Το δικό μου όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας ορίσουν – και αργότερα θα μπορούν να επανορίσουν – ποιο είναι το αξιοπρεπές όριο που κάνει τη ζωή αξιοπρεπή και ποιο είναι το κατώφλι κάτω από το οποίο η ζωή μας δεν θεωρείται αξιοπρεπής. Μας μιλούν με όρους της πιο απαίσιας γλώσσας, αυτής της αγοράς. Έτσι ορίζουν τη ζωή οι χασάπηδες. Και την αξιοπρέπεια. Πόσα μπορείς να αγοράζεις, πόσα σου επιτρέπεται να αγοράζεις, με πόσα τη ζωή σου εξαγοράζεις, με πόσα την αξιοπρέπεια ξεπουλάς.

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και ότι θα μας χαρακτηρίσουν καλά παιδιά και συνεργάσιμα, αν με ευγνωμοσύνη δεχτούμε το δώρο τους να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν και αποπληρώνουμε το δάνειο με όσα δεν μας είναι χρήσιμα για να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν. Ίσως να μην μας χώσουνε στη φυλακή, αν με προθυμία δηλώνουμε κάθε σεντ που παίρνουμε από τη δουλειά μας, απαντάμε αμέσως σε κάθε κλήση του δανειστή μας, ειλικρινώς και αμελλητί παραιτηθούμε από κάθε αμαρτωλή επιθυμία μας για ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή με τα παιδιά μας.

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας μοιράσουν ένα κομμάτι από το πλεόνασμα. Μια μερίδα από τις σάρκες μας. Μια γουλιά από το αίμα μας.

Μας κάνουν κομματάκια και μας δίνουν να τα φάμε. Μας κάνουν άστεγους και μας δίνουν μια κουβέρτα. Μας διαολοστέλνουν στην ανεργία και μας περιμένουν στη γωνία του εκλογικού τμήματος με λυγισμένα γόνατα και απλωμένα χέρια για μιας πεντάρας επίδομα και μιας δεκάρας μισθωτή σκλαβιά.

Μας δέρνουν και μας λοιδορούν. Μας τρομοκρατούν. Μας θέλουν σκυφτούς κι υποταγμένους. Μας εκβιάζουν όταν δεν μας απειλούν. Μας ταΐζουν προπαγάνδα, ενοχές και μίσος. Μας στέλνουν στον ψυχίατρο, στον λογιστή, στον εφοριακό, στον δικηγόρο, στις ουρές, στα ταμεία, στους διακανονισμούς, στον τραπεζίτη, στη φυλακή, στον αγύριστο.

Αν στα παραπάνω δεν διακρίνεις την πιο απόλυτη μορφή προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν δεν νιώθεις οργή μαζί με αγανάκτηση, την επιθυμία να ουρλιάξεις «ΟΧΙ», αν δεν σου καίει τα βλέφαρα η ασίγαστη λαχτάρα για ζωή, χαρά, ελευθερία και αυτοκαθορισμό, αν δεν αναγνωρίζεις στο πρόσωπο των ομιλούντων τη γλώσσα του χασάπη το πρόσωπο του πιο στυγερού δυνάστη,τότε μετρήθηκες και κόπηκες στο νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Αν δεν φώναξες «ποιος είσαι εσύ που θα μου ορίσεις τη ζωή μου, ρε απαίσιε, αποκρουστική καρικατούρα ανθρώπου-μάστιγας, βαμπίρ της ανθρωπιάς, κλέφτη της ομορφιάς;», τότε έχεις φτιάξει και παραδώσει από καιρό τα κλειδιά της φυλακής σου.

Θα σας πω τώρα εγώ ποιο είναι το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσής μου. Μάθετε, λοιπόν, ανθρωποφάγα τέρατα, ότι η δική μου αξιοπρεπής διαβίωση δεν έχει όρια. Δεν έχουν όρια οι ιδέες, η αγάπη, η αλληλεγγύη, ο αγώνας, ο ουρανός, τα όνειρα, η ομορφιά, η αμφισβήτηση. Δεν έχει όρια η καθαρή κι αποφασιστική ματιά, η σφιγμένη όρθια γροθιά, το χαμόγελο της νίκης, ο πόνος της καθημερινής μάχης, η αγωνία, η ματαίωση, η νέα πεισματική προσπάθεια.

