Η «Γλώσσα της Απόλυτης Διοίκησης» ως «Γλώσσα της Αλήθειας»

Ο Herbert Marcuse (1971) αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο του Μονοδιάστατου Ανθρώπου στη διερεύνηση του Λόγου που εκφράζει τη μονοδιάστατη σκέψη της απόλυτης διοίκησης. Η τελευταία όχι μόνο μιλά τη γλώσσα της αλήθειας αλλά και την κατασκευάζει προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Κατά μια έννοια είναι η γλώσσα της διαφήμισης που διαπότισε τον λόγο της πολιτικής. Ως ιδιαίτερη γλώσσα έχει και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τη μορφή, την εκφορά, τη γραμματική και τη λειτουργία της.

Η γλώσσα που μιλά η εξουσία είναι λειτουργική, μαγική και τελετουργική. Τείνει να καταργήσει τους ενδιάμεσους όρους και να ταυτίσει το πράγμα με τη λειτουργία του, δημιουργώντας μιαν αμφίδρομη σχέση: το πράγμα να ορίζεται από τη λειτουργία του και η λειτουργία από το πράγμα. Έτσι, για παράδειγμα, η γλώσσα αυτή μπορεί κάλλιστα να ταυτίσει το «πλυντήριο» με την «πλύση», στερώντας τη δυνατότητα από τον χρήστη και τον ακροατή να σκεφτεί άλλο τρόπο πλύσης εκτός από την πλύση μέσω πλυντηρίου ή να σκεφτεί άλλο τρόπο χρήσης του πλυντηρίου εκτός από την πλύση. Η έννοια απορροφάται από τη λέξη που τώρα γίνεται κλισέ και σαν τέτοιο

βασιλεύει πάνω στο γραπτό και προφορικό λόγο· η επικοινωνία εμποδίζει από δω κι ύστερα μια αυθεντική ανάπτυξη του νοήματος (107).

Η γλώσσα της απόλυτης διοίκησης είναι μια μορφή γλώσσας που αυτοδικαιώνεται με τη χρήση συγκεκριμένων όρων, όπως ελευθερία, ισότητα, μάθηση, οι οποίοι εμφανίζονται μόνιμα και υπνωτιστικά σε συνδυασμό με κάποιους άλλους, όπως ελεύθερο εμπόριο, ισότητα ευκαιριών ή “κοινωνία μάθησης/γνώσης”, δημιουργώντας συγκεκριμένες εικόνες. Οι εικόνες αυτές συνδυάζονται λογικά ή συνειρμικά με στάσεις, αξίες και επιθυμίες και αναμένεται από τον ακροατή να αντιδράσει με συγκεκριμένο τρόπο. Με αυτή τη μέθοδο η γλώσσα αποτελεί εκφοβισμό και εξύμνηση.

Οι προτάσεις έχουν τη μορφή υποβλητικών διαταγών…και το σύνολο της επικοινωνίας παίρνει έναν χαρακτήρα υπνωτικό. (110).

Χωρίς να αποδεικνύει και να εξηγεί, ανάγεται σε θέσφατο και προσταγή. Ακυρώνει κάθε συζήτηση καθώς αποφαίνεται και με τη δύναμη του μηχανισμού καθιερώνει καταστάσεις (118).

Απομονώνοντας το μερικό και συγκεκριμένο από το γενικό και αφηρημένο, παραχαράσσει την πραγματικότητα, αφού το συγκεκριμένο δεν εντάσσεται πια στις συνθήκες που αποτελούν την πραγματικότητά του και καθόσον το γενικό μεταφράζεται με όρους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο και αντικειμενικό. Παράλληλα, εμποδίζεται η ανάπτυξη μεταβατικού νοήματος της έννοιας, το οποίο είναι αποτέλεσμα στοχασμού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή περιγραφή της έννοιας, αλλά προσεγγίζει τις διαδικασίες και τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή εμφανίζεται και αναπτύσσεται, για να τις διατηρήσει ή και να τις καταστρέψει.

