Κορίτσι με το ταμπούρλο

Κορίτσι με το ταμπούρλο

Χαμογέλαγες

Ήσουνα σίγουρο για την ομορφιά του κόσμου

Το άσπρο πουκάμισο μοσχοβολούσε ανθρωπιά

Το κυκλικό σημάδι πάνω του άσπρο πουλί της ελπίδας

Το χαρτί άδειασε από το πρόσωπό σου

Κι η καρδιά μου σφίχτηκε από την ασχήμια του κόσμου

Δεν ήμουν ποτέ σίγουρη

Ούτε δήμιοι ούτε θύματα, Α. Καμύ

Το μόνο που ρωτάω είναι ότι, εν μέσω ενός δολοφονικού κόσμου, συμφωνούμε να συλλογιστούμε σχετικά με το φονικό και να κάνουμε μια επιλογή.

Ναι, πρέπει να υψώσουμε τις φωνές μας. Μέχρι αυτό το σημείο, έχω αποφύγει μια επίκληση στο συναίσθημα. Είμαστε κομματιασμένοι από μια λογική της ιστορίας που έχουμε επεξεργαστεί με κάθε λεπτομέρεια — ένα δίχτυ που απειλεί να μας πνίξει. Δεν είναι το συναίσθημα που μπορεί να κόψει το δίχτυ μιας λογικής που έχει φτάσει σε παράλογα μήκη, αλλά μονάχα ο λόγος που μπορεί να συναντήσει τη λογική στο έδαφός της. Αλλά δεν θα ήθελα να αφήσω την εντύπωση… ότι κάθε πρόγραμμα για το μέλλον μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τις δυνάμεις μας της αγάπης και της αγανάκτησης. Γνωρίζω πολύ καλά ότι χρειάζεται μια ισχυρή κινητήρια δύναμη για να βάλει τους ανθρώπους σε κίνηση και ότι είναι δύσκολο να βάλει κανείς τον εαυτό του σε έναν αγώνα του οποίου οι στόχοι είναι τόσο μέτριοι και όπου η ελπίδα έχει μονάχα μια λογική βάση — και ούτε καν μια τέτοια. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι πώς να παρασύρεις τους ανθρώπους· είναι ουσιώδες, αντίθετα, ότι δεν πρέπει να παρασυρθούν, αλλά μάλλον ότι πρέπει να τους κάνεις να καταλάβουν καλά τι κάνουν.

Για να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, έτσι ώστε να ανοίξει κάποιο είδος μέλλοντος — αυτή είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη, το πάθος και η θυσία που απαιτείται. Απαιτεί μονάχα ότι συλλογιζόμαστε και έπειτα αποφασίζουμε, με σαφήνεια, κατά πόσον η μοίρα της ανθρωπότητας πρέπει να γίνει ακόμη πιο άθλια προκειμένου να επιτευχθούν μακρινοί και θολοί στόχοι, κατά πόσον θα πρέπει να αποδεχθούμε έναν κόσμο γεμάτο με όπλα όπου ο αδελφός σκοτώνει αδελφό· ή αν, αντίθετα, θα πρέπει να αποφύγουμε την αιματοχυσία και τη δυστυχία όσο το δυνατόν περισσότερο έτσι ώστε να δώσουμε μια ευκαιρία για επιβίωση σε επόμενες γενεές καλύτερα εξοπλισμένες από ό,τι είμαστε εμείς.

Από την πλευρά μου, είμαι αρκετά σίγουρος ότι έχω κάνει την επιλογή. Και, έχοντας επιλέξει, νομίζω ότι πρέπει να μιλήσω, ότι πρέπει να δηλώσω ότι ποτέ ξανά δεν θα είμαι ένας από εκείνους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, που συμβιβάζονται με το φονικό, και ότι θα πρέπει να υποστώ τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Αυτό. Κι αυτό είναι μέχρι εκεί που μπορώ να πάω προς το παρόν…. Ωστόσο, θέλω να κάνω σαφές το πνεύμα με το οποίο αυτό το άρθρο είναι γραμμένο.

Μας ζητείται να αγαπάμε ή να μισούμε την τάδε ή την δείνα χώρα και τον τάδε ή τον δείνα λαό. Αλλά μερικοί από μας αισθάνονται πάρα πολύ έντονα την κοινή ανθρώπινη φύση μας για να κάνουν μια τέτοια επιλογή. Εκείνοι που αγαπούν πραγματικά το Ρωσικό λαό, σε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που ποτέ δεν έπαψαν να είναι — αυτή την παγκόσμια μαγιά που ο Τολστόι και ο Γκόρκι μίλησαν — δεν τους εύχονται επιτυχία στην πολιτική εξουσία, αλλά μάλλον θέλουν να τους γλυτώσουν, ύστερα από τις δοκιμασίες του παρελθόντος, από μια νέα και ακόμα πιο τρομερή αιματοχυσία. Το ίδιο, επίσης, για τον Αμερικανικό λαό, και τους λαούς της δυστυχισμένης Ευρώπης. Αυτό είναι το είδος των στοιχειωδών αληθειών που είναι πιθανόν να ξεχάσουμε εν μέσω των λυσσασμένων παθών της εποχής μας.

