληλεπιδρούν με τις κεραίες λήψης των διάσπαρτων μυαλών στον πλανήτη. Ο νους είναι το σύμπαν των δεκτών που δεν περιορίζεται φυσικά στη λήψη, αλλά διαδικασιοποιεί, δημιουργεί και με τη σειρά του θέτει σε κίνηση νέες διαδικασίες της μετάδοσης και προκαλεί τη συνεχή εξέλιξη του χώρου των μέσων (media).

Η εξέλιξη της ενεργοποίησης της πληροφοριακής-σφαίρας όλο και πιο πολύπλοκων δικτύων διανομής πληροφοριών έχει δημιουργήσει ένα άλμα στην δύναμη, την ταχύτητα και την ίδια τη μορφή της πληροφοριακής-σφαίρας. Δεν υπάρχει αντίστοιχο άλμα στην εξουσία και τη μορφή λήψης.

Το σύμπαν των δεκτών, οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι των πραγματικών ανθρώπων φτιαγμένων από σάρκα, εύθραυστα και αισθησιακά όργανα, δεν έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ίδιες προδιαγραφές του συστήματος των ψηφιακών πομπών. Το λειτουργικό παράδειγμα του σύμπαντος των πομπών δεν αντιστοιχεί στο λειτουργικό παράδειγμα του σύμπαντος των δεκτών. Αυτή η ασυμμετρία εκδηλώνεται με διάφορες παθολογικές επιπτώσεις: μόνιμη ηλεκτροπληξία, πανικό, υπερβολική διέγερση, υπερ-κινητικότητα, διαταραχές της προσοχής, δυσλεξία, υπερφόρτωση πληροφοριών και κορεσμό των κυκλωμάτων λήψης.

Στην προέλευση αυτού του κορεσμού, υπάρχει μια πραγματική και σωστή παραμόρφωση των μορφών. Η μορφή του σύμπαντος των πομπών έχει εξελιχθεί, πολλαπλασιάζοντας τις δυνάμεις της, ενώ η μορφή του σύμπαντος των δεκτών δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί με τόσο γρήγορο τρόπο, για τον απλούστατο λόγο ότι βασίζεται σε μία οργανική υποστήριξη (ο ανθρώπινος εγκέφαλος-σώμα) που έχει εξελικτικούς χρόνους εντελώς διαφορετικούς από τους εξελικτικούς χρόνους των μηχανών.

Αυτό που καθορίζεται θα μπορούσε να οριστεί ως μια παραδειγματική απόκλιση, ένα σχίσμα μεταξύ του παραδείγματος που μοντελοποιεί το σύμπαν των πομπών και του παραδείγματος που μοντελοποιεί το σύμπαν των δεκτών. Σε μια κατάσταση όπως αυτή, η επικοινωνία γίνεται μία ασύμμετρη διαταραγμένη διαδικασία. Θα μπορούσαμε να μιλάμε από αυτή την άποψη για μία απόκλιση ανάμεσα στον κυβερνοχώρο σε απεριόριστη και συνεχή επέκταση και στον κυβερνοχρόνο. Ο κυβερνοχώρος είναι ένα δίκτυο που περιλαμβάνει μηχανικά και οργανικά συστατικά των οποίων η επεξεργαστική ισχύς μπορεί να επιταχυνθεί, χωρίς όρια, ενώ ο κυβερνοχρόνος είναι ουσιαστικά μία ζώσα πραγματικότητα, συνδεόμενη σε μια οργανική υποστήριξη (το ανθρώπινο σώμα και τον εγκέφαλο), των οποίων ο χρόνος διαδικασιοποίησης δεν μπορεί να επιταχυνθεί πέρα από τα σχετικά άκαμπτα φυσικά όρια.

Από τη στιγμή που, το 1977, ο Paul Virilio έγραψε το βιβλίο Speed and Politics , υποστήριξε ότι η ταχύτητα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στη νεωτερική ιστορία. Είναι χάρη στην ταχύτητα, ισχυρίζεται ο Virilio, που οι πόλεμοι κερδίζονται, τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι εμπορικοί. Σε πολλά από τα γραπτά του, ο Virilio δείχνει ότι η ταχύτητα των κινήσεων, των μεταφορών, της κίνησης των μηχανών επέτρεψε στρατούς να κερδίσουν πολέμους κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Από τότε, έχει γίνει δυνατή η υποκατάσταση των αντικειμένων, των αγαθών και των ανθρώπων με σημεία. Με τα δυνητικά, ηλεκτρονικά μεταβιβάσιμα φαντάσματα, τα εμπόδια της ταχύτητας έχουν σπάσει και η πιο εντυπωσιακή διαδικασία της επιτάχυνσης που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρώπινη ιστορία έχει εκραγεί. Με μια ορισμένη έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο χώρος δεν υπάρχει πλέον, δεδομένου ότι οι πληροφορίες μπορούν να τον διασχίζουν άμεσα και τα γεγονότα μπορούν να μεταφερθούν σε πραγματικό χρόνο από το ένα μέρος στο άλλο στον πλανήτη, για να γίνουν σχεδόν κοινά γεγονότα. Αλλά ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της επιτάχυνσης στον ανθρώπινο νου, και το ανθρώπινο σώμα; Για να το κατανοήσουμε πρέπει να κάνουμε αναφορά στην ικανότητα της συνειδητής επεξεργασίας, στην ικανότητα για συναισθηματική αφομοίωση των σημείων και των γεγονότων από την πλευρά του συνειδητού και αισθητικού οργανισμού.

Η επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών έχει παραγάγει και παράγει ένα αποτέλεσμα παθολογικού τύπου στον ατομικό ανθρώπινο νου και ακόμα περισσότερο στον συλλογικό νου. Τα άτομα δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν συνειδητά την απέραντη και πάντα αυξανόμενη μάζα της πληροφορίας που εισέρχεται στους υπολογιστές τους, τα κινητά τηλέφωνα τους, τις τηλεοπτικές οθόνες τους, τα ηλεκτρονικά ημερολόγια τους και τα κεφάλια τους. Ωστόσο, φαίνεται απαραίτητο να ακολουθούν, να αναγνωρίζουν, να αξιολογούν, να επεξεργάζονται όλες αυτές τις πληροφορίες, αν θέλετε να είναι αποτελεσματικοί, ανταγωνιστικοί, νικηφόροι. Η πρακτική της πολυ-εργασίας [multitasking], το άνοιγμα ενός παραθύρου υπερκείμενης προσοχής, το πέρασμα από το ένα πλαίσιο στο άλλο για την πολύπλοκη αξιολόγηση των διαδικασιών, τείνει να παραμορφώνει τη διαδοχική τροπικότητα της ψυχικής επεξεργασίας. Σύμφωνα με τον Christian Marazzi, ο οποίος έχει ασχοληθεί σε διάφορα βιβλία με τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών, τη γλώσσα και τη συναισθηματικότητα, η τελευταία γενιά των οικονομικών χειριστών επηρεάζεται από μια πραγματική και κατάλληλη μορφή δυσλεξίας, ανίκανοι να διαβάσουν μια σελίδα από την αρχή ως το τέλος σύμφωνα με τις διαδικασίες διαδοχής, ανίκανοι να διατηρήσουν συγκεντρωμένη την προσοχή για το ίδιο αντικείμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και η δυσλεξία εξαπλώνεται σε γνωστικές και κοινωνικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να καταστεί η επιδίωξη των γραμμικών στρατηγικών σχεδόν αδύνατη.

Μερικοί, όπως οι Davenport και Beck, μιλούν για μια οικονομία της προσοχής. Αλλά όταν μια γνωστική ικανότητα εισέρχεται και γίνεται μέρος του οικονομικού λόγου αυτό σημαίνει ότι έχει γίνει ένας σπάνιος πόρος. Ο αναγκαίος χρόνος για την απόδοση προσοχής στις ροές της πληροφορίας στις οποίες είμαστε εκτεθειμένοι και οι οποίες πρέπει να αξιολογούνται, προκειμένου να είναι σε θέση να λαμβάνουμε αποφάσεις απουσιάζει. Το αποτέλεσμα είναι μπροστά στα μάτια μας: οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις δεν ανταποκρίνονται σε ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό ορθολογισμό και απλά ακολουθούν τα άμεσα συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, είμαστε πάντα λιγότερο διαθέσιμοι να δώσουμε την προσοχή μας προς τους άλλους αδικαιολόγητα.

Δεν έχουμε πλέον το χρόνο προσοχής για αγάπη, τρυφερότητα, τη φύση, την ευχαρίστηση και τη συμπόνια. Η προσοχή μας είναι ακόμη πιο πολιορκημένη και επομένως την έχουμε αναθέσει μόνο στην καριέρα μας, στον ανταγωνισμό και στις οικονομικές αποφάσεις. Και σε κάθε περίπτωση η προσωρινότητα (temporality) μας δεν μπορεί να ακολουθήσει την τρελή ταχύτητα της υπεροπολύπλοκης ψηφιακής μηχανής. Τα ανθρώπινα όντα έχουν την τάση να γίνουν οι αδίστακτοι εκτελεστές των αποφάσεων που λαμβάνονται χωρίς προσοχή.

Το σύμπαν των πομπών, ή του κυβερνοχώρου, τώρα προχωρά με υπεράνθρωπη ταχύτητα και γίνεται αμετάφραστο για το σύμπαν των δεκτών, ή ο κυβερνοχρόνος, δεν μπορεί να πάει πιο γρήγορα από ό, τι επιτρέπεται από το φυσικό υλικό από το οποίο ο εγκέφαλός μας φτιάχνεται, την βραδύτητα του σώματός μας, την ανάγκη για χάδια και αγάπη. Έτσι, ανοίγει ένα παθολογικό χάσμα και η ψυχική ασθένεια εξαπλώνεται, όπως μαρτυρούν τα στατιστικά στοιχεία και πάνω απ όλα η καθημερινή εμπειρία μας. Και όπως ακριβώς διαχέεται η παθολογία, το ίδιο ισχύει για τα ναρκωτικά. Η ανθηρή βιομηχανία των ψυχοφαρμάκων χτυπά ρεκόρ κάθε χρόνο, ο αριθμός των πακέτων του Ritalin, του Prozac, του Zoloft και άλλων ψυχοτρόπων που πωλούνται στα φαρμακεία υνεχώς αυξάνει, ενώ η διάσπαση (dissociation), η ταλαιπωρία, η απελπισία, ο τρόμος, η επιθυμία να μην υπάρχω, να μην πρέπει να αγωνίζομαι συνέχεια, να εξαφανιστώ μεγαλώνει μαζί με τη θέληση να σκοτώσει και να σκοτώσω τον εαυτό του.

Όταν, προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, επιβλήθηκε η επιτάχυνση των παραγωγικών και επικοινωνιακών ρυθμών στα δυτικά μητροπολιτικά κέντρα, μια γιγαντιαία επιδημία του εθισμού στα ναρκωτικά έκανε την εμφάνισή της. Ο κόσμος έφευγε από την ανθρώπινη εποχή του για να εισέλθει στην εποχή της μηχανικής μετανθρώπινης επιτάχυνσης: πολλοί ευαίσθητοι οργανισμοί της ανθρώπινης ποικιλίας άρχισαν να ρουφάν κοκαΐνη, μια ουσία που επιτρέπει την επιτάχυνση του υπαρξιακού ρυθμού, οδηγώντας στο μετασχηματισμό του εαυτού σε μια μηχανή. Πολλοί άλλοι ευαίσθητοι οργανισμοί του ανθρώπινου είδους έκαναν ηρωίνη στις φλέβες τους, μια ουσία που απενεργοποιεί τη σχέση με την ταχύτητα της περιβάλλουσας ατμόσφαιρας. Η επιδημία των σκονών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του 1980 παρήγαγε μια υπαρξιακή και πολιτιστική καταστροφή με την οποία ακόμα δεν έχουμε συμφιλιωθεί. Στη συνέχεια, τα παράνομα ναρκωτικά, αντικαταστάθηκαν από αυτές τις νόμιμες ουσίες που η φαρμακευτική βιομηχανία διέθετε στη λευκή ποδιά (white coat) για τα θύματα της και αυτή ήταν η εποχή των αντικαταθλιπτικών, των ευφορικών και των ρυθμιστών της διάθεσης.

Σήμερα η ψυχοπάθεια αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά ως κοινωνική επιδημία και, πιο συγκεκριμένα, μια κοινωνικο-επικοινωνιακή επιδημία. Αν θέλετε να επιβιώσετε θα πρέπει να είστε ανταγωνιστικοί και, αν θέλετε να είστε ανταγωνιστικοί πρέπει να είστε συνδεδεμένοι, να λαμβάνετε και να επεξεργάζεστε συνεχώς μια τεράστια και αυξανόμενη μάζα δεδομένων. Αυτό προκαλεί ένα σταθερό άγχος προσοχής, μία μείωση του διαθέσιμου χρόνου για συναισθηματικότητα. Αυτές οι δύο τάσεις, άρρηκτα συνδεδεμένες προκαλούν μία επίδραση καταστροφής στην ατομική ψυχή: κατάθλιψη, πανικό, άγχος, αίσθημα της μοναξιάς και υπαρξιακή δυστυχία. Αλλά αυτά τα ατομικά συμπτώματα δεν μπορούν να απομονωθούν επ ‘αόριστον, όπως έχει κάνει μέχρι τώρα η ψυχοπαθολογία και όπως η οικονομική εξουσία επιθυμεί να κάνει. Δεν είναι δυνατόν να πει: “Είσαι εξαντλημένος, πήγαινε και κάνε διακοπές στο Club Med, πάρε ένα χάπι, κάνε μια θεραπεία, φύγε στο διάολο, ανάρρωσε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, σκότωσε τον εαυτό σου.” Δεν είναι πλέον δυνατόν, για τον απλό λόγο ότι δεν είναι πλέον θέμα μια μικρής μειοψηφίας τρελών ή ενός μικρού μέρους καταθλιπτικών ατόμων. Αφορά μια αυξανόμενη μάζα υπαρξιακής δυστυχίας που τείνει πάντα περισσότερο να εκραγεί στο κέντρο του κοινωνικού συστήματος. Εκτός αυτού, είναι αναγκαίο να εξεταστεί ένα αποφασιστικό γεγονός: κατά το χρόνο που το κεφάλαιο απαιτούσε να απορροφήσει τη φυσική ενέργεια από τους εκμεταλλευόμενους και από τους σκλάβους του, η ψυχοπαθολογία θα μπορούσε να είναι σχετικά στο περιθώριο. Ο ψυχικός πόνος σας δεν απασχολούσε πολύ το κεφάλαιο, όταν έπρεπε απλά να εισάγετε τις βίδες και να χειρίζεστε έναν τόρνο. Θα μπορούσατε να είστε τόσο λυπημένοι όσο μία μοναχική μύγα σε ένα μπουκάλι, αλλά η παραγωγικότητά σας επηρεαζόταν ελάχιστα, επειδή οι μύες σας θα μπορούσαν να εξακολουθούν να λειτουργούν. Σήμερα το κεφάλαιο χρειάζεται διανοητικές ενέργειες, ψυχικές ενέργειες. Και αυτές είναι ακριβώς οι ικανότητες που μπορούν να γαμηθούν. Είναι εξαιτίας αυτού που η ψυχοπαθολογία εκρήγνυται στο κέντρο της κοινωνικής σκηνής. Η οικονομική κρίση εξαρτάται ως επί το πλείστον από την κυκλοφορία της θλίψης, της κατάθλιψης, του πανικού και την έλλειψη κινήτρων. Η κρίση της νέας οικονομίας προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των κινήτρων, από την πτώση της τεχνητής ευφορία της δεκαετίας του 1990. Αυτό έχει οδηγήσει στα αποτελέσματα της αποεπένδυσης και εν μέρει ακόμη και σε μείωση της κατανάλωσης. Σε γενικές γραμμές, η δυστυχία λειτουργεί ως ερέθισμα για να καταναλώνουν: η αγορά είναι η αναστολή του άγχους, ένα αντίδοτο στη μοναξιά, αλλά μόνο μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Πέρα από αυτό το συγκεκριμένο σημείο, το να υποφέρεις γίνεται ένα αντικίνητρο για την αγορά. Υπάρχει επομένως μια επεξεργασία των αντιφατικών στρατηγικών.