Η ακατάπαυστη επιβολή εικόνων εμποδίζει κάθε είδους σκέψη και η συγκεκριμένου είδους γλώσσα, ούσα λειτουργική, είναι θεμελιακά αντικριτική και αντιδιαλεκτική. Σημαντικό χαρακτηριστικό της γλώσσας της απόλυτης διοίκησης είναι η σύνθεση και η ειρηνική συνύπαρξη των αντιθέτων και, ενώ η αντίθεση ήταν ο χειρότερος εχθρός της λογικής, τώρα έγινε σύμμαχος στη λογική μιας κοινωνίας που μπορεί να κάνει χωρίς λογική. Η σύζευξη των αντιθέσεων συμβιβάζει τελικά τα ασυμβίβαστα και μετατρέπεται σε φόρμουλα λόγου, αφοπλίζοντας κάθε διαμαρτυρία.

Πώς να μπορέσουν η διαμαρτυρία και η άρνηση να βρουν τη σωστή λέξη, όταν τα όργανα της κατεστημένης τάξης δέχονται και δημοσιεύουν ότι η ειρήνη πρέπει πάντοτε να βρίσκεται στα σύνορα του πολέμου, ότι οι τιμές των όπλων είναι συμφέρουσες…; (109)

Ή, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η ισότητα επιτυγχάνεται ταυτόχρονα με την αποδοτικότητα και η ευελιξία συμβαδίζει αρμονικά με την ασφάλεια; Παράλληλα, αναγνωρίζει ο Marcuse, τέτοιου είδους συμφιλιώσεις αντιθέτων συνδυάζουν την ανοχή με τη συνοχή. Μια συνοχή, όμως, που έχει καταπιεστικό χαρακτήρα και αναγκάζει τον καταπιεζόμενο να δέχεται ό,τι του προσφέρεται, όπως του προσφέρεται.

Η λειτουργική μονοδιάστατη γλώσσα, εκτός από τη συνεχή υπνωτιστική επανάληψη λέξεων και εικόνων, την απομόνωση των μερών από το όλο και τις μεταξύ τους σχέσεις και την ειρηνική συνύπαρξη των αντιθέτων, μετέρχεται και άλλων μέσων προκειμένου να παρεμποδίσει την ενεργοποίηση της σκέψης. Χρησιμοποιεί τις συντμήσεις, είτε μέσω της ενωτικής παύλας, είτε – κι αυτή η μέθοδος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις μέρες μας – μέσω των αρχικών γραμμάτων, απογυμνώνοντας την έννοια από την υπερβατική της παρασήμανση. Έτσι, η έννοια έχασε κάθε γνωστική αξία και χρησιμεύει μόνο για την αναγνώριση ενός αναμφισβήτητου γεγονότος (113).

Η γλώσσα της απόλυτης διοίκησης είναι γλώσσα βαθιά αντιιστορική. Με την έλλειψη της διαλεκτικής σκέψης και του διπλοδιάστατου λόγου που ενέχει την άλλη διάσταση της σκέψης, της σκέψης που κατατείνει στο δυνατόν να συμβεί, καταργείται η ιστορία και έρχονται στο προσκήνιο ad hoc ορισμοί ή, σύμφωνα με το συγγραφέα, επανορισμοί που πλαστογραφούν τις έννοιες και έτσι, το πλαστό γίνεται αληθινό (116).

Ως αντίθετη προς τη γλώσσα της γνώσης, γλώσσα που δίνει φωνή στην κριτική συνείδηση και σκέψη, η κλειστή γλώσσα της απόλυτης διοίκησης

γεννάει μια συνείδηση που θεωρεί τη γλώσσα της κυρίαρχης εξουσίας σαν τη γλώσσα της αλήθειας (119 η έμφαση δική μου).

