Κύριε Τέλλογλου, Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης ούτε μένω ούτε φεύγω από την αγορά εργασίας. Λέω να την ανατρέψω.

telloglou

Με ρωτάει το τρέιλερ της εκπομπής του Τέλλογλου: «Μετά από 4 χρόνια κρίσης μένεις ή φεύγεις από την αγορά εργασίας»; Αφενός μου απευθύνει άμεσα τον λόγο κι αφετέρου δεν λέει: «μένεις ή φεύγεις από τη χώρα;» ή ακόμα πιο εθνομελό: «μένεις ή φεύγεις από την πατρίδα;».

Ήταν μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη το ότι ο Τέλλογλου του ΣΚΑΙ_ΝΑΖΙ και των φακέλων του Παπαγελάς λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Φυσικά, δεν έχει πλέον πρόβλημα, αφού τα πράγματα έχουν τόσο πολύ χάσει την όποια επίφασή τους, που η επίκλησή τους αφορά πλέον μόνο τύπους σαν τον σαμαροβενιζέλο, το φασιστικό παρεάκι τους και κάτι κιτς φιγούρες όπως ο Αυτιάς, όταν απευθύνονται στην αγελαία πελατεία τους για να αποδεχτεί ησύχως, ίσως και με ανακούφιση, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εξαίρεσης.

Μου ορίζει λοιπόν απερίφραστα ο Τέλλογλου τι ακριβώς είμαι: εμπόρευμα στην αγορά εργασίας. Και με ρωτά τι  ακριβώς σκοπεύω να κάνω με αυτό το ιδιότυπο εμπόρευμα που κουβαλάω στο μυαλό μου ή στα χέρια μου. Πού με συμφέρει να το πουλήσω; Πού εκτιμώ ότι θα πιάσω την καλύτερη δυνατή τιμή;  Θα μείνω ή θα φύγω από την «αγορά»; Σε αυτό το θέμα είμαι μόνος μου μέσα στον πλανήτη και καλά θα κάνω να αποφασίσω σύντομα και ορθά.

Ο Τέλλογλου είναι καλός υπάλληλος  και έξυπνος και τα αφεντικά για τα οποία κάνει τέτοια «ερευνητικά ρεπορτάζ» ακόμη εξυπνότερα. Γνωρίζουν ότι σύντομα το παραμύθι του πολίτη και  του κοινωνικού κράτους (ποιος ξέρει; Ίσως και του έθνους, όταν αυτό κριθεί απαραίτητο)  θα πάψουν να το απαγγέλλουν στα σοβαρά ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι – εθνικόφρονες και ότι πολύ σύντομα θα πρέπει να αρχίσουν να απαγγέλλουν το νεοφιλελεύθερο παραμύθι της ατομικής ευθύνης και της ατομικής επιλογής.

Το νέο αυτό αφήγημα, άλλωστε, έχει ήδη αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά στην παιδεία και την υγεία, τους πυλώνες δηλαδή της μέχρι σήμερα εννοούμενης δημόσιας – κρατικής υπόστασης. Εσύ που θα «επενδύσεις» στην εκπαίδευσή σου κοίταξε να επενδύσεις σοφά, έτσι ώστε να βρεις μια θέση στην «αγορά εργασίας», που βεβαίως αγοράζει όλο και πιο σπάνια και όλο και πιο φτηνά. Αλλιώς, λυπούμαστε, το ερώτημα του Τέλλογλου δεν σε αφορά καν. Εσύ πάλι που αρρώστησες όλο και κάποιες λάθος επιλογές θα έκανες: μα θα κάπνιζες, ή θα έτρωγες πολύ ή λίγο, ή δεν θα ασκούσουν  αρκετά, ή θα ήσουν άτυχος και γεννήθηκες σε εξαθλιωμένη οικογένεια, ή πιάστηκες κορόιδο και δεν έκανες ιδιωτική ασφάλιση υγείας τότε που μπορούσες. Όπως και να’χει κοίτα τώρα τι θα κάνεις, κάνε τα κουμάντα σου να τη βολέψεις  και να επιζήσεις αν μπορείς, έτσι όπως τα κατάφερες με τις επιλογές σου.