Οι κυρίαρχοι του κόσμου σίγουρα δεν θέλουν η ανθρωπότητα να είναι σε θέση να είναι ευτυχισμένη, γιατί μια ευτυχισμένη ανθρωπότητα δεν θα αφεθεί μόνη της να εμπλακεί στην παραγωγικότητα, στην πειθαρχία μέσω της εργασίας ή στις υπεραγορές. Εντούτοις, δοκιμάζουν χρήσιμες τεχνικές για να κάνουν τη δυστυχία μέτρια και ανεκτή, για την αναβολή ή την αποτροπή της έκρηξης αυτοκτονίας, για την παρακίνηση της κατανάλωσης.

Ποιες στρατηγικές ο συλλογικός οργανισμός θα ακολουθήσει για να ξεφύγει αυτό το ύφασμα της δυστυχίας; Είναι μια στρατηγική της επιβράδυνσης, της μείωσης της πολυπλοκότητας πιθανή και ικανή να υποτεθεί; Εγώ δεν το πιστεύω. Στην ανθρώπινη κοινωνία, οι δυνατότητες δεν μπορούν να ακυρωθούν οριστικά, ακόμη και όταν αποκαλύπτονται ότι είναι θανατηφόρες για το άτομο και ίσως ακόμα για το είδος. Αυτές οι δυνατότητες γίνονται ρυθμίσιμες και διατηρούνται υπό έλεγχο για όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά στο τέλος αναπόφευκτα χρησιμοποιούνται όπως συνέβη (και θα συμβεί ξανά) με την ατομική βόμβα. Μια στρατηγική της αναβάθμισης του ανθρώπινου οργανισμού είναι δυνατή – της μηχανικής προσαρμογής του ανθρώπινου σώματος και του εγκεφάλου σε μια υπερταχύτατη πληροφοριακή σφαίρα. Αυτή είναι η στρατηγική που χρησιμοποιείται για να καθορίσει τη θέση του μετα-ανθρώπου. Τέλος μια στρατηγική της αφαίρεσης είναι δυνατή, της αποστασιοποίησης από τη δίνη, αλλά αυτό είναι το είδος στρατηγικής που μόνο μικρές κοινότητες μπορούν να ακολουθήσουν, συντάσσοντας σφαίρες υπαρξιακής, οικονομικής, πληροφορικής αυτονομίας σε σχέση με τον οικονομικό κόσμο.

Πανικός πόλεμος και σημειο-κεφάλαιο

Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται επαναδιαμορφωμένη στο σκοτεινό φως του παγκόσμιου πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβουμε ξανά την αλλαγή που λαμβάνει χώρα στην κοινωνική, οικονομική και ανθρωπολογική μορφή της παγκοσμιοποίησης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων, ο παγκόσμιος έλεγχος ήταν η γενική τεχνο-ουτοπία της καπιταλιστικής κοινωνίας και του νεωτερικού πολιτισμού. Τώρα, η εποχή του παγκόσμιου ελέγχου έληξε. Είμαστε ολοκληρωτικά εκτός αυτού του πλαισίου σήμερα. Το νέο πλαίσιο διακυβέρνησης του καπιταλισμού είναι ο παγκόσμιος πανικός. Αν θέλουμε να καταλάβουμε αυτό τον πανικό σημαίνει ότι πρέπει να μιλήσουμε για την οικονομία προσοχής και για την “ψηφιακή εργασία”. Εκεί βρίσκεται η πηγή του σύγχρονου πανικού: στην οργάνωση του χρόνου στην ψηφιακή σφαίρα, στη σχέση μεταξύ κυβερνοχώρου και κυβερνοχρόνου.

Τι είναι ο πανικός; Μας λένε ότι οι ψυχίατροι έχουν ανακαλύψει πρόσφατα και κατονομάσει ένα νέο είδος διαταραχής – το αποκαλούν σύνδρομο πανικού. Φαίνεται ότι είναι κάτι αρκετά πρόσφατο στην ψυχολογική αυτό-αντίληψη των ανθρώπινων όντων. Αλλά τι σημαίνει πανικός;

Κάποτε, ο πανικός συνηθιζόταν να είναι μια ωραία λέξη και αυτή είναι η έννοια με την οποία ο Αμερικανο-Ελβετός ψυχαναλυτής James Hillman τη θυμάται στο βιβλίο του για τον Πάνα. Ο Πάνας συνηθιζόταν να είναι ο θεός της φύσης, ο θεός της ολότητας. Στην ελληνική μυθολογία, ο Πάνας ήταν το σύμβολο της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.

Η φύση είναι η συντριπτική ροή της πραγματικότητας, των πραγμάτων και της πληροφορίας που μας περιβάλλουν. Η νεωτερική κουλτούρα βασίζεται στην ιδέα της ανθρώπινης κυριαρχίας, της εξημέρωσης της φύσης. Έτσι το αρχικό συναίσθημα πανικού, που ήταν κάτι καλό για τον αρχαίο κόσμο, γίνεται ολοένα και περισσότερο τρομακτικό και καταστρεπτικό. Σήμερα, ο πανικός έχει γίνει μια μορφή ψυχοπαθολογίας. Μπορούμε να μιλήσουμε για τον πανικό όταν βλέπουμε έναν συνειδητό οργανισμό (ατομικό ή κοινωνικό) που συντρίβεται από την ταχύτητα των διαδικασιών με τις οποίες αυτός/αυτή ασχολείται, και δεν έχει χρόνο να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που εισάγονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο οργανισμός, ξαφνικά, δεν είναι πλέον σε θέση να επεξεργαστεί την καθαρή ποσότητα της πληροφορίας που έρχεται στο γνωστικό πεδίο του ή ακόμα και αυτή που παράγεται από τον ίδιο τον οργανισμό.

Οι τεχνολογικές μεταμορφώσεις έχουν εκτοπίσει το επίκεντρο από τη σφαίρα της παραγωγής των υλικών αγαθών προς τη σφαίρα των σημειωτικών αγαθών: την πληροφοριακή- σφαίρα. Με αυτό, το σημειολογικό κεφάλαιο γίνεται η γενική μορφή της οικονομίας. Η επιταχυνόμενη δημιουργία υπεραξίας εξαρτάται από την επιτάχυνση της πληροφοριακής-σφαίρας. Η ψηφιοποίηση της πληροφοριακής-σφαίρας ανοίγει το δρόμο σε αυτό το είδος της επιτάχυνσης. Σημεία παράγονται και κυκλοφορούν σε μια αυξανόμενη ταχύτητα αλλά το ανθρώπινο τερματικό του συστήματος (το ενσωματωμένο μυαλό), τοποθετείται κάτω από αυξανόμενη πίεση, και τελικά ραγίζει. Νομίζω ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει να κάνει με αυτή την ανισορροπία στο πεδίο της σημειολογικής-παραγωγής και στο πεδίο της σημειολογικής-ζήτησης. Αυτή η ανισορροπία στη σχέση μεταξύ της προσφοράς των σημειωτικών αγαθών και του κοινωνικά διαθέσιμου χρόνου προσοχής είναι ο πυρήνας της οικονομικής κρίσης καθώς και ο πυρήνας της διανοητικής και της πολιτικής κρίσης που τώρα ζούμε μέσα της

Μπορούμε να περιγράψουμε αυτή την κατάσταση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ κυβερνοχώρου και κυβερνοχρόνου. Ο κυβερνοχώρος είναι η άπειρη παραγωγικότητα της συλλογικής νοημοσύνης σε μία δικτυωμένη διάσταση. Η δραστικότητα της Γενικής Διάνοιας (General Intellect) είναι πάρα πολύ βελτιωμένη όταν ένας τεράστιος αριθμός σημείων εισάγεται σε συνδέσεις μεταξύ τους χάρη στο τηλεματικό δίκτυο. Κατά συνέπεια, η πληροφοριακή-παραγωγή είναι σε θέση να δημιουργήσει μία άπειρη προσφορά διανοητικών και πνευματικών αγαθών. Αλλά ενώ ο κυβερνοχώρος είναι εννοιολογικά άπειρος, ο κυβερνοχρόνος δεν είναι άπειρος καθόλου. Καλώ κυβερνοχρόνο την ικανότητα του συνειδητού οργανισμού να επεξεργάζεται πραγματικά (κυβερνο-χωρικά) την πληροφορία. Αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να επεκταθεί επ’ άπειρον, επειδή έχει όρια που είναι σωματικά, συναισθηματικά, και συγκινησιακά. Η αντίφαση μεταξύ της άπειρης επέκτασης του κυβερνοχώρου και της περιορισμένης ικανότητας της επεξεργασίας του κυβερνοχρόνου είναι η πηγή του σύγχρονου χάους.

Οι Ντελέζ και Γκουαταρί μιλούν για το χάος στο “Τι είναι φιλοσοφία;”. Λένε ότι το το χάος εμφανίζεται όταν ο κόσμος πηγαίνει πάρα πολύ γρήγορα για τον εγκέφαλό σας. Αυτό είναι το χάος.

Θα μπορούσαμε να ανακαλέσουμε ότι ο Καρλ Μαρξ είχε κάποτε εκφράσει την έννοια της κρίσης υπερπαραγωγής. Έχετε μια κρίση υπερπαραγωγής, όταν οι μηχανές και η εργασία των εργαζομένων παράγουν μία ποσότητα εμπορευμάτων, που η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του βιομηχανικού συστήματος, η κρίση υπερπαραγωγής ήταν περιοδική και ο καπιταλισμός ωθήθηκε να καταστρέψει τα εμπορεύματα, να καταστρέψει την παραγωγική ικανότητα, καθώς επίσης να καταστρέψει ανθρώπινες ζωές, προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το είδος των οικονομικών κρίσεων.

Τι πρόκειται να συμβεί τώρα; Θα πρέπει να δούμε μια σχέση μεταξύ αυτής τη μεγάλης ανισορροπίας και του πόλεμου που μαίνεται και επισκιάζει τον ορίζοντα του κόσμου; Ας πάμε πίσω στην έννοια του πανικού.

Το σημειολογικό- κεφάλαιο είναι σε μια κρίση υπερπαραγωγής, αλλά η μορφή αυτής της κρίσης δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και ψυχοπαθολογική. Το σημειολογικό-κεφάλαιο, στην πραγματικότητα, δεν είναι η παραγωγή υλικών αγαθών, αλλά η παραγωγή ψυχικής διέγερσης. Το διανοητικό περιβάλλον είναι κορεσμένο από σημεία που δημιουργούν ένα είδος συνεχούς διέγερσης, μια μόνιμη ηλεκτροπληξία, η οποία οδηγεί τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό νου σε μια κατάσταση κατάρρευσης.

Το πρόβλημα του πανικού γενικά συνδέεται με τη διαχείριση του χρόνου. Αλλά μπορούμε να δούμε επίσης και μία χωρική πλευρά στον πανικό. Κατά τη διάρκεια των περασμένων αιώνων, η οικοδόμηση του σύγχρονου αστεακού περιβάλλοντος συνήθως εξαρτιόταν από το ορθολογικό σχέδιο της πολιτικής πόλης. Η οικονομική δικτατορία των τελευταίων δεκαετιών έχει επιταχύνει την αστεακή επέκταση. Η αλληλεπίδραση μεταξύ κυβερνο-χωρικής εξάπλωσης και αστεακού φυσικού περιβάλλοντος έχει καταστρέψει την ορθολογική οργάνωση του χώρου.

Στη διασταύρωση της πληροφορίας και του αστεακού χώρου βλέπουμε τον πολλαπλασιασμό μιας χαοτικής εξάπλωσης χωρίς κανόνα, κανένα σχέδιο, που υπαγορεύεται από την αποκλειστική λογική του οικονομικού συμφέροντος. Ο αστεακός πανικός προκαλείται από την αντίληψη αυτής της εξάπλωσης και αυτού του πολλαπλασιασμού της μητροπολιτικής εμπειρίας· τον πολλαπλασιασμό των χωρικών γραμμών της φυγής. Η μητρόπολη είναι μια επιφάνεια της πολυπλοκότητας στην εδαφική περιοχή. Ο κοινωνικός οργανισμός δεν είναι ικανός να επεξεργαστεί τη συντριπτικά σύνθετη εμπειρία του μητροπολιτικού χάους. Ο πολλαπλασιασμός των γραμμών επικοινωνίας έχει δημιουργήσει ένα νέο είδος χαοτικής αντίληψης.

Στην βιβλίο τους Attention Economy , οι Davenport και Bleick λένε ότι το κεντρικό πρόβλημα του γνωστικού εργαζόμενου και γενικά των ανθρώπων που ζουν σε υπερ-κορεσμένα πληροφοριακά περιβάλλοντα, είναι το εξής: δεν έχουμε περισσότερο χρόνο για προσοχή, δεν είμαστε πλέον σε θέση να κατανοήσουμε και να επεξεργαστούμε την πληροφοριακή εισροή επειδή ο χρόνος μας είναι κορεσμένος από μια ροή υπερ-πληροφόρησης. Δεν έχουμε χρόνο για προσοχή στο χώρο εργασίας. Αναγκαζόμαστε να επεξεργαζόμαστε πολύ μεγάλο όγκο πληροφορίας και το σώμα-νου μας καταβάλλεται από αυτή. Και επιπλέον, δεν έχουμε χρόνο για στοργή, για επικοινωνία, για ερωτικές σχέσεις. Δεν έχουμε πλέον χρόνο για αυτό το χωρικό είδος της προσοχής που σημαίνει προσοχή στο σώμα – στο σώμα μας, στο σώμα του άλλου. Έτσι, όλο και περισσότερο, αισθανόμαστε ότι έχει τελειώσει ο χρόνος· ότι πρέπει να επιταχύνουμε. Και αισθανόμαστε ταυτόχρονα ότι αυτή η επιτάχυνση οδηγεί σε απώλεια της ζωής, της απόλαυσης και της κατανόησης.

Αυτή η κατάρρευση στη σχέση ανάμεσα στον κυβερνοχώρο και τον κυβερνοχρόνο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως το ειδικό χαρακτηριστικό της σημερινής πολιτικής κατάστασης. Ο κόσμος σπεύδει σε ένα παγκόσμιο πόλεμο των οποίων οι λόγοι δεν είναι σαφείς, των οποίων τα όρια δεν είναι γνωστά. Κάποιοι μιλάνε για ένα μακροχρόνιο πόλεμο, ενδεχομένως έναν ατελείωτο πόλεμο. Ανοησίες; Ναι, ανοησίες. Αλλά αυτός ο ανόητος πόλεμος είναι το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα του συνδρόμου πανικού.

Ο Κόλιν Πάουελ, μερικές ημέρες μετά την 9/11, μίλησε για τις φήμες ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν λάβει κάποιες πληροφορίες σχετικά με τους βομβαρδισμούς και τις πειρατείες των αεροπλάνων πριν την 11η Σεπτεμβρίου. “Ναι, είναι αλήθεια”, είπε, “Ναι, είναι αλήθεια, έχουμε λάβει πληροφορίες για κάτι τέτοιο, έχουμε λάβει πληροφορίες για βομβιστικές επιθέσεις και ούτω καθεξής. Αλλά εμείς πάντα λαμβάνουμε πολλές πληροφορίες που δεν είμαστε σε θέση να επεξεργαζόμαστε ή ακόμα και να δούμε. Εμείς είχαμε πάρα πολλές από αυτές, αυτό είναι το πρόβλημα. Έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες.”

Αυτή ακριβώς είναι η επίδραση του πληροφοριακού-κορεσμού, η οποία είναι η συνέπεια της απεριόριστης επέκτασης του κυβερνοχώρου. Από τη μία πλευρά, ο πόλεμος είναι ένας τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο ασχολείται με τα οικονομικά προβλήματα της υπερπαραγωγής, των επενδύσεων σε όπλα και εργαλεία για την ασφάλεια, την ασφάλεια και την ασφάλεια. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος γίνεται αναπόφευκτος από τη διανοητική σύγχυση της άρχουσας τάξης. Δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, επειδή η πραγματικότητα έχει γίνει πάρα πολύ περίπλοκη και πολύ επιθετική. Έτσι αντιδρούν με ένα στοιχειώδη τρόπο. Η άρχουσα τάξη του κόσμου είναι συγκλονισμένη από την ίδια την πολυπλοκότητα του κόσμου που έχει χτίσει για τον εαυτό της.

