Αυγουστιάτικες ιστορίες

summer_art_camp_fun___van_gogh_s_sunflowers_floral__still_life__6bf4bc4568ae955ff03ae676a21071ba

«Εγώ είμαι αστή!» είπε και παρήγγειλε το τρίτο ποτό κοιτώντας τα πεντικιουρισμένα πόδια της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον μεροκαματιάρη άντρα της, που σκέφτεται να αφήσει το σπίτι στην πόλη να το φάει ο τραπεζίτης και να πάει στο χωριό να σφάζει πρόβατα να τρώει αυτός και η φαμίλια του, συνέχισε όλη πανικό: «το λένε όλοι, έτσι δεν είναι; Η αστική τάξη είναι αυτή που κινδυνεύει. Θέλουν να μας εξαφανίσουν. Ποιοι; Οι Εβραίοι. Οι Αλβανοί. Οι μαύροι». Ανάβει τσιγάρο συγχυσμένη. Πώς τόλμησε να την αποκαλέσει «εργατική τάξη»; Αυτήν, που από πριν τα είκοσί της χρόνια, παιδίσκη ακόμη, γνήσιος γόνος κομματικού σωλήνα, άδραξε τις ευκαιρίες από τα μαλλιά, αναρριχήθηκε στα υπουργικά γραφεία και τις γενικές γραμματείες. Τσαμπουκιάστηκε άγρια για τη θέση με την αντίπαλο συνάδελφο και την νίκησε. «Λογοδοτώ μόνο στον υπουργό!» αναφωνεί και στο κρανίο της αντιλαλεί η «διαθεσιμότητα» των εκτός «σκληρού ΑΣΕΠ». Κάτι ψιθυρίζει για «διαδικασίες μοριοδότησης ΑΣΕΠ» φανερά μπερδεμένη ανάμεσα στη θολούρα του αλκοόλ, της αξιοκρατίας και του «μαζί τα φάγαμε» και καλά να πάθουμε. Το αμάξι θέλει σέρβις. Το παιδί τετράδια. Το μαλλί οξυζενέ νούμερο 40. Οι «λαθρομετανάστες» μαζικό πνιγμό αλά Ιταλία. Τα αλβανάκια θέλουν δικαιώματα ίδια με αυτά των ελληνόπουλων. Αν δεν τους αρέσει να πάνε από κει που ήρθαν. Και, τι έκπληξη, το δημόσιο νηπιαγωγείο ήταν ανέλπιστα εξαίρετο! Σχεδόν σαν ιδιωτικό κολλέγιο! Πιάσε ένα ουίσκι ακόμη, μπάρμαν. Το φουλάρι μου μυρίζει σανέλ.

*

«Δεν ζητώ πολλά. Μόνο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς. Ας χτυπά την πόρτα πριν μπουκάρει ο γιατρός ή η νοσοκόμα στο δωμάτιο. Και δεν θα ήταν κακό να ζητούσαν την άδεια του ασθενούς πριν οι μαθητευόμενοι μάγοι επιτεθούν με τα μάτια τους και εξετάσουν με επαγγελματική λαιμαργία τις χαίνουσες πληγές της ετοιμοθάνατης μάνας μου.» Το είπε με ένταση, σχεδόν με δάκρυα. Αυτά τα κρυφά κόκκινα δάκρυα που τσούζουν στον κρόταφο. Ο μεγαλύτερος, συνταξιούχος πια, γιατρός της παρέας αντεπιτέθηκε ακαριαία: «Ο γιατρός σώζει ζωές. Δεν έχεις δικαίωμα καν να βρίσκεσαι εκεί». «Έχεις δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ασθενείς σου (ή μήπως πελάτες σου; δεν ξέρω)» ήθελα να πω αλλά ψιθύρισα κάτι για νοσοκομεία, σχολεία, φυλακές – στρατόπεδα. Στο ντούκου, και καλώς. Ο δακρυσμένος άνθρωπος  ζητούσε (τι άπελπις προσπάθεια, αλήθεια) να ακουστεί σε μια ομήγυρη κωφών, να γίνει κατανοητός σε μια παρέα που απλώς το μόνο που ήθελε ήταν να φάει σουβλάκια χοιρινά, να πιει λίγο κρασί και να καταπιαστεί με μια συζήτηση τρελών όπου ο καθένας μπορεί να απαντά ό,τι θέλει – ή ό,τι θέλει να καμωθεί ότι καταλαβαίνει – σε οποιαδήποτε ερώτηση. Η αντεπίθεση κλιμακώθηκε κι έγινε προσωπική, κόντευε να γίνει προσβλητική. Το δικό σου επάγγελμα είναι χειρότερο. Τέτοιοι είστε εσείς οι ……  Ο δακρυσμένος άνθρωπος απευθύνθηκε στον νεότερο γιατρό της παρέας. «Εσύ, που είσαι νέος γιατρός, τι λες;» «Δεν παίρνω θέση. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που γίνεται η συζήτηση. Προτιμώ να δω ποδόσφαιρο. Πόσο είναι ο Ολυμπιακός;» «Μα δεν μπορεί, π ρ έ π ε ι  να πάρεις θέση. Είσαι νέος!»