————————————————————————

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από αδημοσίευτη εργασία του pnevmantilogias

Η γλώσσα της κρίσης

Καιρό τώρα νιώθω οργή για τη γλώσσα της κρίσης. Τη γλώσσα που χρησιμοποιούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επαΐοντες, τεχνοκράτες επαγγελματίες τρομοκράτες. Η γλώσσα τους, γλώσσα εξουσιαστική, αυταρχική, καταπιεστική, αποκοιμιστική, παράγει τη νέα αλήθεια. Παράγει τα νέα υποκείμενα που θα αποδεχτούν και θα υποδεχτούν αυτή την αλήθεια ως τη μόνη αλήθεια. Γλώσσα αγοραία, εκπορνευτική της σκέψης, της βούλησης, του θυμικού, ακρωτηριάζει το ίδιο το νόημα της λέξης. Αποκοιμίζει και αποβλακώνει, αλλά και διατάζει και ευθέως απειλεί. Συσκοτίζει κι εξυμνεί.

Οι τρόποι της είναι πολλοί. Χρησιμοποιεί την αποχαυνωτική επανάληψη λέξεων και φράσεων που γίνονται κλισέ σε σημείο που ξεχνάς για τι πράγμα μιλούσε η λέξη ή η φράση ευθύς εξαρχής. Τώρα πια το κλισέ έγινε στερεότυπη εικόνα. Το μυαλό σου έπαψε να επεξεργάζεται το νόημά της, υπνωτίστηκε.

Η χυδαία γλώσσα τους, όταν δεν υπνωτίζει, συσκοτίζει και παραπλανά. Φροντίζει να κρύβει το χυδαίο της πρόσωπο πίσω από συντομογραφίες ή πολυλογάδικες ορολογίες. IIF, IMF, EFSF, swaps, cds, μόχλευση κι άλλα τέτοια όμορφα κι ακαταλαβίστικα για τον «απλό κοσμάκη», που πρέπει απλώς να αποδεχθεί την άγνοιά του, να αφήσει την υψηλή οικονομική πολιτική και γενικά την πολιτική στους μύστες της και να ασχοληθεί με το πώς θα σώσει το τομάρι του, θα φάει τον ανταγωνιστή συνάδελφό του ή θα βρει καμιά 4ωρη δουλίτσα για να φάει ένα κομμάτι ψωμί.

Η γλώσσα τους διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και βιάζει κάθε λογική. Ονομάζει «κοινωνικό διάλογο» τον ταξικό πόλεμο και «κοινωνικούς εταίρους» τους ταξικούς εχθρούς. Επιβάλλει ως «αγκύλωση» οποιοδήποτε κοινωνικό δικαίωμα συσκοτίζοντας το γεγονός ότι η μόνη αγκύλωση είναι η προσήλωση των εξουσιαστών στο δικαίωμά τους στο κέρδος. Βραχυκυκλώνει τη γλώσσα και το μυαλό αφού η μεν γλώσσα προσπαθεί να προφέρει την «ευαλφάλεια» το δε μυαλό να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν να παντρευτούν τα ασυμβίβαστα.

Η γλώσσα των δυναστών μας απειλεί κι εκβιάζει ωμά και κυνικά. Φροντίζει να νιώσεις στο πετσί σου τον εγκλωβισμό σου στον κόσμο τους. Όλα είναι «μονόδρομος». Δεν υπάρχει καμία έξοδος διαφυγής κανοντάς σε να ξεχάσεις ότι ο άνθρωπος βγήκε από τις σπηλιές κι ο παγκόσμιος πολιτισμός υπήρξε δυνατός μόνο και μόνο επειδή αμφισβητήθηκαν μονόδρομοι και μοναδικές αλήθειες. Όταν δεν πείθει με την προπαγάνδα της έλλειψης κάθε εναλλακτικής, απειλεί κι εκβιάζει ευθέως το θύμα της. Κι όταν ακόμα κι αυτό δεν φτάνει, επικαλείται τη φυσική και τη μεταφυσική ουσία με παραλληλισμούς, παρομοιώσεις και μεταφορές. Φυσικά και μεταφυσικά φαινόμενα επιστρατεύονται στον αγώνα τους να φιμώσουν, να ακρωτηριάσουν, να νεκρώσουν κάθε νοητική και κριτική επεξεργασία των λεγομένων τους.