Splatterkapitalismus. Το εγκληματικό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο θρύλος λέει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο νεαρός Romano Alquati περιπλανήθηκε με ένα φανταχτερό σκούτερ κατά μήκος των δρόμων του Piedmont – καθαρός αέρας, ήρεμος ορίζοντας και χιονισμένο βουνό – που περιβάλλει την Ivrea και την Olivetti [εταιρεία]. “Η εργατική δύναμη και η ταξική σύνθεση της Olivetti στην Ivrea” γράφτηκε εκεί. Κατά τη γνώμη μου αυτό το δοκίμιο είχε τη μεγαλύτερη επίδραση για την κατανόηση του ύστερου βιομηχανικού καπιταλισμού και τη νέα εργατική τάξη, που ήταν έτοιμη να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, την κοινωνία, την πολιτική και την κουλτούρα.

Στο ζοφερό ορίζοντα μίας υπαίθρου σε αποσύνθεση, μέσα στη δηλητηριώδη δυσωδία των σκουπιδότοπων, οδηγώντας ένα σκούτερ, είναι ο Roberto Saviano, κυριαρχούμενος από την ένταση και τον πόνο στην αντηλιά που ατένισα στο οπισθόφυλλο του πρώτου βιβλίου του Κaμμόρα (Gommora) (2006). To Κaμμόρα (Gomorra) είναι το πρώτο βιβλίο που αφηγείται χωρίς ιδεολογική καθησυχαστική μυθοπλασία, την κοινωνική και πολιτισμική σύνθεση του σύγχρονου παγκόσμιου κεφαλαίου. To Σκούτερ του Saviano οδηγείται κατά μήκος των τεχνητών λόφων των σκουπιδότοπων και μέσω των στενών δρόμων της Secondigliano, από όπου είδε τα μεγάλα πλήθη των σκλάβων να σπάνε τις πλάτες τους πάνω από τα αμέτρητα λαθραία εργαστήρια παραγωγής, του πανταχού παρόντος εμπορεύματος που πνίγει τον πλανήτη.

Οι λίγοι άνθρωποι που αναφέρουν αυτό το βιβλίο, λένε ότι είναι ή μυθιστόρημα ή ρεπορτάζ. Κατά την άποψή μου, είναι και τα δύο, και κάτι περισσότερο: προσπαθεί να παρουσιάσει μια συστηματική ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού, της πραγματικής φύσης του, και των παγκόσμιων, των αποεδαφικοποιημένων και δικτυακών λειτουργιών του. Είναι μια προσπάθεια να αναλυθεί συστηματικά ένα φαινόμενο που δεν είναι τίποτα άλλο από συστηματικό, μια ανάλυση ενός συστήματος που πλέον δεν ακολουθεί κανόνες, και βασίζει την αποτελεσματικότητά και την παραγωγικότητα του σε αυτή την τέλεια απορρύθμιση.

Ένα τέτοιο έργο πρέπει να γίνει σε πολλούς άλλους παρόμοιους τομείς. Η περιφέρειας της Καμπανίας, πρέπει να θεωρηθεί ως το ολόγραμμα ενός πλανήτη, που η καπιταλιστική απορρύθμιση έχει παραδώσει στον έλεγχο των εγκληματικών οργανώσεων, όπως στο Μεξικό – όπου η μαφία των ναρκωτικών χρησιμοποιεί τεχνικές που μοιάζουν με της Αλ Κάιντα – ή στην Κολομβία, στο Πακιστάν, στον κόλπο της Βεγγάλης, στα Βαλκάνια, ή στη Ρωσία – όπου το PCUS, χωρίς να αλλάζει τις ιεραρχικές του δομές, έχει μετατραπεί σε ένα δίκτυο μαφίας που υπογράφει συμβάσεις αξίας δισεκατομμυρίων με τα δουλοπρεπή κεφάλια των ευρωπαϊκών εθνών, και όπου οι δολοφόνοι της KGB εξοντώνουν εξαλείφουν επιδρομείς σαν τον Yodorkhovski για να μοιραστούν τα λάφυρα των εκβιασμών με τους καλά εκπαιδευμένους διαχειριστές της ENI και της ENEL.  Ξεχάστε το Provenzano , ξεχάστε το Riina: οι Πούτιν και Μπερλουσκόνι-Πρόντι δεν χρειάζεται να στραγγαλίσουν τους ανθρώπους με τα χέρια τους· κάποιος μπορεί να το κάνει γι ‘αυτούς πριν οι πρόεδροι υπογράψουν από κοινού τη σύμβαση.

Ο Saviano περιγράφει την παραδειγματική λειτουργία του μετα-αστικού καπιταλισμού και χρησιμοποιεί αυτό το μοντέλο ανάλυσης για να ερευνήσει μια συγκεκριμένη κατάσταση που συνδέεται με χιλιάδες θέματα σε χιλιάδες παρόμοιες καταστάσεις. Ο χειρότερος τρόπος για να διαβάσετε αυτό το βιβλίο είναι βλέποντας το ως το τελευταίο Ναπολιτάνικο σκίτσο, την περιγραφή των οπισθοδρομικών και περιθωριακών εδαφών, ως ένα παράδειγμα για το υπόλοιπο της εγκληματικότητας. Οι ιταλοί πολιτικοί συνήθως μιλούν για το Νότο ως υποσάρκωμα, αλλά αυτό είναι ένα ψέμα. Ένα υποσάρκωμα είναι κάτι που βγαίνει από ένα υγιές σώμα· εδώ δεν υπάρχει υγιές σώμα. Το σύστημα που περιγράφεται από τον Saviano είναι το σώμα, όπως φαίνεται από την υπόθεση Tronchetti-Provera, το τελευταίο από το είδος των γενναίων καπετάνιων στους οποίους η κεντροαριστερή κυβέρνηση δώρησε τη δημόσια εταιρεία Telecom, έτσι ώστε αυτοί οι άλλοι γενναίοι καπετάνιοι θα μπορούσαν να την κουρέψουν και στη συνέχεια να την πουλήσουν στον καλύτερο αγοραστή, σαν να ήταν δική τους, ενώ είναι δική μας. Δηλαδή τα δικά μας δικά τους. Αυτός είναι ο μετα-αστικός απορρυθμισμένος καπιταλισμός, όπου οι δολοφόνοι δεν είναι μόνο ένα υποσάρκωμα αλλά ολόκληρο το σώμα.

Ο Saviano μας δείχνει ότι στην Καμπανία, η προηγμένη μορφή του κύκλου της παραγωγής του παγκόσμιου καπιταλισμού εκδηλώνεται ως μια τάση προς τα εκεί, που η όλη διαδικασία παραγωγής είναι σε εξέλιξη. Οι θεσμικοί bonzes του ιταλικού κράτους υποσχέθηκαν να λάβουν δράση κατά της εγκληματικότητας μέσα από την οικονομική ανάπτυξη του Νότου, αλλά η εγκληματικότητα είναι η οικονομική ανάπτυξη, γιατί η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι πλέον τίποτα άλλο από την εγκληματικότητα.

Η Επιχείρηση

Η αποδοτικότητα είναι το καθοριστικό χαρακτηριστικό όλων των επιχειρηματικών πράξεων, είτε πρόκειται για τη διανομή εμπορευμάτων μέσω των εκατοντάδων παραταγμένων βαρέων φορτηγών οχημάτων ή την τήξη δύο πτωμάτων με οξύ.

Εμείς διατάξαμε την αγορά εκατό λίτρων υδροχλωρικού οξέος, χρειαζόμασταν μεταλλικά δοχεία διακοσίων λίτρων, που χρησιμοποιούνται κανονικά για τη διατήρηση της βενζίνης και είναι ανοιχτά στην κορυφή. Σύμφωνα με την εμπειρία μας κάθε δοχείο για να γεμίσει χρειαζόταν πενήντα λίτρα οξύ και όπως σχεδιάσαμε να καταστείλουμε δύο άτομα, είχαμε δύο βαρέλια έτοιμα (2006:63).

Πολλά ζητήματα της αποδοτικότητας αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο: μόνο η αποδοτικότητα αποφασίζει για την οικονομική επιτυχία της επιχείρησης.

Το σύνθημα είναι laissez fair, laissez-passer. Η θεωρία είναι ότι η αγορά ρυθμίζεται η ίδια. Έτσι σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα οποιοσδήποτε θελήσει να στήσει ένα μικρό εμπόριο με τους φίλους, οποιοσδήποτε θέλει να αγοράσει για δεκαπέντε και να πουλήσει για εκατό για να παρέχει διακοπές, ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ή εξοφλήσεις υποθηκών, προσελκύονται στο Secondigliano. Η απόλυτη απελευθέρωση του εμπορίου των ναρκωτικών οδηγεί σε μια τεράστια πτώση της τιμής (2006: 78).

Παρά την επίφαση της χαοτικής περιπλάνησης μέσα από τους δαιδαλώδεις στενούς δρόμους και τα χωριά, τις αποθήκες και τις έρημες παραλίες, το βιβλίο αναπλάθει μερικούς από τους κύκλους τους εμπορεύματος στους οποίους βασίζεται το σύστημα

Η λέξη “Κaμμόρα” δεν υπάρχει· είναι αστυνομική λέξη που χρησιμοποιείται από τους δικαστές και τους δημοσιογράφους. Κάνει τις θυγατρικές να χαμογελούν, είναι ένας όρος των ειδικών, εξορισμένη στην ιστορία. Η λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα μέλη των φατριών (clan) είναι Σύστημα: ανήκουν στο σύστημα του Secondigliano. Είναι ένας εύγλωττος όρος, που αναφέρεται σε ένα μηχανισμό και όχι μια δομή. Η οργανωμένη εγκληματικότητα συμπίπτει άμεσα με την οικονομία, η διαλεκτική του εμπορίου είναι η ραχοκοκαλιά της φατρίας (2006: 48)

Ένας μηχανισμός και όχι μια δομή, μια συσκευή, μία μηχανική αλληλουχία ικανή να παράγει κέρδη. Τα εξαρτήματα της συσκευής μπορούν να αλλάξουν χωρίς να αλλάξουν τη λειτουργία της. Ο αφηρημένος χαρακτήρας του καπιταλισμού, της εργασίας και της επιχείρησης, είναι ένα μάθημα που έμαθαν οι εγκληματίες και τώρα βρίσκεται στο επίκεντρο του επιχειρηματικού συστήματος. Εκκαθαρίζοντας το από κάθε προσωποποιημένη ή οικογενειακή ορθότητα, χρησιμοποιεί τους ανθρώπους και τις οικογένειες για να εξυπηρετήσει έναν υψηλότερο σκοπό: τη συσσώρευση, τη μεγέθυνση και την ανάπτυξη.

Οι κύκλοι του εμπορεύματος

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στην ιστορία του πλήθους του κόσμου των παράνομων εργαζομένων που συνδέουν τη σχεδιασμένη εργασία των ραφτών και της κληρονομιάς της τοπικής λαϊκής παράδοσης τους με την εκτελεστική εργασία των χιλιάδων εργαζόμενων διάσπαρτων σε όλο τον κόσμο, ο συγγραφέας ανασυνθέτει τον κύκλο του εμπορεύματος της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας, της μόδας και της δημιουργίας. Ο κύκλος είναι ένας από τα αληθινά ψεύδη, ή μάλλον τις ψευδείς αλήθειες, που συνδέεται σε ένα δίκτυο εμπορίου ανάλογο με εκείνο οποιασδήποτε άλλης αλυσίδας, αν και χτίστηκε πάνω στη φυσική απομάκρυνση των ανταγωνιστών. Κανείς δεν θα σας ρωτήσει ποτέ πόσους ανθρώπους έχετε στραγγαλίσει αν είστε ο διευθυντής ενός εμπορικού κέντρου που παράγει κέρδη. Και αν από μία ατυχή πιθανότητα ένας δικαστής σας ζητήσει να αντιπροσωπεύσετε μια δωδεκάδα των πτωμάτων, δεν υπάρχει πρόβλημα, η επιχείρηση δεν θα σταματήσει λόγω αυτού. Το αφεντικό θα μπορούσε να πάει στη φυλακή, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι η λειτουργία του, συνεχίζει να λειτουργεί.

Ο Saviano περιγράφει τον κύκλο των ναρκωτικών, τις μορφές οργάνωσης του εμπορίου ναρκωτικών στην περιοχή και τις οικονομικές διαστάσεις του θανάτου, καμία από τις οποίες δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την περιθωριακή δυναμική ενός γκέτο.

Μια περιοχή ικανή να παράγει τριακόσια εκατομμύρια ευρώ το έτος από τη βιομηχανία μόνο μίας οικογένειας δεν μπορεί να είναι ένα γκέτο. Μία περιοχή όπου δεκάδες φατρίες (clan) είναι λειτουργικές και τα περιθώρια κέρδους φθάνουν εκείνων της υψηλής χρηματοδότησης δεν θα μπορούσε να είναι ένα γκέτο (2006: 81).

Όταν οι υπουργοί του εμπορίου και της βιομηχανίας μιλούν για το ΑΕΠ θα πρέπει να πούμε την αλήθεια: όπως το ποσό του αίματος που χύθηκε, τα ποσοστά θανάτου, και το δηλητήριο αυξάνονται, το ίδιο αυξάνεται και το ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 20% του ΑΕΠ στηρίζεται στη φοροδιαφυγή: τουλάχιστον το ένα τέταρτο του πλούτου που παράγεται και ανταλλάσσεται στην Ιταλία παράγεται σε συνθήκες εγκληματικότητας. Η δολοφονία, η διάθεση των πτωμάτων, ο εκβιασμός και οι ένοπλες συμμορίες θα πρέπει να ταξινομηθούν ως αποφασιστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Θα πρέπει να περιλαμβάνονται τακτικά στην τήρηση βιβλίων, εάν η σημερινή κατάσταση αναγνωριστεί: εάν οι οικογένειες της Καμμόρα και της μαφίας αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τις συναλλαγές τους, ίσως ως αποτέλεσμα της εμφάνισης του Padre Pio, η ιταλική οικονομία θα κατέρρεε.

Ο Saviano προχωρά στην ανάλυσή του για τον κύκλο του εμπορεύματος με μία σύντομη αναφορά στο εμπόριο όπλων. Αναφέρει ότι η Ιταλία δαπανά είκοσι επτά δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για όπλα, περισσότερα από τη Ρωσία και δύο φορές περισσότερο από το Ισραήλ – τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν από το Διεθνές Ινστιτούτο της Στοκχόλμης ως μέρος της έρευνάς τους για την ειρήνη. Μήπως οι άνθρωποι που τοποθετήθηκαν στην κυβέρνηση από την ψήφο των ειρηνιστών γνωρίζουν γι αυτό;

Ο κύκλος των όπλων είναι στενά συνδεδεμένος με τον κύκλο της εξόντωσης, στον οποίο η φιλελεύθερη καμορική οικονομία είναι φυσικά αναπόσπαστο μέρος της. Ο Saviano μετράει τρεις χιλιάδες εξακόσιες απώλειες όλα αυτά τα χρόνια, μόνο στην περιοχή της Καμμόρα.

Αυτή είναι η καρδιά της Ευρώπης· εδώ η πλειοψηφία της εθνικής οικονομίας είναι πλαστή. Οι στρατηγικές της εξόρυξης δεν είναι σημαντικές. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η βορά των κανονιών διατηρείται κολλημένη στις περιφέρειες, κλοτσημένη στα νήματα από τσιμέντο και σκουπίδια, στα παράνομα εργοστάσια και τις αποθήκες κοκαΐνης. Και κανείς δεν πρέπει να το επισημάνει αυτό, όλα οφείλουν να μοιάζουν με ένα πόλεμο συμμοριών, ένα πόλεμο μεταξύ των κουρελήδων και των στερημένων (2006: 135).

Δεν είναι ένας πόλεμος συμμοριών, είναι ο κανονικός ανταγωνισμός της αγοράς. Δεν είναι ο πόλεμος των φτωχών· είναι η παλλόμενη καρδιά της εθνικής οικονομίας

Επιχειρηματίες: αυτός είναι ο αυτο-ορισμός των Καμμοριστών της Καζέρτα, τίποτα άλλο παρά επιχειρηματίες (2006: 210).