*

Πόσο ενοχλητικοί μπορούν να είναι αυτοί οι άνθρωποι, άξεστοι και αγενείς, αντικοινωνικοί, χαλούν το κέφι της παρέας και σου ζητούν, με τόση αναίδεια, να δεις πέρα από τη μύτη σου, να μυρίσεις πέρα από το τζατζίκι σου και να μπεις στον κόπο έστω να ακούσεις τις λέξεις. Θα έχει μαΐστρο αύριο. Πάει το μπάνιο.

*

«Τη δουλειά του έκανε ο άνθρωπος. Να μην ελέγξει τα εισιτήρια; Να σου πω, κι εμένα αν μου λέγανε να γίνω ελεγκτής, θα γινόμουν να βγάλω και κανένα φράγκο. Τι εννοείς “δεν είναι δουλειά αυτή”; Πώς; Εσύ προτιμάς να γίνεις πουτάνα;

Λαθραίοι, μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν. Τους πέταξα στη θάλασσα.

Το σημαντικό, μου έλεγε, είναι να είσαι «λάθρα βιώσας». Να μην σε παίρνει κανείς είδηση. Να μην δίνεις στόχο. Σχεδόν να μην υπάρχεις. Κι έτσι, ήσυχα να ζήσεις και να σβήσεις απ’ αυτή τη ζωή. Εγώ πάλι είχα ακούσει μόνο για κάτι λαθραία τσιγάρα και κάποιο λαθρεμπόριο πετρελαίου. Ήμουν μικρή. Δεν φανταζόμουν τότε ότι υπήρχαν λαθραίοι άνθρωποι ούτε πως ήταν δυνατόν να ζήσεις χωρίς να ζήσεις.

Ύστερα ήρθαν αυτοί με τις μπλε, τις πράσινες και τις χρυσοκόκκινες σημαίες και μου μίλησαν κι αυτοί για λαθραίους ανθρώπους. Παράνομοι, επιθετικοί κι επικίνδυνοι εισβολείς στη ζωή μου. Βρωμεροί και άθλιοι. Θέλουν, μου είπαν, να σε αφανίσουν, να σου αλλάξουν την πίστη, να σου πάρουν τη δουλειά. Να σε ληστέψουν, να σε βιάσουν και μετά να σε σκοτώσουν.

Τους άκουσα προσεκτικά. Και κοίταξα γύρω μου. Και, ναι, άρχισα να διακρίνω κι εγώ τους λαθραίους ανθρώπους. Μερικούς τους είδα στη δουλειά, στη γειτονιά, στην παρέα. Άλλους τους είδα σε μπαλκόνια, σε πλατείες και τηλεοράσεις. Πίσω από δρύινα γραφεία και τιμόνια πολυτελών αυτοκινήτων.

Τους πρώτους τους παρακολούθησα καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη ζωή, καθώς έκλειναν τα μάτια στην αλήθεια. Σχεδόν τους λυπήθηκα, όταν με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια έτρεχαν να κρυφτούν στο σπίτι τους και στην ασήμαντη αφάνειά τους.

Είναι οι λαθρεπιβάτες της ζωής. Κι αυτή η ζωή είναι και δική μου.

Μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν.

Με τρόμαξαν. Τους έδιωξα.

Τους άλλους μου πήρε λίγο χρόνο για να τους αναγνωρίσω. Με βοήθησαν όμως τα λόγια τους. Ήταν αυτοί, οι επιθετικοί εισβολείς, που μου πήραν τη δουλειά, που προσπάθησαν να μου αλλάξουν την μοναδική μου πίστη, την πίστη στον άνθρωπο και την ελευθερία. Ήταν αυτοί που με λήστεψαν και με βίασαν. Που θέλησαν να με σκοτώσουν. Να με ταΐσουν μολυσμένο φαγητό. Να με ποτίσουν πανάκριβο νερό. Να μου δηλητηριάσουν με μίσος και άγνοια το μυαλό. Επιθετικοί κι αδίστακτοι. Βρωμεροί και άθλιοι πίσω από τα λευκά κολάρα και τα λευκά δόντια.  Ήταν αυτοί, με τις πράσινες, μπλε και χρυσοκόκκινες σημαίες, αυτοί, οι πίσω από τα γραφεία και τα τιμόνια, αυτοί στις τηλεοράσεις και τα μπαλκόνια, που με εκβίασαν, με τρομοκράτησαν, με εξαπάτησαν.

Είναι οι λαθρεπιβάτες του κόσμου. Κι αυτός ο κόσμος είναι και δικός μου.

Μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν.

Τους πέταξα στη θάλασσα.