«Εγώ είμαι αστή!» είπε και παρήγγειλε το τρίτο ποτό κοιτώντας τα πεντικιουρισμένα πόδια της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον μεροκαματιάρη άντρα της, που σκέφτεται να αφήσει το σπίτι στην πόλη να το φάει ο τραπεζίτης και να πάει στο χωριό να σφάζει πρόβατα να τρώει αυτός και η φαμίλια του, συνέχισε όλη πανικό: «το λένε όλοι, έτσι δεν είναι; Η αστική τάξη είναι αυτή που κινδυνεύει. Θέλουν να μας εξαφανίσουν. Ποιοι; Οι Εβραίοι. Οι Αλβανοί. Οι μαύροι». Ανάβει τσιγάρο συγχυσμένη. Πώς τόλμησε να την αποκαλέσει «εργατική τάξη»; Αυτήν, που από πριν τα είκοσί της χρόνια, παιδίσκη ακόμη, γνήσιος γόνος κομματικού σωλήνα, άδραξε τις ευκαιρίες από τα μαλλιά, αναρριχήθηκε στα υπουργικά γραφεία και τις γενικές γραμματείες. Τσαμπουκιάστηκε άγρια για τη θέση με την αντίπαλο συνάδελφο και την νίκησε. «Λογοδοτώ μόνο στον υπουργό!» αναφωνεί και στο κρανίο της αντιλαλεί η «διαθεσιμότητα» των εκτός «σκληρού ΑΣΕΠ». Κάτι ψιθυρίζει για «διαδικασίες μοριοδότησης ΑΣΕΠ» φανερά μπερδεμένη ανάμεσα στη θολούρα του αλκοόλ, της αξιοκρατίας και του «μαζί τα φάγαμε» και καλά να πάθουμε. Το αμάξι θέλει σέρβις. Το παιδί τετράδια. Το μαλλί οξυζενέ νούμερο 40. Οι «λαθρομετανάστες» μαζικό πνιγμό αλά Ιταλία. Τα αλβανάκια θέλουν δικαιώματα ίδια με αυτά των ελληνόπουλων. Αν δεν τους αρέσει να πάνε από κει που ήρθαν. Και, τι έκπληξη, το δημόσιο νηπιαγωγείο ήταν ανέλπιστα εξαίρετο! Σχεδόν σαν ιδιωτικό κολλέγιο! Πιάσε ένα ουίσκι ακόμη, μπάρμαν. Το φουλάρι μου μυρίζει σανέλ.
*
«Δεν ζητώ πολλά. Μόνο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς. Ας χτυπά την πόρτα πριν μπουκάρει ο γιατρός ή η νοσοκόμα στο δωμάτιο. Και δεν θα ήταν κακό να ζητούσαν την άδεια του ασθενούς πριν οι μαθητευόμενοι μάγοι επιτεθούν με τα μάτια τους και εξετάσουν με επαγγελματική λαιμαργία τις χαίνουσες πληγές της ετοιμοθάνατης μάνας μου.» Το είπε με ένταση, σχεδόν με δάκρυα. Αυτά τα κρυφά κόκκινα δάκρυα που τσούζουν στον κρόταφο. Ο μεγαλύτερος, συνταξιούχος πια, γιατρός της παρέας αντεπιτέθηκε ακαριαία: «Ο γιατρός σώζει ζωές. Δεν έχεις δικαίωμα καν να βρίσκεσαι εκεί». «Έχεις δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ασθενείς σου (ή μήπως πελάτες σου; δεν ξέρω)» ήθελα να πω αλλά ψιθύρισα κάτι για νοσοκομεία, σχολεία, φυλακές – στρατόπεδα. Στο ντούκου, και καλώς. Ο δακρυσμένος άνθρωπος ζητούσε (τι άπελπις προσπάθεια, αλήθεια) να ακουστεί σε μια ομήγυρη κωφών, να γίνει κατανοητός σε μια παρέα που απλώς το μόνο που ήθελε ήταν να φάει σουβλάκια χοιρινά, να πιει λίγο κρασί και να καταπιαστεί με μια συζήτηση τρελών όπου ο καθένας μπορεί να απαντά ό,τι θέλει – ή ό,τι θέλει να καμωθεί ότι καταλαβαίνει – σε οποιαδήποτε ερώτηση. Η αντεπίθεση κλιμακώθηκε κι έγινε προσωπική, κόντευε να γίνει προσβλητική. Το δικό σου επάγγελμα είναι χειρότερο. Τέτοιοι είστε εσείς οι …… Ο δακρυσμένος άνθρωπος απευθύνθηκε στον νεότερο γιατρό της παρέας. «Εσύ, που είσαι νέος γιατρός, τι λες;» «Δεν παίρνω θέση. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που γίνεται η συζήτηση. Προτιμώ να δω ποδόσφαιρο. Πόσο είναι ο Ολυμπιακός;» «Μα δεν μπορεί, π ρ έ π ε ι να πάρεις θέση. Είσαι νέος!»
*
Πόσο ενοχλητικοί μπορούν να είναι αυτοί οι άνθρωποι, άξεστοι και αγενείς, αντικοινωνικοί, χαλούν το κέφι της παρέας και σου ζητούν, με τόση αναίδεια, να δεις πέρα από τη μύτη σου, να μυρίσεις πέρα από το τζατζίκι σου και να μπεις στον κόπο έστω να ακούσεις τις λέξεις. Θα έχει μαΐστρο αύριο. Πάει το μπάνιο.
*
«Τη δουλειά του έκανε ο άνθρωπος. Να μην ελέγξει τα εισιτήρια; Να σου πω, κι εμένα αν μου λέγανε να γίνω ελεγκτής, θα γινόμουν να βγάλω και κανένα φράγκο. Τι εννοείς “δεν είναι δουλειά αυτή”; Πώς; Εσύ προτιμάς να γίνεις πουτάνα;