Πώς αλλιώς πρέπει να αυτοαποκαλούνται; Η επιχείρησή τους δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη, αφήνοντας τις τυπικές λεπτομέρειες στην άκρη. Οι ρυθμίσεις κηρύχθηκαν να είναι κορδόνια και ιμάντες σε όλο τον κόσμο, για τα τελευταία τριάντα χρόνια τα εθνικά κράτη έχουν απασχοληθεί με μόνο ένα πράγμα: να άρουν όλες τις ρυθμίσεις που προλάμβαναν την ελεύθερη έκφραση του ανταγωνισμού ή την επιβράδυνση της ελεύθερης ροής εργασίας, την ατελείωτη μείωση του κόστους εργασίας.

Ανταγωνίσου

Η έννοια του ανταγωνισμού έχει αντικαταστήσει αυτό της ικανότητας.

Η ικανότητα είναι η διανοητική δεξιότητα που επέτρεψε στην αστική τάξη να πραγματοποιήσει τον σχεδιασμό της, τη διοικητική και οργανωτική λειτουργία, και να δικαιολογήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

Από τότε που οι τεχνολογίες των πληροφοριών κατέστησαν δυνατή την τυποποίηση των διαδικασιών του σχεδιασμού, του συντονισμού και της διοίκησης και μόλις ενώθηκαν με το ρόλο της ιδιοκτησίας, οι διανοητικές λειτουργίες έχουν μετατραπεί σε λειτουργίες της υποταγμένης εργασίας.

Η ικανή αστική τάξη αντικαταστάθηκε από μια τάξη, που μετέτρεψε τον ανταγωνισμό στον μόνο κανόνα και ικανότητα. Ωστόσο, όταν μιλάμε για ανταγωνισμό, δεν είναι προφανές ότι ο πιο ανταγωνιστικός είναι αυτός που μπορεί να εξαλείψει τους αντιπάλους; Και όταν πρόκειται για την εξάλειψη των αντιπάλων τα πράγματα γίνονται σοβαρά.

Καθώς η ιδιοκτησία ήρθε να συμπέσει με το σκονισμένο σύννεφο από κλάσματα επένδυσης και όχι με το πρόσωπο, ο ανταγωνισμός αντικατέστησε την ικανότητα. Πολλές ικανότητες εξακολουθούν να είναι αναγκαίες για την παραγωγή, αλλά τώρα αποσπούνται από το ρόλο της επιχείρησης. Οποιαδήποτε διανοητική ικανότητα που δεν σχετίζεται με την κερδοσκοπία γίνεται επισφαλής, υποτιμάται και υπομισθολογείται.

Μόνο εκείνοι που ανέπτυξαν μεγάλη δεξιότητα στη διευθυντική λειτουργία είναι ικανοί να γίνουν πλούσιοι μέσω της εργασίας τους. Τι κάνει μια διευθυντική λειτουργία αποσπασμένη από την ιδιαιτερότητα από την οποία αποτελείται η συγκεκριμένη διανοητική ικανότητα; Η κατασκευή, η απάτη, τα ψέματα και οι απάτες λογιστικής, η φοροδιαφυγή, και, εφόσον απαιτείται, η φυσική απομάκρυνση των ανταγωνιστών, των βασανιστηρίων, και η γενοκτονία. Από αυτή την άποψη, η φατρία της Halliburton είναι πιο αποτελεσματική και ειδεχθής από τη Casalei ή Corleonesi.

Η άγνοια υψώνεται σε εξουσία και οι οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά με βάση το όφελος του μέγιστου και πιο άμεσου κέρδους. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι η μείωση του κόστους εργασίας, γιατί με αυτό σχετίζεται ο ανταγωνισμός, δεν έχει τίποτα να κάνει με την παραγωγή της ποιότητας. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος λόγος για τις αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή δεν προέρχεται από χημικούς, πολεοδόμους ή γιατρούς, αλλά από ανθρώπους με τη διοικητική ικανότητα, δηλαδή, με τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος εργασίας και να επιταχύνουν την πραγματοποίηση του κέρδους. Η δυναμική του νεοφιλελευθερισμού έχει καταστρέψει την αστική τάξη και την αντικατέστησε με δύο διαφορετικές και αντιτιθέμενες τάξεις: το κογκνιταριάτο από τη μία πλευρά, δηλαδή την επισφαλή και κυψελοειδής εργασία της διανόησης, και τη διευθυντική τάξη από την άλλη, που η μόνο ικανότητα της είναι στην ανταγωνιστικότητα. Πηγαίνοντας το στα άκρα, ως γεγονός σε όλο και μεγαλύτερες περιφέρειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής, ο ανταγωνισμός γίνεται η ένοπλη αφαίρεση των ανταγωνιστών, η ένοπλη επιβολή ενός προμηθευτή, η συστηματική καταστροφή όλων όσων δεν υποτάσσονται στο κέρδος του ισχυρότερου. Ποιοι ανταγωνίζονται καλύτερα από εκείνους που αφαιρούν τους ανταγωνιστές; Και τι καλύτερες τεχνικές για αυτή την αφαίρεση υπάρχουν από την τοιχοποίηση ζωντανών ανθρώπων, τη σφαγή ή τη διάλυση τους σε υδροχλωρικό οξύ; η Κaμμόρα είναι χαραγμένη στο γενετικό κώδικα του νεοφιλελευθερισμού.

Ρυθμίσεις

Η νεοφιλελεύθερη φάση του καπιταλισμού φαίνεται να είναι μια ατέρμονη και αδιάλειπτη διαδικασία της απορρύθμισης, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο. Καθώς όλοι οι κανόνες της συνύπαρξης καταργούνται, οι κανόνες της βίας επιβάλλονται. Καθώς οι ρυθμίσεις που θέτουν περιορισμούς στην εισβολή των αρχών του ανταγωνισμού αφαιρούνται, δύσκολοι-και- γρήγοροι αυτοματισμοί εισάγονται στις υλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι γίνονται περισσότερο σκλάβοι όσο η επιχείρηση γίνεται περισσότερο ελεύθερη. Η διαδικασία της απορρύθμισης αφαιρεί επίμονα τους κανόνες που χαλιναγωγούν την κινητικότητα της παραγωγικότητας και εμποδίζουν την επεκτατική δύναμη-εξουσία του κεφαλαίου. Μορφές του κοινωνικού πολιτισμού και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που καθιερώθηκαν καθ ‘όλη τη νεωτερικότητα είναι οι κανόνες που η απορρύθμιση έχει κανονίσει να εξαλείψει. Η προέλαση της καπιταλιστικής απορρύθμισης εξαλείφει τις πολιτιστικές και νομικές συμβάσεις της νεωτερικότητας και του αστικού δικαίου μία προς μία. Γι ‘αυτό ο καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε ένα εγκληματικό σύστημα και εξακολουθεί να εργάζεται προς την κατεύθυνση της επέκτασης του πεδίου της καθαρής βίας, όπου η πρόοδος του μπορεί να προχωρήσει ανεμπόδιστα. Ο Slatterkapitalismus: το τέλος της αστικής ηγεμονίας και της καθολικότητας του νόμου του Διαφωτισμού.

Το έγκλημα δεν είναι πλέον μια περιθωριακή λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ο καθοριστικός νικηφόρος παράγοντας στον απορρυθμισμένο ανταγωνισμό. Τα βασανιστήρια, η ανθρωποκτονία, η εκμετάλλευση των παιδιών, η προώθηση στην πορνεία, και η παραγωγή των εργαλείων μαζικής καταστροφής έχουν γίνει αναντικατάστατες τεχνικές του οικονομικού ανταγωνισμού. Το έγκλημα ταιριάζει πλέον κατάλληλα στην αρχή του ανταγωνισμού.

Σκουπίδια

Συμπερασματικά, ο τελευταίος κύκλος του Splatterkapitalismus, όπως περιγράφεται από τον Saviano, είναι ο κύκλος των αποβλήτων. Τα απόβλητα είναι πρώτα και κύρια οι άνδρες και οι οι γυναίκες που η διαδικασία της ποινικής αξιοποίησης αφήνει πίσω της, παραμορφωμένα, καμένα, πεταμένα στο χαντάκι, φτιαγμένα να εκραγούν με μια χειροβομβίδα, ή απλά να ταπεινωθούν, να αδειάσουν, να φυλακιστούν. Σε αντίθεση με την αστική τάξη, που αποδίδει μια ιερή αξία στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα σέβεται αποτελεσματικά, τουλάχιστον για την αυτοπροστασία της, ο Splatterkapitalismus δεν χορηγεί καμία ιερή αξία, ακόμη και για τη ζωή όσων βρίσκονται στην εξουσία. Για το σύστημα, το αφεντικό δεν είναι τίποτα άλλο από προσωρινός λειτουργός:

Η δικτατορία ενός ανθρώπου στη φατρία είναι πάντα βραχυπρόθεσμη, εάν η δύναμη του ενός αφεντικού ήταν να διαρκέσει πολύ καιρό, οι τιμές θα αυξανόταν και θα αναδυόταν τα μονοπώλια της αγοράς, οι αγορές θα γίνονταν άκαμπτες και οι επενδύσεις θα παρέμεναν στις ίδιες αγορές παρά θα διερευνούσαν νέες (2006: 222).

Η περιγραφή του Μαρξ για τη συνολική διαδικασία της αξιοποίησης ξεκίνησε από τη κοινωνική συνεργασία, όπου άπειρα άτομα αφηρημένου χρόνου εργασίας συνδυάζονται. Στο τέλος της έρευνάς του σχετικά με το splatter-εμπόρευμα, o Saviano επιδιώκει μια θεωρητική μεταφορά για να περιγράψει αυτή τη διαδικασία με την ίδια αποτελεσματικότητα, αλλά είναι μια απελπισμένη προσπάθεια:

Το πιο πολύπλοκο πράγμα είναι να φανταστούμε μια οικονομία σε όλα της τα μέρη. Τις χρηματοοικονομικές ροές, τα περιθώρια κέρδους, τις διαπραγματεύσεις του χρέους, τις επενδύσεις. Δεν υπάρχουν φυσιογνωμίες που μπορούν να απεικονιστούν, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία να αναδυθούν στο νου (2006: 310).

Στη συνέχεια, σε ένα πρόσχαρο λογικό άλμα βρίσκει τελικά το πιο ουσιαστικό μέρος του σύγχρονου υπερ καπιταλισμού: “Οι σκουπιδότοποι είναι τα πιο συμπαγή εμβλήματα κάθε οικονομικού κύκλου” (2006:310).

Ο υπερ-καπιταλισμός αυξάνει συνεχώς την παραγωγική του ικανότητα επειδή θεμελιώνει την εξουσία του σε αυτή, και όχι επειδή υπάρχει ανάγκη για αύξηση της παραγωγής. Υπάρχει ήδη αρκετή για να θρέψει έξι δισεκατομμύρια ανθρώπινα όντα στον πλανήτη· κάθε χρόνο εκατομμύρια τόνοι τροφίμων καταστρέφονται για να αποφεύγονται οι κρίσεις υπερπαραγωγής. Τα ρούχα που χρησιμοποιούμε υπερβαίνουν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες μας, και κάθε άλλο εμπόρευμα βρίσκεται διαθέσιμο στις αμέτρητες αποθήκες που η σύγχρονη βιομηχανία μας έχει προμηθεύσει. Επομένως, γιατί επιταχύνουμε τόσο πολύ, γιατί εκτελούνται πιο γρήγοροι ρυθμοί εργασίας, γιατί τρέχουμε όλο και πιο ξέφρενα; Γιατί ο υπερ-καπιταλισμός είναι ενδόμυχα Splatter.

Η περιοχή είναι τυλιγμένη στα σκουπίδια και η εξεύρεση λύσεων φαίνεται αδύνατη (2006: 325).

Οι γαίες κλυδωνίζονται με διοξίνη. Δεκαπεντάχρονα παιδιά που έστειλε η Καμόρα των σκουπιδότοπων να αναπνεύσουν τον αέρα που είναι γεμάτος με το θάνατο ολοκληρώνουν τις λειτουργίες της απόθεσης των αποβλήτων.

Όσο περισσότερο αυτοί οι νέοι οδηγοί άκουσαν τους ανθρώπους να λένε ότι η δραστηριότητά τους ήταν επικίνδυνη, τόσο περισσότερο αισθανόταν άξιοι για τόσο σημαντικές αποστολές. Κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να σκεφτεί τον εαυτό του να κάνει χημειοθεραπεία δέκα χρόνια αργότερα, ή να ξερνάει χολή με σάπιο στομάχι, συκώτι και έντερα (2006: 329).

Οι τελευταίες σελίδες της Κaμμόρα περιγράφουν το σκηνικό των δηλητηριασμένων πεδίων με σκουπίδια, υπολείμματα και απορρίμματα. Με ένα μαντίλι γύρω από το στόμα του, προσπαθώντας να αναπνεύσει όσο το δυνατό λιγότερο, ο Saviano μας ζητά το τι να κάνουμε.

Ίσως μπορούμε μόνο να ξεχάσουμε, ή να μην βλέπουμε, και να ακούσουμε την επίσημη εκδοχή των γεγονότων. Αναρωτήθηκα αν κάτι θα μπορούσε να κάνει ευτυχισμένη τη ζωή, αλλά ίσως το μόνο που ήθελα ήταν να σταματήσω να ονειρεύομαι για την απελευθέρωση και την αναρχική ελευθερία, και να ρίξω τον εαυτό μου στη αρένα, να κολλήσω ένα ημιαυτόματο στο παντελόνι μου και να αρχίσω να μιλάω για επιχειρήσεις, πραγματικές επιχειρήσεις (2006: 330).

Ελπίδα

Υπάρχει ακόμα απάντηση στο ερώτημα “Τι να κάνουμε;” Υπάρχει μια απάντηση, πέρα από την προφανή συμβουλή να σταματήσουμε τον πολλαπλασιασμό, να σταματήσουμε να πετάμε αθώα σάρκα πάνω στην επέκταση των μετοχών καύσης; Προς το παρόν, δεν υπάρχει άλλη απάντηση.

Αλλά ένας νέος στρατός εγείρεται από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, χωρίς σημαίες, χωρίς μέλλον, η μόνη ελπίδα του είναι αυτοκτονία. Η κύρια δυσφορία από τους συμμετέχοντες στο στο πρόσφατο συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος προκλήθηκε από τις δεκάδες χιλιάδες των αγροτών που αυτοκτονούν επειδή η οικονομική ανάπτυξη τους οδηγεί να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και τους περιορίζει σε συνθήκες πείνας. Το ίδιο συμβαίνει στην Ινδία με την πρόοδο του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού.

Από την 11η του Σεπτέμβρη του 2001 η αυτοκτονία είναι η αποφασιστική πολιτική πράξη των χρόνων μας. Όταν η ανθρώπινη ζωή είναι άνευ αξίας, η ταπείνωση μεγαλώνει μέχρι να γίνει απαράδεκτη και εκρηκτική. Ίσως η ελπίδα μπορεί να προέλθει μόνο από τις αυτοκτονίες.

N. Καζαντζάκης, Salvatores Dei Ασκητική

•           ΠΡΟΛΟΓΟΣ

•           Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

o          Πρώτο χρέος

o          Δεύτερο χρέος

o          Τρίτο χρέος

•           Η ΠΟΡΕΙΑ

o          Α΄ Σκαλοπάτι: Εγώ

o          Β΄ Η Ράτσα

o          Γ΄ Η Ανθρωπότητα

o          Δ΄ Η Γης

•           ΤΟ ΟΡΑΜΑ

•           Η ΠΡΑΞΗ

o          Α΄ Σχέση Θεού κι ανθρώπου

o          Β΄ Σχέση ανθρώπου και ανθρώπου

o          Γ΄ Σχέση ανθρώπου και φύσης

•           Η ΣΙΓΗ

Πρόλογος

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο• καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο• το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή• ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός• κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή• κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:

α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία•

β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει• σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές• μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει• φυτά, ζώα, ανθρώπους• στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές• και με τ΄ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.

Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.

Τ΄ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα•

σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.

«Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.

«Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα.

«Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.

«Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

«Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.

«Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.

«Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ• δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: «Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

«Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. «Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»

Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ΄ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις• να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.

Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν΄ αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.

Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:

α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία•

β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης•

γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς•

δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο• είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου•

ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι• παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.

Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει.

Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ΄ εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ΄μουν ελεύτερος.

Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακολουθάει σα σώμα.

Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: «Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα». Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.

Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα• πρί να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει• μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;

Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.

Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να ΄ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:

Σκάψε! Τι βλέπεις;

Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ΄ναι ο θάνατος.

Σκάψε ακόμα!

Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ΄ όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

Ο νους: «Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου.

«Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν΄ ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία.

«Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν΄ αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας.

«Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!»

Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!»

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.

Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα• οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο• μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του• με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία• και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ΄ έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.

Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα• κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες• και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε• εμείς είμαστε οι αφέντες• το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.

Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.

Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.

Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: «Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης.

«Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!»

Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: «Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα• δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη.

«Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω.

«Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει• μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!»

Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους• δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.

Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.

Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!

Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.

Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!

Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.

Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.

Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.

Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.

Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.

Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ΄ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.

Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!

Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα• δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.

Η ΠΟΡΕΙΑ

Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «Βοήθεια!» Ποιος φώναξε;

Μάζωξε τη δύναμη σου κι αφουκράσου• όλη η καρδιά του άνθρωπου είναι μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις• κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.

Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά ή συγκρατημένα, όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας ή στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει και φωνάζει• και πώς μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τόνε λευτερώσουμε.

Μέσα στην πιο μεγάλη χαρά μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Πονώ! Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου! Πλαντώ!»

Μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Δεν απελπίζουμαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξες!»

Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει: «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν΄ αναπνέψω• μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει• σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»

Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει καθαρά, με τ΄ όνομα μου, με τ΄ όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!

Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας. Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!

Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.

Κι αφουκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν΄ ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.

Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το Σύμπαντο. Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.

Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει: «Σώσε με!» Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»

Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ, από την απόφαση μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή• κρέμεται όλη η ζωή του Σύμπαντου.

Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί; Χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμιά βεβαιότητα• κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του ανθρώπου.

Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ΄ εμπιστοσύνη.

Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή. Πηδώ στο πλευρό της! Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.

Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν΄ ανασηκώσει ένα βάρος, ν΄ αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.

Δεν ξέρω από που έρχεται και που πάει. Μέσα στο εφήμερο στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουκράζουμαι το αγκομαχητό του, ανατριχιάζω αγγίζοντας τον.

Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζουμαι τον αγέρα. Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ΄ απάνω, αγκομαχώντας. Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.

 

Α΄ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι• κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα• μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, όρθιος.

Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.

Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ΄ ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

«Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.

«Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα• μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

«Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ• ακλούθα μου!

«Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

«Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

«Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

«Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους• να ζητάς συντρόφους!

«Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

«Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ΄ ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν΄ ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!

Β΄ Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ• πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.

Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας• είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου• όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε• πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας• κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας• στερέωσε το εσύ!

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!»

Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο• να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα• ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο• αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.

Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί• πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.

Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!

«Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

«Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»

Γ΄ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει• μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων• άσπροι, κίτρινοι, μαύροι• χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα• πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.

Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.

Δεν ξέρει από που έρχεται και κατά που πάει. Μα θέλει, αγαπώντας, δουλεύοντας, σκοτώνοντας, να κυριέψει τη γης.

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε• φωνάζουμε βοήθεια!

Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται• μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Αδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη• η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο ΄να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

Όλοι, χωρίς έλεος, κοιτάζουμε καταμπροστά, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες.

Σηκώσου απάνω από το πρόσκαιρο μετερίζι του κορμιού σου, κοίταξε πίσω τους αιώνες. Τι βλέπεις; Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα ανεβαίνουν από τη λάσπη ανταρεμένα. Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ανταρεμένα.

Σμίγουν μουγκρίζοντας οι δυό στρατοί σαν άντρας με γυναίκα και γίνουνται ένας βώλος αίμα, μυαλό και λάσπη.

Κοίταξε• οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές. Κι η γης παχαίνει από τη στάχτη, από τα αίματα κι από τα μυαλά των ανθρώπων.

Αρίφνητοι χάνουνται μεσοστρατίς, γεννιούνται και πεθαίνουν στείροι. Καταβόθρες ξαφνικά ανοίγουνται μες στο σκοτάδι, γκρεμίζουνται λαοί, προστάγματα δίχως συνοχή γρικιούνται μέσα στην ακατάστατη βουή, και το ανθρώπινο κοπάδι ταράζεται και σκορπίζει.

Ξαφνικά μαντεύουμε κάτωθε και γύρα μας και μέσα στην άβυσσο της καρδιάς μας τις τυφλές, αχόρταγες, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό δυνάμες.

Σ΄ ένα πέλαγο τρικυμισμένο αρμενίζουμε, το νιώθουμε σε μιαν κίτρινη αστραπή, σ΄ ένα τσόφλι μπιστευτήκαμε τα πλούτη μας, τα παιδιά και τους θεούς μας.

Κύματα σκοτεινά, πηχτά, όλο αίματα οι αίώνες ανεβοκατεβαίνουν. Η κάθε στιγμή είναι μια άβυσσο που ανοίγει.

Αγνάντευε το σκοτεινό πέλαγο χωρίς να τρεκλίζεις, κοίταζε κατάματα την άβυσσο, κάθε στιγμή, χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Μα δε φτάνει• κάμε ένα βήμα ακόμα• πολέμησε να δώσεις νόημα στ΄ ασυνάρτητα παλέματα του ανθρώπου.

Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα. Ανακύκλωνε σ΄ έναν αιώνα, υστέρα σε δυο αιώνες, υστέρα σε τρεις, σε δέκα, σε όσους αιώνες αντέχεις, την πορεία του ανθρώπου. Γύμναζε το μάτι σου να θεάται να κινούνται λαοί σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Βυθίζου στ΄ όραμα τούτο με υπομονή, με αγάπη κι υψηλή αφιλοκέρδεια• ωσότου αγάλια εντός σου ο κόσμος ν΄ ανασάνει: να φωτιστούν οι αγωνιζόμενοι, να σμίξουν στην καρδιά σου και ν΄ αναγνωριστούν αδερφοί.

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ΄ όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστήριου• τ΄ άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις Ιδέες• δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.

Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση• κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ΄ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν΄ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν΄ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.

Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.

Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται. Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων, συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο• πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα» ένα ζώο, μιαν Ιδέα.

Έρχουνται σεισμοί, το νησί σαλεύει, μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει από τ΄ ανήλιαγα κύματα.

Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.

Απ΄ όλες τούτες τις γενεές, άπ΄ όλες τις δυστυχίες και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους, από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια• αγνή και γαλήνια, γιατί περιέχει όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.

Μέσα απ΄ όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί. Να σωθεί από ποιόν; Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά κι από τα φρένα του ανθρώπου.

– Κύριε, ποιος είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.

– Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!

– Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις!

– Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ΄ όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν΄ αναπνέψω• ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ!

– Κύριε, γιατί τρέμεις;

– Φοβούμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει• μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει. Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!

Δ΄ Η ΓΗΣ

Δε φωνάζεις εσύ. Δε φωνάζει η ράτσα σου μέσα στο εφήμερο στήθος σου. Δε φωνάζουν μονάχα οι άσπρες, οι κίτρινες, οι μαύρες γενεές των ανθρώπων στην καρδιά σου. Η Γης αλάκερη, με τα νερά και τα δέντρα της, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και τους θεούς της μέσα στο στήθος σου φωνάζει.

Ανασηκώνεται η Γης μέσα στα φρένα σου και θωράει για πρώτη φορά αλάκερο το σώμα της.

Ανατριχιάζει• είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της -φυτά, ζώα, ανθρώπους, ιδέες- τ΄ αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα.

Θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της. Μέσα στην καρδιά μου το μνημονικό της ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό.

Δεν είναι τούτη η καρδιά που πηδάει και χτυπάει μέσα στο αίμα. Είναι η Γης αλάκερη. Στρέφεται πίσω της και ξαναζεί το φοβερό ανηφόρισμά της στο χάος.

Θυμούμαι μιαν ατέλειωτη ερημιά από άναρχη φλεγόμενη ύλη. Καίγουμαι! Περνώ τον άμετρο ανοργάνωτο καιρό, ολομόναχος, απελπισμένος, κραυγάζοντας στην έρημία.

Κι αργά η φλόγα καταλαγιάζει, η μήτρα της ύλης δροσερεύει, ζωντανεύει η πέτρα, και θρύβεται• κι ανεβαίνει τρέμοντας στον αγέρα ένα μικρό, πράσινο φύλλο. Πιάνεται από το χώμα, στερεώνεται, σηκώνει το κεφάλι του και τα χέρια, αρπάζει τον αγέρα, το νερό, το φως, αρμέγει το Σύμπαντο.

Αρμέγει το Σύμπαντο και θέλει να το περάσει από το λιγνό σαν την κλωστή κορμί του και να το κάμει ανθό, καρπό και σπόρο. Να το κάμει αθάνατο.

Ανατριχιάζει η θάλασσα, σκίζεται σε δυο, κι ανεβαίνει από το λασπερό βυθό της ένα λιμασμένο, ανήσυχο, αόμματο σκουλήκι.

Νικήθηκε το βάρος, ανασηκώθηκε η πλάκα του θανάτου, προβαίνουν γιομάτα έρωτα και πείνα οι στρατιές τα δέντρα και τα ζώα.

Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ΄ ευδαιμονία τη λάσπη• μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι• ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου.

Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο.

Έκαμα τον άνθρωπο, και τώρα μάχουμαι να τον ξεκάμω!

«Δε χωρώ! Δε χωρώ! Θέλω να ξεφύγω!» Η κραυγή τούτη αιώνια ρήμαζε και κάρπιζε τα σωθικά του κόσμου. Πηδούσε από σώμα σε σώμα, από γενεά σε γενεά, από είδος σε είδος, ολοένα πιο σαρκοβόρα και πιο δυνατή. Όλοι οι γονιοί φωνάζουν: «Θέλω να γεννήσω γιον ανώτερο μου!»

Στις φοβερές στιγμές που η Κραυγή περνάει από το κορμί μας, νιώθουμε μιαν προανθρώπινη δύναμη ανήλεη να μας σπρώχνει. Ένα χείμαρρο βουερό, λασπερό από πίσω μας, γιομάτο αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, αλαλαγμούς χαράς, ηδονής και θανάτου.

Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.

Και τώρα μονάχα εμείς, νογώντας πίσω μας την έφοδο, θαμπά αρχινούμε και μαντεύουμε γιατί πάλευαν, γεννούσαν και πέθαιναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανοργάνωτη εφεδρεία.

Έλεος, ευγνωμοσύνη και σέβας μας κυριεύει για τους παλιούς μας συντρόφους στη μάχη. Δούλευαν, αγαπούσαν και πέθαιναν για ν΄ ανοίξουν το δρόμο να περάσουμε.

Όμοια κι εμείς, μέσα στην ίδια ηδονή, παράφορα κι αγωνία, δουλεύουμε για κάποιον Αλλον, που σε κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι ένα βήμα.

Όλος μας ο αγώνας θα ΄χει πάλι ένα σκοπό ανώτερο μας, όπου θα χρησιμέψουν και θ΄ αγιάσουν οι μόχτοι μας, οι αθλιότητες και τα εγκλήματα.

Μια έφοδο είναι τούτη! Μια πνοή χιμάει, τρικυμίζει, καρποβολάει την ύλη, περνάει τα ζώα, δημιουργάει τον άνθρωπο, πιάνεται από πάνω του σαν όρνιο αρπαχτικό και στρηνιάζει.

Είναι η σειρά μας! Μας δουλεύει, κατεργάζεται εντός μας την ύλη και την κάνει πνέμα, πατάει το μυαλό μας, πηδάει καβάλα στο σπέρμα και μάχεται, κλοτσώντας πίσω το κορμί μας, να ξεφύγει.

Σα να ΄ναι όλη η ζωή ετούτη τ΄ ορατό αιώνιο κυνήγι ενός αόρατου Γαμπρού, που κυνηγάει από κορμί σε κορμί την αιωνιότητα, την αδάμαστη Νύφη.

Κι εμείς, όλο το ψίκι της γαμήλιας πομπής, φυτά, ζώα, άνθρωποι, χιμούμε τρέμοντας προς τη μυστική παστάδα. Και καθένας κρατάει με δέος τα ιερά σύμβολα του γάμου• άλλος το Φαλλό, άλλος τη Μήτρα.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Άκουσες την Κραυγή και κίνησες. Πέρασες από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες του στρατευόμενου ανθρώπου.

Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις.

Στρατοπέδεψες στη ράτσα σου, γιόμωσες χέρια και καρδιές, ανάστησες με το αίμα σου τους φοβερούς προγόνους και κίνησες μαζί με τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τους αγέννητους να πολεμήσεις.

Και μονομιάς όλες οι ράτσες κίνησαν μαζί σου, το ίερό στράτεμα του ανθρώπου ανασυντάχτηκε ξοπίσω σου, όλη η γης βούισε σα στρατόπεδο.

Ανέβηκες, κι από αψηλή κορφή αλάκερο το σχέδιο της μάχης διακλαδώθηκε μέσα στους γύρους του μυαλού σου κι όλες οι αντιμαχόμενες εκστρατείες έσμιξαν στο μυστικό στρατόπεδο της καρδιάς σου.

Κι από πίσω συντάχτηκαν τα ζώα και τα φυτά, σα μεταγωγικά στα μαχόμενα μπροστά στρατέματα του ανθρώπου.

Τώρα η Γης αλάκερη πιάστηκε απάνω σου, έγινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στο χάος.

Πώς να πολιορκήσω με λόγια το φοβερό τούτο δράμα; Σκύβω στο χάος κι αφουκράζουμαι. Ένας ανεβαίνει αγκομαχώντας μυστικό, επικίντυνο ανήφορο.

Μοχτάει, αγωνίζεται με πείσμα ν΄ ανηφορίσει. Μα βρίσκει εμπόδιο αντίδρομή του ορμή: Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυστικό, καλόβολο πολύ κατήφορο.

Η Πνοή, μέσα στο ρέμα το πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μια στιγμή• όσο βαστάει κάθε ζωή• σοζυγιάζουνται οι δυο αντίδρομες επιθυμίες.

Να πώς γεννιούνται τα κορμιά, να πώς δημιουργιέται ο κόσμος κι ισορροπούνε μέσα στα ζωντανά οι δυο αντιστρατευόμενες δυνάμες.

Μια στιγμή, τον Ένα που ανηφορίζει τον περιτυλίγει σφιχτά ένα σώμα αγαπημένο, το σώμα του, και του αργοποράει το ανέβασμα. Μα γρήγορα, με τον έρωτα, με το θάνατο, του ξεφεύγει. Κι εξακολουθεί την πορεία.

Πατάει το άψυχο, πλάθει το φυτό και το γιομώνει. Στρατοπεδεύει αλάκερος• αλάκερος, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Ανασηκώνεται λίγο, αναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στα φυτά όσο βάρος, όση νάρκη κι ακινησία μπορεί, αλαφρώνει και πηδάει, αλάκερος πάλι, πιο πέρα και πιο πάνω, δημιουργώντας τα ζώα, και στρατοπεδεύει αλάκερος στα νεφρά τους.

Αλάκερος, πάλι, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Τα σώματα αναπνένε, θρέφουνται, ταμιεύουν δυνάμες, και σε μια στιγμή ερωτική συντρίβουνται, ξοδεύουν τα πάντα κι αδειάζουν, για ν΄ αφήσουν στο γιο την ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Την ορμή προς τ΄ απάνω!

Λαγαρίζεται αργά, με αγώνα, ανάμεσα από τα κορμιά τους, παρατάει πάνω τους όσα πάθη, όση σκλαβιά, ανημποριά και σκοτάδι μπορεί.

Κι ανασηκώνεται πάλι, πιο ανάλαφρος, και χιμάει να ξεφύγει• κι η ορμή τούτη για την ελευτερία, παλεύοντας με την ύλη, αργά δημιουργάει την κεφαλή του ανθρώπου.

Και τώρα, το νιώθουμε με τρόμο, μάχεται πάλι να ξεφύγει από πάνω μας, να μας παραπετάξει με τα φυτά και τα ζώα, να πηδήξει πιο πέρα. Ήρθε χαρά και πίκρα μεγάλη! η στιγμή να παραπεταχτουμε κι εμείς, οι πρωτοπόροι, στην εφεδρεία.