Επειδή η δική μου αξιοπρεπής διαβίωση δεν είναι συνεργάσιμη με τον θάνατο και τη λεηλασία.

IMG_3997

 

Ντρέπομαι

Αναδημοσίευση από tintooth

«Ένα τσούρμο φοιτητών, θα ήταν περίπου 20 χρονών, περπατούσε στο διάδρομο του 7ου ορόφου του νοσοκομείου. Μπροστά ο καθηγητής, πίσω αυτά ακολουθούσανε. Σταθήκανε μπροστά στην πόρτα ενός θαλάμου. Κάτι τους είπανε, τους δώσανε μάσκες και μπήκανε.

Στο μοναδικό κατειλημμένο κρεββάτι, μία γυναίκα. Σκεπασμένη με ένα σεντόνι ως το λαιμό, μόνο το κεφάλι και τα χέρια έξω απ’ αυτό. Διάσπαρτες στο δέρμα της, οι χαρακτηριστικές σκουροκόκκινες κηλίδες των ανθρώπων που νοσούν από AIDS. Όση ώρα ο καθηγητής τις έδειχνε στους φοιτητές, αυτή κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Δεν ήξερε καν τί ήταν ο HIV. Δεν ήξερε καν γιατί ήταν εκεί. Δεν ήξερε καν γιατί το σώμα της έκανε αυτά που έκανε. Ήταν από ένα ορεινό χωριό ενός μεγάλου νησιού. Μία φορά στη ζωή της είχε κάνει σεξ με έναν επισκέπτη του νησιού. Τώρα δεν είχε κανέναν δίπλα της. Την είχε παρατήσει η οικογένειά της, εκεί στον έβδομο όροφο, να κοιτάει έξω από το παράθυρο και να αναρωτιέται.

Ξεσκεπάσου, της είπε ο καθηγητής. Αυτή έσφιξε το σεντόνι ακόμη περισσότερο. Ξεσκεπάσου, της είπε πιο δυνατά, πιο άγρια. Άρχισε να κλαίει σιγανά και κουκουλώθηκε ακόμη περισσότερο. Ο καθηγητής τότε, έπιασε το σεντόνι νευριασμένος και της το τράβηξε δυνατά, αποκαλύπτοντας ένα γυμνό κορμί, γεμάτο με κοκκινάδια. Ντρέπομαι, έλεγε αυτή κι έκλαιγε με λυγμούς πια. Ντρέπομαι, είμαι γυμνή, με βλέπουν, και με τα χέρια της προσπαθούσε να καλύψει το στήθος της και το μουνί της. Άνοιξε τα πόδια σου, της είπε κοφτά. Ντρέπομαι, ξανά και ξανά. Παραδόθηκε όμως τελικά, μέσα στα ακατάσχετα αναφιλητά, παραδόθηκε στο γαντοφορεμένο χέρι, που της σήκωσε βίαια το ένα πόδι, για να αποκαλύψει μια τεράστια κόκκινη πληγή εκεί ανάμεσα.

Οι φοιτητές είχαν βουβαθεί. Μερικοί είχαν πισωπατήσει προς την πόρτα. Κανά δυο είχαν βουρκώσει. Κανένας όμως δεν μίλησε.

~

Είναι μερικοί άνθρωποι που κουβαλούν τη ντροπή του κόσμου όλου. Κουβαλούν ακόμη και τη ντροπή αυτών που δεν έχουν ντροπή.
Και είναι και μερικοί άλλοι, που δεν θα καταλάβουν ποτέ τί σημαίνει αξιοπρέπεια. Γιατί οι ίδιοι, δεν έχουν.

(Με αφορμή την απόφαση του Α. Γεωργιάδη να επαναφέρει την υγειονομική διάταξη του Α. Λοβέρδου για τις οροθετικές ιερόδουλες.)»