Κηρύξαν πόλεμο

xa-poreia2

Τα άκουσα εγώ τα τύμπανά τους να πλησιάζουν
-τις οργισμένες τους φωνές
Ένιωσα τον απειλητικό ρυθμό
-κατέκλυσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου
Ποιος; Πες μου ποιος να ξεπλύνει αυτά τα χέρια;
Τα βρώμικα απ’ τον φόβο και το αίμα.
Ποιος να γυρίσει την πλάτη του στη μάνα πους κλαίει;
Χτυπάνε το παιδί της-δεν το βλέπεις;
«Και να! Φάε κι αυτή! Κι αυτή κωλόμαυρη!»

Μια γυναίκα επευφημεί.
Κάθε φορά που ο άντρας σηκώνει το χέρι
-να πάρει φόρα για να χτυπήσει-
γουρλώνει τα μάτια και φωνάζει
«Έτσι!»

Κάνενα χάδι δε θα ’χει αγγίξει το μάγουλό της.
Οι πόθοι της θα ’ναι απωθημένα
φυλακισμένα μέσα στο σφιχτό κότσο της,
στο συνοφρυωμένο βλέμμα της
στο σταυρουδάκι που φοράει στο λαιμό της.

Βρίσκει ηδονή σε κάθε χαστούκι
Βρίσκει ηδονή στον πόνο του μικρού κοριτσιού
Τρέμει από λαχτάρα σε κάθε μπουνιά στην κοιλιά
«Έτσι!»

Γεμίστε δυνάμεις άνθρωποι
είναι βαρύ το φορτίο
κάποιος άλλος έχει αποφασίσει για μας
-δεν είναι η μοίρα-
είναι η φτώχια!

Όχι, δεν συγχωρώ.
Δεν συγχωρώ ούτε μια λέξη
ούτε ένα χτύπημα
καμιά «πατρίδα» που χτίζεται πάνω στο κλάμα του παιδιού
κανένα κράτος «δικαίου»
Δεν συγχωρώ για κανέναν αυτόχειρα
για καμιά μητέρα που τρίβει πατώματα
για κανέναν που κρυώνει μέσα στις κούτες

Ετοιμαστείτε Άνθρωποι
μας έχουν κηρύξει πόλεμο
-κι όχι τώρα, αλλά από καιρό-

Τζένη Τ.

Δυο τραγούδια για το χιόνι

Τραγουδάς το χιόνι

Τραγουδάς το χιόνι από το σπίτι μέσα στη ζεστή σου γειτονιά;

Να το τραγουδήσεις απ’ του αλήτη, αν μπορείς την ξέσκεπη γωνιά.

Να το τραγουδήσεις με το χτίστη στ’ ανεμοδαρμένο του γιαπί με την εργατιά,

γεμάτη πίστη που τους πάγους σπάει με το τσαπί.

Να το τραγουδήσεις ζευγολάτης της κρουσταλλιασμένης γης σποριάς

στα ψηλά γιδόστρατα αγωγιάτης, που στο χιόνι τα ’θαψε ο βοριάς.

Να το τραγουδήσεις στο σοκάκι, σαν εμένανε, όπως, μια βραδιά,

χιόνι από το τρύπιο μου σακάκι γέμιζε την άδεια μου καρδιά.

Αθανάσιος Κυριαζής

homeless8-1

 Νυχτερινό άσυλο

Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
στη γωνιά του 26ου δρόμου και του Μπρόντγουεη
ένας άνθρωπος στέκει κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
και στους άστεγους ,που συνάζονται κει πέρα,
άσυλο για τη νύχτα βρίσκει παρακαλώντας τους διαβάτες.
Μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.
Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.
Μην αφήσεις ακόμα το βιβλίο που διαβάζεις, άνθρωπε.
Μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.
Αλλά μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.
Μπέρτολτ Μπρεχτ

 

Μπέρτολτ Μπρέχτ, Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή

Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: κι η θυρίδα είναι πια κλειστή.

Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για την πλημμύρα που ‘ρχεται: αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει.

Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές: και την πέμπτη απομένει πεινασμένος.

Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει.

Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε.

Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή.
Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει: Σταματήστε!

Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)