Πίσω από τη ροή του κορμιού και του μυαλού μου, πίσω από τη ροή της ράτσας μου και των ανθρώπων, πίσω από τη ροή των ζώων και των φυτών, βλέπω τρέμοντας τον Αόρατο που πατάει όλα τα ορατά κι ανεβαίνει.

Και κάτω από τη βαριά, αίματωμένη του πατούσα γρικώ όλα τα ζωντανά να συντρίβουνται.

Αγέλαστο είναι το πρόσωπο του, βουβό, σκοτεινό, πέρα από τη χαρά κι από τη θλίψη, πέρα από την ελπίδα.

Τρέμω. Είσαι συ ο Θεός μου; Το σώμα σου είναι γιομάτο μνήμη. Σαν ένας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες με αλλόκοτα δέντρα και μαλλιαρούς δράκους, μ΄ αιματερές περιπέτειες, με κραυγές και χρονολογίες τα μπράτσα σου και το στήθος.

Κύριε, Κύριε, μουγκαλιέσαι σα ζώο! Τα πόδια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη• τα χέρια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη• βαριά σα μυλόπετρα είναι τα σαγόνια σου κι αλέθουν.

Πιάνεσαι από τα δέντρα, από τα ζώα, πατάς τον άνθρωπο, φωνάζεις. Ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και τρέμεις.

Που πας; Πληθαίνει ο πόνος, πληθαίνει το φως και το σκοτάδι. Κλαις, πιάνεσαι απάνω μου, θρέφεσαι με το αίμα μου, αντρειεύεις και λαχτίζεις την καρδιά μου. Σε κρατώ στο στήθος μου, σε φοβούμαι και σε σπλαχνίζουμαι.

Σα να θάψαμε Κάποιον που τον θαρρούσαμε νεκρό και τώρα τον ακούμε μέσα στη νύχτα να φωνάζει: Βοήθεια! Κι ανασηκώνει με αγώνα την ταφόπετρα, την ψυχή και το κορμί μας, όλο πιο αψηλά, όλο πιο λεύτερα αναπνέοντας.

Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθε Ιδέα είναι η βαριά του ταφόπετρα και την ανασηκώνει. Και το κορμί μου κι όλος ο κόσμος που αγναντεύουμε, ουρανός και γης, είναι η ταφόπετρα, κι ο Θεός αγωνίζεται να την ανασηκώσει.

Τα δέντρα φωνάζουν, τα ζώα, τ΄ άστρα: Χανόμαστε! Δυο χέρια, μεγάλα ίσαμε τον ουρανό, πετιούνται από κάθε ζωντανό και ζητούν βοήθεια.

Με τα γόνατα κλειδωμένα στο πιγούνι, με τα χέρια απλωμένα κατά το φως, με τις πατούσες των ποδιών στη ράχη, ένα κουβάρι, στριγμώνεται ο Θεός στο κάθε μόριο σάρκας.

Όταν ανοίγω ένα καρπό, τέτοιος μου ξεσκεπάζεται μέσα μου ο σπόρος. Όταν μιλώ με τους ανθρώπους, αυτό ξεκρίνω μέσα στο χοντρό, πηχτολάσπωτο μυαλό τους.

Ο Θεός μάχεται στο κάθε πράμα, με τα χέρια τανυσμένα προς το φως. Ποιο φως; Όξω κι απάνω από κάθε πράμα!

Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας• μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη• μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.

Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.

Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά.

Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα• ο πόνος• και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος• είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατον αγώνα.

Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.

Η Μεγάλη Πνοή είναι ανώτερη από τ΄ ανθρώπινα τούτα ρωτήματα. Έχει πλούσιες, πολυπλάνητες ορμές, που για το λιγόπνοο νου μας φαντάζουν αντίφασες• μα μέσα στην ουσία της θεότητας αδερφώνουνται και πολεμούν όλες μαζί, πιστές παραστάτισσες.

Η αρχέγονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύνεται, μάχεται, αποτυχαίνει, πετυχαίνει, ασκείται. Είναι το Ρόδο των ανέμων!

Αρμενίζουμε κι εμείς και ταξιδεύουμε, θέλοντας το και μη, ξέροντας το κι ασύνειδα, μέσα στις θεϊκές απόπειρες. Έχει λοιπόν κι εμάς η πορεία μας στοιχεία αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, βοηθάει το Θεό, κιντυνεύει μαζί του.

Ποια είναι η ορμή, άπ΄ όλες τις ορμές του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει; Τούτη μονάχα: Μιαν κόκκινη γραμμή απάνω στη γης ξεκρίνουμε, μιαν κόκκινη αιματερή γραμμή, που με αγώνα ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στον άνθρωπο.

Ο ακατάλυτος τούτος προανθρώπινος ρυθμός είναι απάνω στη γης ετούτη η μόνη ορατή οδοιπορία του Αόρατου. Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν΄ ανέβει.

Δύσκολος, φοβερός, ατέλειωτος ανήφορος. Στήν έφοδο τούτη ο Θεός θα νικήσει, θα νικηθεί; Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;

Μα όλες τούτες οι έγνοιες είναι κατώτερες, κι όλες οι ελπίδες κι οι απελπισίες εξαφανίζουνται μέσα στο λιμασμένο, χωνευτό στρόβιλο του Θεού. Ο Θεός γελάει, θρηνάει, σκοτώνει, μας βάνει φωτιά και μας αφήνει μεσοστρατίς, αποκαψίδια!

Κι εγώ χαίρουμαι νιώθοντας ανάμεσα στα δυο μελίγγια μου, σαν ανοιγοσφάλιγμα ματιού, την αρχή και το τέλος του κόσμου.

Συμπυκνώνω σε μιαν αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού.

Όλη η Γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου. Ό,τι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει, μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σα μια μικρή βουβή αστραπή.

Αχ! την αστραπή τούτη ν΄ ατενίζουμε, να την κρατήσουμε μια στιγμή, να την οργανώσουμε σε ανθρώπινο λόγο!

Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεί όλο το γιγάντιο ερωτικό στροβίλισμα σε λεχτικήν ακινησία!

Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει!

Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκσταση του.

Είμαι κι εγώ, σαν κάθε πράμα ζωντανό, στο κέντρο του παγκόσμιου στροβίλου. Είμαι το μάτι των τεράστιων ποταμών, κι όλα γύρα μου χορεύουν, κι ο κύκλος στενεύει ολοένα ορμητικότερος και χύνουνται ουρανός και γης στην κόκκινη καταβόθρα της καρδίας μου.

Κι ο Θεός με αντικρίζει με τρόμο κι αγάπη• άλλη ελπίδα δεν έχει• και λέει: «Τούτος ο Εκστατικός, που όλα τα γεννάει, τα χαίρεται και τα εξαφανίζει, τούτος ο Εκστατικός είναι ο Γιος μου!»

Η ΠΡΑΞΗ

Α΄ ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.

Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της.

Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει• δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης.

Γιατί αγωνίστηκες πίσω από τα φαινόμενα κυνηγώντας τον Αόρατο; Γιατί όλη ετούτη η πολεμική, η ερωτική πορεία ανάμεσα από τη σάρκα σου, από τη ράτσα, από τον άνθρωπο, από τα φυτά κι από τα ζώα; Γιατί, πέρα από τους άθλους τούτους, ο γάμος ο μυστικός, ο τέλειος εναγκαλισμός, η βακχική μαινόμενη επαφή μέσα στο σκοτάδι και στο φως;

Για να φτάσεις άπ΄ όπου κίνησες• στο εφήμερο, παλλόμενο, μύστηριώδικο σημείο της ύπαρξης σου, με νέα μάτια, με νέα αυτιά, με νέα γέψη, όσφρηση κι αφή, με φρένα καινούρια.

Το βαθύ, ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε, όσο μπορούμε, μαζί του το ρυθμό της μικρής, λιγόχρονης ζωής μας.

Έτσι μονάχα κατορθώνουμε να έχτελουμε κάτι αιώνιο εμείς οι θνητοί, γιατί συνεργαζόμαστε με κάποιον Αθάνατο.

Έτσι μονάχα νικούμε τη λεπτομέρεια, τη θανάσιμη αμαρτία, νικούμε τη στενότητα του μυαλού μας, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά του χωματένιου υλικού, που μας δόθηκε να δουλέψουμε, σ΄ ελευτερία.

Μέσα σε όλα τούτα, πέρα άπ΄ όλα τούτα, όλοι οι άνθρωποι κι οι λαοί, όλα τα φυτά και τα ζώα, όλοι οι θεοί κι οι δαιμόνοι, σαν ένας στρατός, ορμούν προς τ΄ απάνω, συνεπαρμένοι από μιαν ακατανόητη, ακαταμάχητη Πνοή.

Την Πνοή τούτη μαχόμαστε να κάμουμε ορατή, να της δώσουμε πρόσωπο, να την τυλίξουμε μέσα σε λέξες, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγει.

Μα δε χωράει στα είκοσι τέσσερα γράμματα που αραδιάζουμε• ξέρουμε, όλες τούτες οι λέξες, οι αλληγορίες, οι στοχασμοί και τα ξόρκια είναι πάλι μια νέα μάσκα που κρύβει την Αβυσσο.

Μα έτσι μονάχα, περιορίζοντας την απεραντοσύνη, μπορούμε, μέσα στα σύνορα του νεοχαραγμένου ανθρώπινου κύκλου, να δουλέψουμε.

Τι θα πει να δουλέψουμε; Να γιομώσουμε τον κύκλο τούτον με πεθυμιές, με ανησυχίες και με πράξες, ν΄ απλωθούμε και να φτάσουμε τα σύνορα, να μη χωρούμε πια, να ραΐζουν και να γκρεμίζουνται. Έτσι, δουλεύοντας τα φαινόμενα, πληθαίνουμε, πλαταίνουμε την ουσία.

Γι΄ αυτό, υστέρα από την επαφή μας με την ουσία, ο γυρισμός μας στα φαινόμενα έχει ανυπολόγιστη αξία.

Είδαμε τον ανώτατο κύκλο των στροβιλιζόμενων δυνάμεων. Τον κύκλο αυτόν τον ονοματίσαμε Θεό. Μπορούσαμε να του δώσουμε ό,τι άλλο όνομα θέλαμε: Αβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο Σκοτάδι, Απόλυτο Φως, Ύλη, Πνέμα, Τελευταία Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία, Σιωπή.

Μα τον ονοματίσαμε Θεό, γιατί τ΄ όνομα τούτο μονάχα ταράζει βαθιά, από προαιώνιες αφορμές, τα σωθικά μας. Κι η ταραχή τούτη είναι απαραίτητη για ν΄ αγγίξουμε σώμα με σώμα, πέρα από τη λογική, τη φοβερην ουσία.

Μέσα στο γιγάντιο τούτον κύκλο της θεότητας, χρέος έχουμε να ξεχωρίσουμε και να συλλάβουμε καθαρά το μικρό πύρινο τόξο της εποχής μας.

Απάνω στην αδιόρατη τούτη φλόγινη καμπύλη, βαθιά, μυστικά νογώντας την ορμή αλάκερου του κύκλου, οδεύουμε αρμονικά με το Σύμπαντο, παίρνουμε φόρα και πολεμούμε.

Έτσι η εφήμερη πράξη μας, συνειδητά ακλουθώντας τη φόρα του Σύμπαντου, δεν πεθαίνει μαζί μας.

Δε χάνεται σε μυστική άνεργη ενατένιση αλάκερου του κύκλου• δεν καταφρονάει την άγια, ταπεινή καθημερινή ανάγκη.

Μέσα στο στενό αίματωμένο της αυλάκι, σκυφτή, δουλεύει στέρεα, άνετα νικώντας, μέσα σ΄ ένα μικρό σημείο καιρού και τόπου, τον καιρό και τον τόπο• γιατί το σημείο αυτό ακολουθάει τη θεϊκιάν ορμή αλάκερου του κύκλου.

Δε νοιάζουμαι άλλες εποχές κι άλλοι λαοί τι πρόσωπο έδωκαν στην τεράστια απρόσωπην ουσία. Τη γιόμωσαν με ανθρώπινες αρετές, με αμοιβές και τιμωρίες, με βεβαιότητες. Έδωκαν στις ελπίδες και στους φόβους τους ένα πρόσωπο, υπόταξαν σ΄ ένα ρυθμό την αναρχία τους, βρήκαν μιαν ανώτερη δικαιολογία να ζήσουν και να δουλέψουν. Έκαμαν το χρέος τους.

Μα εμείς ξεπεράσαμε σήμερα τις ανάγκες τούτες, συντρίψαμε τη μάσκα τούτη της Αβυσσος, δε χωράει πια κάτω από το παλιό προσωπείο ο Θεός μας.

Ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες, από λάμψη και σιωπή καινούρια. Το μυστήριο αγρίεψε, πλήθυνε ο Θεός. Οι σκοτεινές δυνάμες ανεβαίνουν, πληθαίνουν κι αυτές, όλο το ανθρώπινο νησί σαλεύει.

Ας σκύψουμε στην καρδιά μας κι ας αντικρίσουμε με γενναιότητα την Αβυσσο. Ας επιχειρήσουμε να πλάσουμε πάλι το νέο σύγχρονο πρόσωπο του Θεού μας με τη σάρκα και με το αίμα μας!

Γιατί ο Θεός μας δεν είναι ένας αφηρημένος στοχασμός, μια λογική ανάγκη, ένα αρμονικό αψηλό οικοδόμημα από συλλογισμούς και φαντασίες.

Δεν είναι ένα κατακάθαρο, ουδέτερο, μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, άοσμο, αποσταγμένο κατασκεύασμα του μυαλού μας.

Είναι άντρας και γυναίκα, θνητός κι αθάνατος, κοπριά και πνέμα. Γεννάει, γονιμοποιεί και σκοτώνει, έρωτας μαζί και θάνατος, και πάλι ξαναγεννάει και σκοτώνει• απλόχωρα χορεύοντας πέρα από τα σύνορα της λογικής, που αυτή δεν μπορεί να χωρέσει αντινομίες.

Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα.

Είναι όλος πληγές, τα μάτια του είναι γιομάτα φόβο και πείσμα, τα σαγόνια και τα μελίγγια του είναι συντριμμένα. Μα δεν παραδίνεται, ανεβαίνει• με τα πόδια, με τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια, ανεβαίνει ανένδοτος.

Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι΄ αρετές κι Ιδέες. Όλα ετούτα τ΄ αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.

Είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ΄ αγαπάει, και τ΄ αφανίζει. Κι αν πούμε: ο Θεός είναι ένας άνεμος ερωτικός που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει, κι αναθυμηθούμε πώς πάντα μέσα στο αίμα και στα δάκρυα, ανήλεα εξαφανίζοντας τ΄ άτομα, δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεγγίζουμε το φοβερό του το πρόσωπο.

Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα στο λαβύρινθο της σάρκας.

Παραπατάει, ψαχουλεύει. Αγγίζει δεξιά, γυρίζει πίσω• στρέφεται ζερβά, οσμίζεται. Αγωνιά πάνω στο χάος. Σουρτά, μοχτώντας, ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες, νιώθει αργά να φωτίζουνται οι λασπεροί γύροι του μυαλού του.

Μπροστά από το βαρύ κατασκότεινο κεφάλι του, με ανείπωτον αγώνα αρχίζει και δημιουργάει μάτια για να δει, αυτιά για ν΄ ακούσει.

Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα. Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα του όλη.

Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δεν έχει. Φωνάζει βοήθεια• κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη.

Χρέος μας, γρικώντας την Κραυγή, να τρέξουμε κάτω από τις σημαίες του, να πολεμήσουμε μαζί του. Η να σωθούμε, η να χαθούμε μαζί του.

Ο Θεός κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος, να σταυρώνουμε τα χέρια, προσδοκώντας τη σίγουρη νίκη• δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ΄ εμπιστοσύνη πώς θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.

Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος. Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε• δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί.

Είμαστε ένα. Από το τυφλό σκουλήκι στο βυθό του ωκεανού ως την απέραντη παλαίστρα του Γαλαξία, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, ο εαυτός μας. Και στο μικρό, το χωματένιο στήθος μας, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, το Σύμπαντο.