Επιχειρώ εδώ να ανοίξω έναν διάλογο με τη γλώσσα των καταπιεστών. Να παίξω λίγο μαζί της, να την ξεμπροστιάσω αν μπορώ, να αναλύσω το λεξιλόγιο, τη γραμματική και το συντακτικό της. Βήμα-βήμα. Θα κρατήσει ίσως καιρό.

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ

Λήμμα: hair-cut ή απλώς κούρεμα.
Είναι κάτι απλό. Δεν θέλει και πολύ μυαλό. Όπως πας στον μπαρμπέρη για να «σου τα πάρει λίγο» επειδή μάκρυναν τα μαλλιά σου, έτσι και το «κούρεμα των ομολόγων» αποτελεί μια συνήθη δραστηριότητα, ίσως και βαρετή αλλά αναγκαία για να διατηρηθεί το κατάλληλο κάθε φορά μήκος του χρέους που θα κάνει αυτόν που το φορά στο κεφάλι του να ξαναπάει στον μπαρμπέρη για άλλο ένα κουρεματάκι, μια βαφή, μια μιζανπλί βρε αδελφέ, σε εύλογο και προσοδοφόρο για τον μπαρμπέρη διάστημα.

Ταυτόχρονα, το κουρεματάκι στοιχίζει κατιτίς παραπάνω:

  • μα φιλοδώρημα θες στο παραπαίδι ψυχογιό βιομήχανο που επιθυμεί ευέλικτο, απελευθερωμένο, σκληρό σαδομαζοχιστικό σεξ σε ένα ελευθεριάζον πλαίσιο σχέσεων με την δεσποινίδα Εργασία που την έχει βγάλει στο σφυρί ο στοργικός αλλά και διεφθαρμένος εργατοπατέρας της και ξεπουλά όσο-όσο τα κάλλη της,
  • μα κάτι για το πικρό καφεδάκι με μπόλικες φουσκάλες που θα σου σερβίρει ο καφετζής αρχιτραπεζίτης προκειμένου να μην σου ρίξει παραθείο την επόμενη φορά και μείνεις σέκος,
  • μα κάτι για τον λαχειοπώλη έμπορο ονείρων και πωλητή εφιαλτών πολιτικό που τάζει λαγούς με πετραχήλια, παραδείσους επί γης σε όποιον αγοράσει τα τυχερά χρωματιστά λαχεία του ενώ ταυτόχρονα καταριέται κι υπόσχεται την κόλαση σε όποιον δεν προτιμά το δικό του δελτίο λόττο

μιας και ο μπαρμπέρης θα σε κάνει και πολύ ανταγωνιστικό γκόμενο στις διεθνείς και ντόπιες αγορές κρέατος.

Και έχε το νου σου να μην του πας και πολύ κόντρα μην σου ξυρίσει και τον σβέρκο κόντρα. Γιατί ο μπαρμπέρης, εκτός από ψαλίδι, διαθέτει και ξυράφι. Βρίσκεται στην ευχάριστη θέση ισχύος να «ψαλιδίσει» και να «κόψει» οτιδήποτε πάνω σου του φαίνεται περιττό, αφού αφελής και ηλίθιος ων, αντί να περπατάς με την πλάτη στον τοίχο, βρίσκεσαι καθηλωμένος στην καρέκλα του με τα νώτα εκτεθειμένα στις όποιες εγκληματικές ορέξεις του.