Κι αφού εξοικειωθείς με την αποδοχή της ατομικής ευθύνης-επιλογής-ενοχής θα πρέπει  να την επεκτείνεις και στην ίδια τη φύση της εργασίας-εμπόρευμα. Να καταλάβεις αφενός ότι εσύ είσαι ο έμπορος εσύ και το εμπόρευμα και να αναλάβεις αφετέρου την αποκλειστική ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας της ατομικής σου επιχείρησης με την επωνυμία «Πουλάω εαυτόν σε τιμή ευκαιρίας απανταχού της γης». Πρέπει να γίνουν και τα δύο ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό κατανόησης. Δεν πρέπει να μείνει καμία αμφιβολία ή δεύτερη σκέψη για τον ρόλο που παίζει το κράτος και το οικονομικό σύστημα που υπηρετεί σε αυτή την ιστορία.

Ριψοκίνδυνο βέβαια, αφού υπάρχει περίπτωση να συνειδητοποιήσεις τη δύναμη που έχει αυτή ακριβώς η ιδιότητά σου ως εμπόρου κι εμπορεύματος να σαμποτάρει και να αδρανοποιήσει το ιδεολόγημα που σε θέλει «ιδιώτη», μόνο, απροστάτευτο, και γι αυτό εχθρικό κι ανταγωνιστικό προς όλους τους ομοίους σου κι όχι προς τους πραγματικούς εχθρούς σου, αυτούς δηλαδή που σε αναγκάζουν να αποδεχτείς το ερώτημα ως φυσικό και αυτονόητο και συνεπώς αναγκαίο να απαντηθεί. Ριψοκίνδυνο επίσης από την άποψη ότι μπορεί να εικονοποιήσεις τον εαυτό σου με μια βαλίτσα στο χέρι να τρέχει από «αγορά εργασίας» σε «αγορά εργασίας» για να μην μείνεις χωρίς εργασία κι αυτό να σου φέρει στον νου εικόνες προσφύγων κι οικονομικών μεταναστών που δραπετεύοντας από μια άλλη «αγορά εργασίας» ή σκυλοπνίγονται  ή φυλακίζονται σε στρατόπεδα ή σφαγιάζονται στους δρόμους αφιλόξενων χωρών. Κι αυτό με τη σειρά του να σε κάνει να υποψιαστείς ότι δεν σε χωρίζουν και πολλά από τους μετανάστες και τους «βρωμιάρηδες λαθρομετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές» και να αναρωτηθείς μήπως, τελικά, όλα όσα σου παρουσιάζονταν ως αληθή και αυτονόητα δεν είναι παρά απάνθρωπα και αδιανόητα.

Κύριε Τέλλογλου,

Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης ούτε μένω ούτε φεύγω από την αγορά εργασίας. Λέω να την ανατρέψω.

Ούτε δήμιοι ούτε θύματα, Α. Καμύ

Το μόνο που ρωτάω είναι ότι, εν μέσω ενός δολοφονικού κόσμου, συμφωνούμε να συλλογιστούμε σχετικά με το φονικό και να κάνουμε μια επιλογή.

Ναι, πρέπει να υψώσουμε τις φωνές μας. Μέχρι αυτό το σημείο, έχω αποφύγει μια επίκληση στο συναίσθημα. Είμαστε κομματιασμένοι από μια λογική της ιστορίας που έχουμε επεξεργαστεί με κάθε λεπτομέρεια — ένα δίχτυ που απειλεί να μας πνίξει. Δεν είναι το συναίσθημα που μπορεί να κόψει το δίχτυ μιας λογικής που έχει φτάσει σε παράλογα μήκη, αλλά μονάχα ο λόγος που μπορεί να συναντήσει τη λογική στο έδαφός της. Αλλά δεν θα ήθελα να αφήσω την εντύπωση… ότι κάθε πρόγραμμα για το μέλλον μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τις δυνάμεις μας της αγάπης και της αγανάκτησης. Γνωρίζω πολύ καλά ότι χρειάζεται μια ισχυρή κινητήρια δύναμη για να βάλει τους ανθρώπους σε κίνηση και ότι είναι δύσκολο να βάλει κανείς τον εαυτό του σε έναν αγώνα του οποίου οι στόχοι είναι τόσο μέτριοι και όπου η ελπίδα έχει μονάχα μια λογική βάση — και ούτε καν μια τέτοια. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι πώς να παρασύρεις τους ανθρώπους· είναι ουσιώδες, αντίθετα, ότι δεν πρέπει να παρασυρθούν, αλλά μάλλον ότι πρέπει να τους κάνεις να καταλάβουν καλά τι κάνουν.