Καλά πρέπει να νιώσουμε πως δεν οδεύουμε από ενότητα Θεού στην ίδια πάλι ενότητα του Θεού. Δεν οδεύουμε από ένα χάος σε άλλο χάος. Ούτε από ένα φως σε άλλο φως• η από ένα σκοτάδι σε άλλο σκοτάδι. Τι αξία θα ΄χε τότε η ζωή μας τούτη; Τι αξία θα ΄χε αλάκερη η ζωή;

Μα κινήσαμε από ένα χάος παντοδύναμο, από μιαν αξεδιάλυτη, πηχτή, φως και σκοτάδι άβυσσο. Και μαχόμαστε όλοι• φυτά, ζώα, άνθρωποι, ιδέες• στο λιγόστιγμο τούτο διάβα της ατομικής ζωής, να ρυθμίσουμε εντός μας το Χάος, να λαγαρίσουμε την άβυσσο, να κατεργαστούμε μέσα στα κορμιά μας όσο πιότερο σκοτάδι μπορούμε, να το κάμουμε φως.

Δε μαχόμαστε για το εγώ μας, μήτε για τη ράτσα, μήτε για την ανθρωπότητα. Δε μαχόμαστε για τη Γης, μήτε για Ιδέες. Όλα τούτα είναι πρόσκαιρα και πολύτιμα σκαλοπάτια του Θεού που ανηφορίζει• και γκρεμίζουνται, ευθύς ως τα πατήσει ο Θεός ανεβαίνοντας.

Στη μικρότατη αστραπή της ζωής μας, νιώθουμε να πατάει πάνω μας αλάκερος ο Θεός, και ξαφνικά νογουμε: Αν έντονα όλοι πεθυμήσουμε, αν οργανώσουμε όλες τις ορατές κι αόρατες δυνάμες της γης και τις ρίξουμε προς τ΄ απάνω, αν παντοτινά άγρυπνοι όλοι μαζί παραστάτες παλέψουμε• το Σύμπαντο μπορεί να σωθεί.

Όχι ο Θεός θα μας σώσει• εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα.

Μα μπορεί όλος μας ο αγώνας να πάει χαμένος. Αν κουραστούμε, αν λιγοψυχήσουμε, αν μας κυριέψει πανικός, όλο το Σύμπαντο κιντυνεύει.

Η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία του Θεού. Κινήσαμε σταυροφόροι να λευτερώσουμε, θέλοντας και μη, όχι τον Αγιο Τάφο, παρά το Θεό το θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας.

Κάθε κορμί, κάθε ψυχή είναι Αγιος Τάφος. Αγιος Τάφος είναι ο σπόρος του σιταριού• ας τόνε λευτερώσουμε! Αγιος Τάφος είναι το μυαλό• μέσα του κείτεται ο Θεός και παλεύει με το θάνατο• ας τρέξουμε βοήθεια!

Ο Θεός δίνει το σύνθημα της μάχης, κι ορμώ κι εγώ στην έφοδο τρέμοντας.

Είτε παραπομείνω λιποτάχτης είτε πολεμήσω γενναία, πάντα θα πέσω στη μάχη. Μα τη μια φορά ο θάνατος μου είναι στείρος• μαζί με το κορμί μου χάνεται, σκορπίζεται στον άνεμο κι η ψυχή μου.

Την άλλη, κατεβαίνω στη γης, σαν τον καρπό, γιομάτος σπόρο. Κι η πνοή μου, παρατώντας το κορμί μου να σαπίζει, οργανώνει νέα κορμιά και συνεχίζει τη μάχη.

Η προσευκή μου δεν είναι κλαψούρισμα ζητιάνου μήτε ερωτικιά εξομολόγηση. Μήτε ταπεινός απολογισμός εμποράκου: σου ΄δωκα, δώσε μου.

Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό. Αυτό έκαμα σήμερα, να πώς πολέμησα να σώσω στον εδικό μου τομέα αλάκερη τη μάχη, αυτά τα εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζουμαι αύριο να πολεμήσω.

Καβαλάρηδες οδεύουμε στο λιοπύρι η κάτω από σιγανή βροχή• εγώ κι ο Θεός μου• και κουβεντιάζουμε χλωμοί, πεινασμένοι, ανυπόταχτοι.

«Αρχηγέ!» κι εκείνος στρέφει κατά με το πρόσωπο του κι ανατριχιάζω αντικρίζοντας την αγωνία του.

Τραχιά είναι η αγάπη μας, καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, πίνουμε το ίδιο κρασί στη χαμηλή τούτη ταβέρνα της Γης.

Κι ως σκουντρούμε τα ποτήρια μας, αχούν σπαθιά, τινάζουνται μίση κι έρωτες, μεθούμε, οράματα σφαγής ανεβαίνουνε στα μάτια μας, πολιτείες γκρεμίζουνται μέσα στα μυαλά μας, κι είμαστε κι οι δυο λαβωμένοι και κουρσεύουμε, ξεφωνώντας από τους πόνους, ένα μεγάλο Παλάτι.

Β΄ ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ποια είναι η ουσία του Θεού μας; Ο αγώνας για την ελευτερία. Μέσα στο ακατάλυτο σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει και σημαδεύει την πορεία του Αόρατου. Ποιο είναι το χρέος μας; Ν΄ ανεβαίνουμε την αιματερή τούτη γραμμή μαζί του.

Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τ΄ απάνω και βοηθάει το Θεό ν΄ ανηφορίσει. Κακό είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω, κι αμποδάει το Θεό ν΄ ανηφορίσει.

Όλες οι αρετές κι οι κακίες παίρνουν τώρα καινούρια αξία, λευτερώνουνται από τη στιγμή κι από το χώμα, υπάρχουν απόλυτα μέσα στον άνθρωπο, πριν και μετά τον άνθρωπο, αιώνιες.

Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής λογής ρεούμενες ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευτερία.

Αθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια ουσία ανώτερη μας μας σπρώχνει ανήλεα προς τ΄ απάνω.

Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, Ιδέες μεγάλες, έρωτες σφοδροι, μια έφοδο ακοίμητη, μυστηριώδικη, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό.

Τέτοιος βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν΄ ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας.

Πολέμα από τα πράματα, πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο, πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργήσεις Θεό.

Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι οδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει• μα το φως ποτέ του• τέτοια κι η κραυγή της ελευτερίας.

Πολέμα, από την πρόσκαιρη συνάντηση των αντίδρομων δυνάμεων που αποτελεί την ύπαρξή σου, να δημιουργήσεις ό,τι αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο τούτον• μιαν Κραυγή.

Αυτή, παρατώντας στο χώμα το κορμί που το γέννησε, οδοιποράει και δουλεύει αιώνια.

Ένας έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος από το ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα.

Ανοίγει, διαπερνάει τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα. Είναι Έρωτας Στρατευόμενος. Πίσω από τους ώμους του αγαπημένου αγναντεύει τους ανθρώπους να σαλεύουν και να βογκούν σαν κύματα, αγναντεύει τα ζώα και τα φυτά να σμίγουν και να πεθαίνουν, αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του φωνάζει: «Σώσε με!»

Ο Έρωτας; Πως αλλιώς να ονοματίσουμε την ορμή που, ως ματιάσει την ύλη, γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της την όψη της; Αντικρίζει το σώμα και θέλει να το περάσει, να σμίξει με την άλλη κρυμμένη στο σώμα τούτο ερωτική κραυγή, να γενούν ένα, να χαθούν, να γίνουν αθάνατες μέσα στο γιο.

Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει, να μην υπάρχουν εγώ και συ• φυσάει απάνω στη μάζα τους ανθρώπους και θέλει, συντρίβοντας τίς αντίστασες του νου και του κορμιού, να σμίξουν όλες οι πνοές, να γίνουν άνεμος σφοδρός, ν΄ ανασηκώσουν τη γης!

Στις πιο κρίσιμες στιγμές, ο Έρωτας συναρπάζει και σμίγει με βία τους ανθρώπους, οχτρούς και φίλους, καλούς και κακούς, είναι μια πνοή ανώτερη τους, ανεξάρτητη από την επιθυμία κι από τα έργα τους. Είναι η πνοή του Θεού, η αναπνοή του, απάνω στη γης!

Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους, όπως του αρέσει. Σα χορός, σαν έρωτας, σαν πείνα, σα θρησκεία, σα σφαγή. Δε μας ρωτάει.

Μέσα στη σκάφη της γης, στις κρίσιμες τούτες ώρες, ο Θεός μοχτάει να ζυμώσει τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα στον ανήλεο στρόβιλο της περιστροφής του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει πρόσωπο• το πρόσωπο του.

Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους, πιάνεται από την κοιλιά, από την καρδιά, από το φαλλό, από το νου του ανθρώπου.

Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα είναι οι τέσσερεις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω στην κακοτράχαλη μας τούτη γης.

Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ο Θεός, παρά από την ντροπή, από την πείνα και τα δάκρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια παράταξη άνθρωποι ριψοκιντύνευαν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν, παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης.

Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί• και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα.

Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ΄ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.

Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους• Φωνές σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι• οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε.

Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.

Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει.

«Κάψε το σπίτι σου!» φωνάζει ο Θεός. «Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

«Κάψε τις Ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.

«Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο• Έμενα!

«Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης.

«Ακλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!»

Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος.

Πόλεμο στους άπιστους! Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.

Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα.

Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.

Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν΄ ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε.

Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα ΄τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες.

Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει• αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας• ας πάμε μαζί του! Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής. Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: «Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος!»

Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα!

Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!

Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας.

Η ταύτιση μας τούτη με το Σύμπαντο γεννάει τις δυο ανώτατες αρετές της ηθικής μας: την ευθύνη και τη θυσία.

Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο, μέσα στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να βοηθήσουμε το Θεό, που πλαντάει, να λευτερωθεί.

Κάθε στιγμή πρέπει να ΄μαστε έτοιμοι για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας. Γιατι η ζωή δεν είναι σκοπός, είναι όργανο κι αυτή, όπως ο θάνατος, όπως η ομορφιά, η αρετή, η γνώση. Όργανο τίνος; Του Θεού που πολεμάει για ελευτερία.

Όλοι είμαστε ένα, όλοι είμαστε μια κιντυνεύουσα ουσία. Μια ψυχή στην άκρα του κόσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στον ξεπεσμό της και την ψυχή μας. Ένα μυαλό στην άκρα του κόσμου που βυθίζεται στην ηλιθιότητα, γιομώνει τα μελίγγια μας σκοτάδι.

Γιατι ένας στα πέρατα τ΄ ουρανού και της γης αγωνίζεται. Ο Ένας. Κι αν χαθεί, εμείς έχουμε την ευθύνη. Αν χαθεί, εμείς χανόμαστε.

Να γιατί η σωτηρία του Σύμπαντου είναι και δική μας σωτηρία κι η αλληλεγγύη με τους ανθρώπους δεν είναι πια τρυφερόκαρδη πολυτέλεια παρά βαθιά αυτοσυντήρηση κι ανάγκη. Ανάγκη, όπως σ΄ ένα στρατο που μάχεται, η σωτηρία του παραστάτη σου.

Μα η ηθική μας ανηφορίζει ακόμα αψηλότερα. Όλοι είμαστε ένας στρατός και μαχόμαστε. Μα δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικήσουμε, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικηθούμε.

Υπάρχει σωτηρία, υπάρχει ένας σκοπός που τον υπηρετούμε κι υπηρετώντας τον βρίσκουμε τη λύτρωση μας; ή δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει σκοπός, όλα είναι μάταια κι η συνεισφορά μας δεν έχει καμιάν αξία;

Μήτε το ένα μήτε το άλλο. Ο Θεός μας δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικήσει, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικηθεί.

Η ουσία του Θεού μας είναι σκοτεινή, ωριμάζει ολοένα, ίσως η νίκη στερεώνεται με κάθε γενναία μας πράξη, ίσως κι όλες τούτες οι αγωνίες για λυτρωμό και νίκη είναι κατώτερες από τη φύση της θεότητας.

Ό,τι κι αν είναι, εμείς πολεμούμε χωρίς βεβαιότητα, κι η αρετή μας, μη όντας σίγουρη για την αμοιβή, αποχτάει βαθύτατη ευγένεια.

Όλες οι εντολές αναστατώνουνται. Δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δε μισούμε, δεν αγαπούμε πια σαν πρώτα. Ανανεώνεται η παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρνει το ψωμί, το νερό, η γυναίκα. Καινούρια, ανυπολόγιστη αξία, η πράξη.

Όλα αποχτούν απροσδόκητη αγιότητα• η ομορφιά, η γνώση, η ελπίδα, ο οικονομικός αγώνας, οι καθημερινές, τάχατε ασήμαντες, έγνοιες. Παντού ανατριχιάζοντας νογούμε την ίδια γιγάντια σκλαβωμένη Πνοή να μάχεται για ελευτερία.

Καθένας έχει το δρόμο τον εδικό του που τόνε φέρνει στη λύτρωση• ο ένας την αρετή, ο άλλος την κακία.

Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση σου είναι η αρρώστια, η ψευτιά, η ατιμία, χρέος σου να βυθιστείς στην αρρώστια, στην ψευτιά, στην ατιμία, για να τις νικήσεις. Αλλιώς δε σώζεσαι.

Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση σου είναι η αρετή, η χαρά, η αλήθεια, χρέος σου να βυθιστείς στην αρετή, στη χαρά, στην αλήθεια, για να τις νικήσεις, να τις αφήσεις πίσω σου. Αλλιώς δε σώζεσαι.

Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.

Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία. Δε βουλώνουμε τ΄ αυτιά μας να μην ακούσουμε τις Σειρήνες. Δε δενόμαστε από φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης Ιδέας• μήτε παρατούμε το καράβι και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τίς Σειρήνες.

Παρά εξακολουθούμε την πορεία μας, αρπάζουμε και ρίχνουμε τις Σειρήνες στο καράβι μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί μας. Τούτη είναι, σύντροφοι, η καινούρια Ασκητική μας!

Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: Σώσε με!

Ο Θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!

Άκου την καρδιά σου κι ακλούθα τον. Σύντριψε το σώμα σου κι ανάβλεψε: Όλοι είμαστε ένα!

Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.

Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατι ήσουνα συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.

Αγάπα το σώμα σου• μονάχα με αυτο στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να πνεματώσεις την ύλη.

Αγάπα την ύλη• απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί του.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν΄ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν εϊναι να ΄σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.

Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!

Η επιχείρηση του Σύμπαντου, για μιαν εφήμερη στιγμή, όσο ζεις, να γίνει επιχείρηση δική σου. Τούτος είναι, σύντροφοι, ο καινούριος Δεκάλογος μας!

Γ΄ ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΗΣ

Ο κόσμος τούτος, όλη η πλούσια, απέραντη σειρά τα φαινόμενα, δεν είναι απάτη, φαντασμαγορία πολύχρωμη του αντικαθρεφτιζόμενου νου μας. Μήτε απόλυτη πραγματικότητα, που ζει και μεταπλάθεται ανεξάρτητη από τη δύναμη του νου μας, λεύτερη.

Δεν είναι η λαμπερή στολή που ντύνει το μυστικό σώμα του Θεού. Μήτε το διάφανό και σκοτεινό μεσότοιχο αναμεσός ανθρώπου και μυστηρίου.

Όλος τούτος ο κόσμος που θωρούμε, γρικούμε κι αγγίζουμε είναι η προσιτή στις ανθρώπινες αίστησες, όλο Θεό συμπύκνωση των δυο τεράστιων δυνάμεων του Σύμπαντου.

Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν΄ ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία.

Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου, συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι.

Αιώνια οι αντίθετες δυνάμες συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικουνται, συβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο• από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία.

Στρατόπεδο αλάκερου του Θεού είναι και το πιο ταπεινό έντομο κι η πιο μικρή Ιδέα. Μέσα τους όλος ο Θεός είναι παραταγμένος σε κρίσιμη μάχη.

Και στο πιο ασήμαντο μόριο γης κι ουρανού ακούω το Θεό μου να φωνάζει: Βοήθεια!

Το κάθε πράμα είναι αυγό, και μέσα του το σπέρμα του Θεού ανήσυχο, ακοίμητο δουλεύει. Αρίφνητες δυνάμες απομέσα του κι απόξω παρατάζουνται και το υπερασπίζουν.

Με το φως του μυαλού, με τη φλόγα της καρδίας πολιορκώ την κάθε φυλακή του Θεού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, χτυπώντας, ν΄ ανοίξω μέσα στο φρούριο της ύλης θύρα, να δημιουργήσω μέσα στο φρούριο της ύλης τη θύρα της ηρωικής έξοδος του Θεού μας.