Ναι, είναι ο φόβος και η σιωπή και η πνευματική απομόνωση που προκαλούν ότι πρέπει να καταπολεμηθούν σήμερα. Και είναι η κοινωνικότητα και η παγκόσμια αλληλοεπικοινωνία των ανθρώπων που πρέπει να υποστηριχθεί. Η δουλεία, η αδικία, και τα ψέματα καταστρέφουν αυτήν την επαφή και απαγορεύουν αυτήν την κοινωνικότητα· και γι’ αυτό πρέπει να τα απορρίψουμε. Αλλά αυτά τα κακά είναι σήμερα η ίδια η ουσία της ιστορίας, έτσι ώστε πολλοί τα θεωρούν αναγκαία κακά. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να “δραπετεύσουμε απ’ την ιστορία”, αφού είμαστε χωμένοι μέσα σ’ αυτήν ίσαμε το λαιμό. Αλλά μπορεί κανείς να προτείνει να αγωνιστούμε μέσα στην ιστορία για να διατηρήσουμε από την ιστορία εκείνο το μέρος του ανθρώπου που δεν αποτελεί αρμόζων πεδίο του. Αυτό είναι το μόνο που έχω να πω εδώ. Το “σημείο” του παρόντος άρθρου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Τα σύγχρονα έθνη καθοδηγούνται από ισχυρές δυνάμεις κατά μήκος των δρόμων της εξουσίας και της κυριαρχίας. Δεν θα πω ότι οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν ή ότι θα πρέπει να παρεμποδιστούν. Χρειάζονται τη βοήθειά μας και, προς το παρόν, γελούν με τις προσπάθειες να τις εμποδίσουν. Έτσι, θα συνεχίζουν. Αλλά θα θέσω μόνο αυτή την απλή ερώτηση: Τί θα συμβεί αν αυτές οι δυνάμεις καταλήξουν σε αδιέξοδο, τί θα γίνει αν αυτή η λογική της ιστορίας στην οποία τόσοι πολλοί βασίζονται αποδεικνύεται τώρα ότι είναι μια χίμαιρα; Τί θα συμβεί αν, παρά τους δύο ή τρεις παγκόσμιους πολέμους, παρά τη θυσία πολλών γενεών και ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, τα εγγόνια μας — υποθέτοντας πως θα επιζήσουν — δεν βρεθούν πιο κοντά σε μια παγκόσμια κοινωνία; Είναι πολύ πιθανό ότι οι επιζώντες μιας τέτοιας εμπειρίας θα είναι πολύ αδύναμοι για να κατανοήσουν τα δικά τους βάσανα. Από τη στιγμή που αυτές οι δυνάμεις εξασκούνται και από τη στιγμή που είναι αναπόφευκτο ότι θα συνεχίσουν να το κάνουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο κάποιοι από εμάς δεν θα πρέπει να αναλάβουν να τις διαιωνίσουν, μέσα στην αποκαλυπτική ιστορική θέα που εκτείνεται μπροστά μας, ένα μετριοπαθή σκεπτικισμό που, χωρίς να παριστάνει ότι λύνει τα πάντα, θα είναι έτοιμος συνεχώς να δίνει κάποιο ανθρώπινο νόημα στην καθημερινή ζωή. Το βασικό πράγμα είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να ζυγίσουν προσεκτικά το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν….

Το μόνο που ρωτάω είναι ότι, εν μέσω ενός δολοφονικού κόσμου, συμφωνούμε να συλλογιστούμε σχετικά με το φονικό και να κάνουμε μια επιλογή. Μετά από αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε εκείνους που δέχονται τις συνέπειες του να είναι δήμιοι ή οι συνεργοί των δήμιων, και εκείνους που αρνούνται να το πράξουν με όλες τους τις δυνάμεις και όλο τους το είναι. Δεδομένου ότι αυτή η τρομερή διαχωριστική γραμμή υπάρχει πράγματι, θα είναι ένα κέρδος αν επισημανθεί καθαρά. Πάνω από την έκταση των πέντε ηπείρων κατά τα προσεχή έτη ένας ατέλειωτος αγώνας πρόκειται να επιδιωχθεί μεταξύ της βίας και της φιλικής πειθούς, ένας αγώνας στον οποίο, εγγυημένα, η πρώτη έχει χίλιες φορές πιθανότητες επιτυχίας από ότι η τελευταία. Αλλά έχω πάντα υποστηρίξει ότι, αν αυτός ο οποίος βασίζει τις ελπίδες του στην ανθρώπινη φύση είναι ανόητος, αυτός που παραδίνεται ενώπιον των περιστάσεων είναι δειλός. Και πλέον, η μόνη έντιμη πορεία θα είναι να διακυβεύσουμε τα πάντα σε ένα τρομερό ρίσκο: ότι οι λέξεις είναι πιο ισχυρές από τα πυρομαχικά.

Αναδημοσίευση από eagainst.com

Ειρήνη, Γιάννης Ρίτσος

Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη

Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη

Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα

είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο

μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια

μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα

και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του

είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού

που παγώνει το νερό στο παράθυρο,

είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές

κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου

και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά

δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα

κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους

και να κοιμηθούν δίχως παράπονο

ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,

είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,

τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο

δεν είναι φόβος,

τότε που το χτύπημα στην πόρτα

σημαίνει φίλος,

και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα

σημαίνει ουρανός,

γιορτάζοντας τα μάτια μας

με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,

είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα

κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,

τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:

το φως, το φως

και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,

είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,

τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,

τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο

όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας

φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,

είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε,

δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,

μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ

κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,

που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του

να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,

είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού

είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.

Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.

όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,

είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων

είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου

είναι το χαμόγελο της μάνας

Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.

Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,

ένα όνομα μονάχα γράφουν:

Ειρήνη.

Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου

το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον

φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,

είναι η ειρήνη.

Αδέρφια,

μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος

με όλα τα όνειρά μας

Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,

αυτό ‘ναι η ειρήνη.