Για να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, έτσι ώστε να ανοίξει κάποιο είδος μέλλοντος — αυτή είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη, το πάθος και η θυσία που απαιτείται. Απαιτεί μονάχα ότι συλλογιζόμαστε και έπειτα αποφασίζουμε, με σαφήνεια, κατά πόσον η μοίρα της ανθρωπότητας πρέπει να γίνει ακόμη πιο άθλια προκειμένου να επιτευχθούν μακρινοί και θολοί στόχοι, κατά πόσον θα πρέπει να αποδεχθούμε έναν κόσμο γεμάτο με όπλα όπου ο αδελφός σκοτώνει αδελφό· ή αν, αντίθετα, θα πρέπει να αποφύγουμε την αιματοχυσία και τη δυστυχία όσο το δυνατόν περισσότερο έτσι ώστε να δώσουμε μια ευκαιρία για επιβίωση σε επόμενες γενεές καλύτερα εξοπλισμένες από ό,τι είμαστε εμείς.

Από την πλευρά μου, είμαι αρκετά σίγουρος ότι έχω κάνει την επιλογή. Και, έχοντας επιλέξει, νομίζω ότι πρέπει να μιλήσω, ότι πρέπει να δηλώσω ότι ποτέ ξανά δεν θα είμαι ένας από εκείνους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, που συμβιβάζονται με το φονικό, και ότι θα πρέπει να υποστώ τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Αυτό. Κι αυτό είναι μέχρι εκεί που μπορώ να πάω προς το παρόν…. Ωστόσο, θέλω να κάνω σαφές το πνεύμα με το οποίο αυτό το άρθρο είναι γραμμένο.

Μας ζητείται να αγαπάμε ή να μισούμε την τάδε ή την δείνα χώρα και τον τάδε ή τον δείνα λαό. Αλλά μερικοί από μας αισθάνονται πάρα πολύ έντονα την κοινή ανθρώπινη φύση μας για να κάνουν μια τέτοια επιλογή. Εκείνοι που αγαπούν πραγματικά το Ρωσικό λαό, σε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που ποτέ δεν έπαψαν να είναι — αυτή την παγκόσμια μαγιά που ο Τολστόι και ο Γκόρκι μίλησαν — δεν τους εύχονται επιτυχία στην πολιτική εξουσία, αλλά μάλλον θέλουν να τους γλυτώσουν, ύστερα από τις δοκιμασίες του παρελθόντος, από μια νέα και ακόμα πιο τρομερή αιματοχυσία. Το ίδιο, επίσης, για τον Αμερικανικό λαό, και τους λαούς της δυστυχισμένης Ευρώπης. Αυτό είναι το είδος των στοιχειωδών αληθειών που είναι πιθανόν να ξεχάσουμε εν μέσω των λυσσασμένων παθών της εποχής μας.