Πολέμα, ενεδρεύοντας με υπομονή τα φαινόμενα, να τα υποτάξεις σε νόμους. Έτσι ανοίγεις δρόμους στο χάος και βοηθάς το πνέμα να βαδίσει.

Βάλε τάξη, την τάξη του μυαλού σου, στη ρεούμενη αναρχία του κόσμου. Καθαρά χάραξε απάνω στην άβυσσο το σχέδιο της μάχης.

Πάλεψε με τις φυσικές δυνάμες, ανάγκασε τις να ζευτούν σε σκοπόν ανώτερο τους. Λευτέρωσε το πνέμα που αγωνίζεται μέσα τους και λαχταράει να σμίξει με το πνέμα που αγωνίζεται στα σωθικά σου.

Όταν στο χάος ο άνθρωπος παλεύοντας υποτάξει μια σειρά φαινόμενα στους νόμους του μυαλού του κι αυστηρά τους νόμους τούτους περικλείσει στο λόγο, ο κόσμος ανασαίνει, ταχτοποιούνται οι φωνές, ξεκαθαρίζουνται τα μελλούμενα κι όλες οι σκοτεινές ατέλειωτες ποσότητες των αριθμών λευτερώνουνται υποταζόμενες στη μυστική ποιότητα.

Με τη βοήθεια του νου μας βιάζουμε την ύλη να ΄ρθει μαζί μας. Ξεστρατίζουμε τις δυνάμες που κατηφορούν, αλλάζουμε το ρέμα, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά σε ελευτερία.

Δε λευτερώνουμε μονάχα Θεό παλεύοντας κι υποτάζοντας τον ορατό γύρα μας κόσμο• δημιουργούμε Θεό.

Άνοιξε τα μάτια σου, φωνάζει ο Θεός• θέλω να δω! Στύλωσε τ΄ αυτιά σου, θέλω ν΄ ακούσω! Πήγαινε μπροστά• είσαι η κεφαλή μου!

Η πέτρα σώζεται αν τη σηκώσουμε από τη λάσπη και τη χτίσουμε σ΄ ένα σπίτι ή αν σκαλίσουμε απάνω της το πνέμα.

Ο σπόρος σώζεται• τι θα πει σώζεται; λευτερώνει το μέσα του Θεό• ανθίζοντας, καρπίζοντας, ξαναγυρίζοντας στο χώμα• ας βοηθήσουμε το σπόρο να σωθεί.

Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες• και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί.

Είναι οι άθλοι οι δικοί του που έχει χρέος να τελέψει προτού πεθάνει. Αλλιώς δε σώζεται. Γιατί η ίδια η ψυχή του είναι σκορπισμένη, σκλαβωμένη στα πράματα τούτα γύρα του, στα δέντρα, στα ζώα, στους ανθρώπους, στις Ιδέες, κι αυτή, την ψυχή του, σώζει τελώντας τους άθλους.

Αν είσαι αργάτης, δούλευε τη γης, βόηθα τη να καρπίσει. Φωνάζουν οι σπόροι μέσα από τα χώματα, φωνάζει ο Θεός μέσα από τους σπόρους. Λευτέρωσε τον. Ένα χωράφι προσμένει από σένα τη λύτρωση, μια μηχανή προσμένει από σένα την ψυχή της. Πια δεν μπορείς να σωθείς, αν δεν τα σώσεις.

Αν είσαι πολεμιστής, μη λυπάσαι, δεν είναι στην περιοχή του χρέους σου η συμπόνια. Σκότωνε τον οχτρό ανήλεα. Μέσα από το σώμα του οχτρού άκου το Θεό να φωνάζει: «Σκότωσε το σώμα τούτο, μ΄ εμποδίζει• σκότωσε το να περάσω!»

Αν είσαι σοφός, πολέμα στο κρανίο, σκότωνε τις Ιδέες, δημιούργα καινούριες. Ο Θεός κρύβεται μέσα σε κάθε Ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα. Σύντριψε την Ιδέα, λευτέρωσε τον! Δώσε του μιαν άλλη Ιδέα, πιο απλόχωρη, να κατοικήσει.

Αν είσαι γυναίκα, αγάπα. Διάλεξε, ανάμεσα άπ΄ όλους τους άντρες, με σκληρότητα, τον πατέρα των παιδιών σου. Δε διαλέγεις εσύ• διαλέγει ο άναρχος, ακατάλυτος, ανήλεος μέσα σου αρσενικός Θεός. Τέλεψε όλο σου το χρέος, το γιομάτο πίκρα, έρωτα κι αντρεία. Δώσε όλο σου το κορμί, το γιομάτο αίμα και γάλα.

Να λες: Ετούτος, που κρατώ στον κόρφο μου και τον βυζαίνω, θα σώσει το Θεό. Ας του δώσω το αίμα μου όλο και το γάλα.

Βαθιά, απροσμέτρητη η αξία του ρεούμενου τούτου κόσμου: από αυτόν πιάνεται ο Θεός κι ανεβαίνει• από αυτόν θρέφεται ο Θεός και πληθαίνει.

Ανοίγει η καρδιά μου, φωτίζεται ο νους, και μονομιάς το φοβερό τούτο στρατόπεδο του κόσμου μου ξεσκεπάζεται ερωτικιά παλαίστρα.

Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός, συναντήθηκαν και συγκρούονται σ΄ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γένηκαν ορατοί.

Το σταυροδρόμι τούτο είναι το Σύμπαντο. Το σταυροδρόμι τούτο είναι η καρδιά μου.

Από το πιο σκοτεινό μόριο ύλης ως τον πιο μεγάλο στοχασμό, μεταδίνεται ο χορός της γιγάντιας ερωτικιάς σύγκρουσης.

Η όλη είναι η γυναίκα του Θεού μου• οι δυο μαζί παλεύουν, γελούν και κλαίνε, φωνάζουν μέσα στο θάλαμο της σάρκας.

Γεννοβολούν, μελίζουνται. Γιομώνουν στεριά και θάλασσα κι αγέρας από φυτολόι, ζωολόι, ανθρωπολόι και πνέματα, το αρχέγονο ζευγάρι μέσα στο κάθε ζωντανό αγκαλιάζεται, διαμελίζεται και πληθαίνει.

Όλη η αγωνία του Σύμπαντου συμμαζωμένη ξεσπάει στο κάθε ζωντανό και ο Θεός μέσα στη γλύκα, μέσα στην πίκρα της σάρκας κιντυνεύει.

Μα τινάζεται, πηδάει από τα φρένα κι από τα λαγόνια, χιμάει, πιάνεται από καινούρια λαγόνια και φρένα, και ξεσπάει πάλι απαρχής ο αγώνας για την ελευτερία.

Για πρώτη φορά, απάνω στη γης ετούτη, μέσα από το νου κι από την καρδιά μας, κοιτάζει ο Θεός τον αγώνα του.

Χαρά! Χαρά! Δεν ήξερα πως ο κόσμος τούτος είναι τόσο ένα μαζί μου, πως όλοι είμαστε ένας στρατός, πως οι ανεμώνες και τ΄ άστρα μάχουνται, δεξά ζερβά μου, και δε με γνωρίζουν, μα εγώ στρέφουμαι και τους γνέφω.

Θερμό, αγαπημένο, γνώριμο, μυρίζοντας σαν το κορμί μου, είναι το Σύμπαντο. Έρωτας μαζί και πόλεμος, σφοδρή ανησυχία, επιμονή κι αβεβαιότητα.

Αβεβαιότητα και τρόμος. Σε μια βίαιη αστραπή ξεχωρίζω: στην πιο αψηλή κορφή της δύναμης αγκαλιάζουνται• το πιο στερνό, το πιο φοβερό αντρόγυνο- ο Τρόμος κι η Σιγή. Κι ανάμεσα τους μια Φλόγα.

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου• ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει• τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν΄ απαντήσει. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής• δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα• γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας• πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει• ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους• καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν΄ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν΄ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ΄ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ΄ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ΄ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ• ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Με λένε εξέγερση… (αναδημοσίευση)

Η ηλικία μου απροσδιόριστη. Πρέπει να γεννήθηκα τότε που φύτρωσε το παράπονο στο στήθος του σκλάβου και η αδικία έγινε το καθημερινό ψωμί στα τραπέζια του κόσμου. Το σώμα μου τράφηκε με ποτάμια αίματος, με αλυσίδες, με θυσίες με ανισότητες.
Με λένε εξέγερση.
Απόκτησα χίλια πρόσωπα, πότε γροθιά, πότε κραυγή, πότε παράπονο, πότε οδόφραγμα, πότε ντουφέκι, πότε πλακάτ και πύρινος λόγος, μα πάντα παρούσα και καλπάζουσα στα σταυροδρόμια της ιστορίας.
Με λένε εξέγερση.
Έγινα τραγούδι στα χείλη των κυνηγημένων, σημαία στους ιστούς των καταπιεσμένων, συνείδηση των θυμάτων και υποσυνείδητο των θυτών. Έθνος μου όλα τα έθνη της γης και χώμα μου το σώμα των μυριάδων σκοτωμένων στο όνομά μου.
Με λένε εξέγερση.
Αφουγκράστηκα τους μύχιους πόθους της ανθρώπινης δυστυχίας και έγινα αποκούμπι, λυτρωτής και φωτοδότης σε καθημερινούς Γολγοθάδες που γίνονταν Αναστάσεις και Λυτρώσεις. Έγινα αμέτρητες φορές το καθαρτήριο της ανθρώπινης συνείδησης, η νέα αυγή σ’ έναν κόσμο σκοτεινό και απάνθρωπο.
Με λένε εξέγερση.
Γύρισα όλα τα μέρη του κόσμου. Άλλοτε στη Ναζαρέτ, άλλοτε στην Αγία Πετρούπολη κι άλλοτε στην Τιεν Αν Μεν. Έγινα έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα, κατάληψη στο κάστρο της Βαστίλης. Μάης παριζιάνικος, άνοιξη της Πράγας, ροβόλημα στους δρόμους της Αβάνας. Πότε σπαθί στα χέρια του Σπάρτακου, πότε βόλι στο καριοφίλι του Καραΐσκάκη, πότε λόγος θεϊκός στης Ιερουσαλήμ τα τείχη, πότε αντάριασμα στου Βιετνάμ τους ορυζώνες, πότε σφεντόνα παιδική στης Παλαιστίνης την Ιντιφάντα και πότε ανοιγμένο κεφάλι στου Σιάτλ το μετερίζι.
Με λένε εξέγερση.
Αδίκησα και αδικήθηκα, εμπιστεύτηκα και απογοητεύτηκα, ξεκίνησα μα δεν τερμάτισα, κοιλοπόνεσα μα δεν γέννησα, γονάτισα μα σηκώθηκα, γιατί ταυτίστηκα με τους ανθρώπους, γιατί είμαι δικό τους έργο.
Με λένε εξέγερση.
Κι ήμουνα πάντα κοντά σας, έγινα σύντροφός και ιδρώτας στην πονεμένη πορεία σας στο χρόνο. Ήμουνα πύρινα λόγια Βελεστινλήδων στα Βαλκάνια, τα ματωμένα στάρια στα Κιλελέρ, τα νεκρά κορμιά των καπνεργατών στη Σαλονίκη του ’36. Κι έπειτα έγινα ΟΧΙ βροντερό στα χείλη τους και αντάρτικο τραγούδι στα θρυλικά βουνά τους. Αργότερα πυρπόλησα τις καρδιές τους στη Λευκωσία και την Κερύνεια, κι έγινα αγώνας ανένδοτος και βήμα γοργό στα πόδια του Λαμπράκη και 1-1-4 στις διαδηλώσεις της ψυχής τους.
Με λένε εξέγερση.
Με φυγάδευσαν στη σιωπή και στο βόλεμα τα σκοτεινά χρόνια των αμερικανόδουλων πρακτόρων. Χώθηκα και πλαδάρεψα εφτά χρόνια μαζί με τους Έλληνες στις πολυθρόνες της ντροπής και της υποταγής. Μου ρούφηξε το αίμα η αντιπαροχή, το θαλασσοδάνειο, ο άγνωστος πόλεμος της τηλεόρασης και η αποβλάκωση των γηπέδων. Έκανα πως δεν άκουγα τις κραυγές αυτών των λίγων που σάπιζαν στις Γυάρους και τις Μακρονήσους…
Με λένε εξέγερση.
Και ξανάνιωσα στις φλογισμένες ψυχές των φοιτητών. Ξανάδα τον ήλιο στην ταράτσα της Νομικής, ξαναγεννήθηκα στα αμφιθέατρα και στους δρόμους του Πολυτεχνείου το ’73.
Με λένε εξέγερση, με λένε “Εδώ πολυτεχνείο – εδώ πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων”.
Τρεις μέρες γιόρτασα την άνοιξη μου και ήταν Νοέμβρης.
Έκλεισα τις τηλεοράσεις, έκλεισα τα ραδιόφωνα, άνοιξα τις πόρτες, βγήκα στους δρόμους. Έγινα πλακάτ, φέιγ βολάν, γραμμένο σύνθημα με μαρκαδόρο στους τοίχους της ιστορίας. “Κάτω η χούντα”, “Έξω οι Αμερικάνοι”, “Θάνατος στον φασισμό”. Έγινα “Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία”.
Με λένε εξέγερση.
Δεν μ’ έλιωσε η ερπύστρια του τανκ. Δεν μ’ έσβησε η σιωπή των κρατητηρίων. Κάθε σπίτι έγινε κι ένα μου κρησφύγετο, κάθε ψυχή κι ένα μου εικονοστάσι.
Με λένε εξέγερση.
Έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα στην μεταπολίτευση και πριν προλάβω να ξαποστάσω είδα φίλους χθεσινούς να με εξαργυρώνουν, πολιτικάντηδες να μου κάνουν στριπτίζ στα μπαλκόνια, χθεσινούς εραστές να μ’ απατάν στην αγκαλιά της εξουσίας. Έγινα εμπόρευμα και φανφάρες, κόκκινα παχιά χαλιά επισήμων, λόγοι δεκάρικοι σε καλοταϊσμένα στόματα ψευδεπίγραφων αγωνιστών. Ασέλγησαν στο κορμί μου, με έκαναν γιορτή καθεστωτική και με αποστέωσαν αυτοί που στην ουσία ποτέ δεν μύρισαν το άρωμά μου.
Με λένε εξέγερση.
Λένε πως τώρα πια δεν έχω χώρο ζωτικό στα όνειρά σας.
Τώρα η ζωή σας έγινε εικονική πραγματικότητα, φαστ φουντ, κινητή ψευδαιμονία, τζόγος χρηματιστηριακός και πασαρέλα μιας ομορφιάς επίπλαστης, ντυμένης με τα σινιέ ρούχα της μοναξιάς σας.
Κι όμως εγώ είμαι πάντα εδώ, κρυμμένη σε κάποια σκοτεινή γωνιά σας. Όταν θα τελειώσετε με τα “limit up” σας, όταν θα σας λιώσει το ελαστικό ωράριό σας, όταν θα σας πνίξει πια η μπόχα των απόβλητων του τεχνικού πολιτισμού σας, όταν χτυπήσει και τη δικιά σας πόρτα ο ρατσισμός και ο αποκλεισμός για τον οποίο τώρα αδιαφορείτε, όταν θα γίνεται και σεις θύματα τούτης της παγκοσμιοποίησης που τώρα θεοποιείτε, όταν συνειδητοποιήσετε ότι είστε τα αναλώσιμα υλικά στην κρεατομηχανή των πολυεθνικών, τότε θα με θυμηθείτε.

Γιατί με λένε εξέγερση και είμαι η συνείδησή σας.

Γιατί πάντα θα σας φλογίζω τις ψυχές με τα λόγια του Τσε:
«Μας φαίνονταν μεγάλοι γιατί ήμασταν γονατιστοί… Ας εγερθούμε».

(Νίκος Π. – το κείμενο δημοσιεύτηκε σε καθημερινή εφημερίδα στις 17 Νοέμβρη 2000)

Σημείωση pnevmatilogias: Τo βρήκα στη σελίδα  https://www.facebook.com/pages/%CE%94%CE%9F%CE%9D-%CE%9A%CE%99%CE%A7%CE%A9%CE%A4%CE%95%CE%A3/129102040491250