Ναι, είναι ο φόβος και η σιωπή και η πνευματική απομόνωση που προκαλούν ότι πρέπει να καταπολεμηθούν σήμερα. Και είναι η κοινωνικότητα και η παγκόσμια αλληλοεπικοινωνία των ανθρώπων που πρέπει να υποστηριχθεί. Η δουλεία, η αδικία, και τα ψέματα καταστρέφουν αυτήν την επαφή και απαγορεύουν αυτήν την κοινωνικότητα· και γι’ αυτό πρέπει να τα απορρίψουμε. Αλλά αυτά τα κακά είναι σήμερα η ίδια η ουσία της ιστορίας, έτσι ώστε πολλοί τα θεωρούν αναγκαία κακά. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να “δραπετεύσουμε απ’ την ιστορία”, αφού είμαστε χωμένοι μέσα σ’ αυτήν ίσαμε το λαιμό. Αλλά μπορεί κανείς να προτείνει να αγωνιστούμε μέσα στην ιστορία για να διατηρήσουμε από την ιστορία εκείνο το μέρος του ανθρώπου που δεν αποτελεί αρμόζων πεδίο του. Αυτό είναι το μόνο που έχω να πω εδώ. Το “σημείο” του παρόντος άρθρου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Τα σύγχρονα έθνη καθοδηγούνται από ισχυρές δυνάμεις κατά μήκος των δρόμων της εξουσίας και της κυριαρχίας. Δεν θα πω ότι οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν ή ότι θα πρέπει να παρεμποδιστούν. Χρειάζονται τη βοήθειά μας και, προς το παρόν, γελούν με τις προσπάθειες να τις εμποδίσουν. Έτσι, θα συνεχίζουν. Αλλά θα θέσω μόνο αυτή την απλή ερώτηση: Τί θα συμβεί αν αυτές οι δυνάμεις καταλήξουν σε αδιέξοδο, τί θα γίνει αν αυτή η λογική της ιστορίας στην οποία τόσοι πολλοί βασίζονται αποδεικνύεται τώρα ότι είναι μια χίμαιρα; Τί θα συμβεί αν, παρά τους δύο ή τρεις παγκόσμιους πολέμους, παρά τη θυσία πολλών γενεών και ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, τα εγγόνια μας — υποθέτοντας πως θα επιζήσουν — δεν βρεθούν πιο κοντά σε μια παγκόσμια κοινωνία; Είναι πολύ πιθανό ότι οι επιζώντες μιας τέτοιας εμπειρίας θα είναι πολύ αδύναμοι για να κατανοήσουν τα δικά τους βάσανα. Από τη στιγμή που αυτές οι δυνάμεις εξασκούνται και από τη στιγμή που είναι αναπόφευκτο ότι θα συνεχίσουν να το κάνουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο κάποιοι από εμάς δεν θα πρέπει να αναλάβουν να τις διαιωνίσουν, μέσα στην αποκαλυπτική ιστορική θέα που εκτείνεται μπροστά μας, ένα μετριοπαθή σκεπτικισμό που, χωρίς να παριστάνει ότι λύνει τα πάντα, θα είναι έτοιμος συνεχώς να δίνει κάποιο ανθρώπινο νόημα στην καθημερινή ζωή. Το βασικό πράγμα είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να ζυγίσουν προσεκτικά το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν….

Το μόνο που ρωτάω είναι ότι, εν μέσω ενός δολοφονικού κόσμου, συμφωνούμε να συλλογιστούμε σχετικά με το φονικό και να κάνουμε μια επιλογή. Μετά από αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε εκείνους που δέχονται τις συνέπειες του να είναι δήμιοι ή οι συνεργοί των δήμιων, και εκείνους που αρνούνται να το πράξουν με όλες τους τις δυνάμεις και όλο τους το είναι. Δεδομένου ότι αυτή η τρομερή διαχωριστική γραμμή υπάρχει πράγματι, θα είναι ένα κέρδος αν επισημανθεί καθαρά. Πάνω από την έκταση των πέντε ηπείρων κατά τα προσεχή έτη ένας ατέλειωτος αγώνας πρόκειται να επιδιωχθεί μεταξύ της βίας και της φιλικής πειθούς, ένας αγώνας στον οποίο, εγγυημένα, η πρώτη έχει χίλιες φορές πιθανότητες επιτυχίας από ότι η τελευταία. Αλλά έχω πάντα υποστηρίξει ότι, αν αυτός ο οποίος βασίζει τις ελπίδες του στην ανθρώπινη φύση είναι ανόητος, αυτός που παραδίνεται ενώπιον των περιστάσεων είναι δειλός. Και πλέον, η μόνη έντιμη πορεία θα είναι να διακυβεύσουμε τα πάντα σε ένα τρομερό ρίσκο: ότι οι λέξεις είναι πιο ισχυρές από τα πυρομαχικά.

Αναδημοσίευση από eagainst.com