Το δικό μου όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας ορίσουν – και αργότερα θα μπορούν να επανορίσουν – ποιο είναι το αξιοπρεπές όριο που κάνει τη ζωή αξιοπρεπή και ποιο είναι το κατώφλι κάτω από το οποίο η ζωή μας δεν θεωρείται αξιοπρεπής. Μας μιλούν με όρους της πιο απαίσιας γλώσσας, αυτής της αγοράς. Έτσι ορίζουν τη ζωή οι χασάπηδες. Και την αξιοπρέπεια. Πόσα μπορείς να αγοράζεις, πόσα σου επιτρέπεται να αγοράζεις, με πόσα τη ζωή σου εξαγοράζεις, με πόσα την αξιοπρέπεια ξεπουλάς.

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και ότι θα μας χαρακτηρίσουν καλά παιδιά και συνεργάσιμα, αν με ευγνωμοσύνη δεχτούμε το δώρο τους να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν και αποπληρώνουμε το δάνειο με όσα δεν μας είναι χρήσιμα για να ζούμε αξιοπρεπώς όπως ακριβώς μας όρισαν. Ίσως να μην μας χώσουνε στη φυλακή, αν με προθυμία δηλώνουμε κάθε σεντ που παίρνουμε από τη δουλειά μας, απαντάμε αμέσως σε κάθε κλήση του δανειστή μας, ειλικρινώς και αμελλητί παραιτηθούμε από κάθε αμαρτωλή επιθυμία μας για ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή με τα παιδιά μας.

Μας λένε ότι θα μας κάνουν χάρη και θα μας μοιράσουν ένα κομμάτι από το πλεόνασμα. Μια μερίδα από τις σάρκες μας. Μια γουλιά από το αίμα μας.

Μας κάνουν κομματάκια και μας δίνουν να τα φάμε. Μας κάνουν άστεγους και μας δίνουν μια κουβέρτα. Μας διαολοστέλνουν στην ανεργία και μας περιμένουν στη γωνία του εκλογικού τμήματος με λυγισμένα γόνατα και απλωμένα χέρια για μιας πεντάρας επίδομα και μιας δεκάρας μισθωτή σκλαβιά.

Μας δέρνουν και μας λοιδορούν. Μας τρομοκρατούν. Μας θέλουν σκυφτούς κι υποταγμένους. Μας εκβιάζουν όταν δεν μας απειλούν. Μας ταΐζουν προπαγάνδα, ενοχές και μίσος. Μας στέλνουν στον ψυχίατρο, στον λογιστή, στον εφοριακό, στον δικηγόρο, στις ουρές, στα ταμεία, στους διακανονισμούς, στον τραπεζίτη, στη φυλακή, στον αγύριστο.

Αν στα παραπάνω δεν διακρίνεις την πιο απόλυτη μορφή προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν δεν νιώθεις οργή μαζί με αγανάκτηση, την επιθυμία να ουρλιάξεις «ΟΧΙ», αν δεν σου καίει τα βλέφαρα η ασίγαστη λαχτάρα για ζωή, χαρά, ελευθερία και αυτοκαθορισμό, αν δεν αναγνωρίζεις στο πρόσωπο των ομιλούντων τη γλώσσα του χασάπη το πρόσωπο του πιο στυγερού δυνάστη,τότε μετρήθηκες και κόπηκες στο νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Αν δεν φώναξες «ποιος είσαι εσύ που θα μου ορίσεις τη ζωή μου, ρε απαίσιε, αποκρουστική καρικατούρα ανθρώπου-μάστιγας, βαμπίρ της ανθρωπιάς, κλέφτη της ομορφιάς;», τότε έχεις φτιάξει και παραδώσει από καιρό τα κλειδιά της φυλακής σου.

Θα σας πω τώρα εγώ ποιο είναι το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσής μου. Μάθετε, λοιπόν, ανθρωποφάγα τέρατα, ότι η δική μου αξιοπρεπής διαβίωση δεν έχει όρια. Δεν έχουν όρια οι ιδέες, η αγάπη, η αλληλεγγύη, ο αγώνας, ο ουρανός, τα όνειρα, η ομορφιά, η αμφισβήτηση. Δεν έχει όρια η καθαρή κι αποφασιστική ματιά, η σφιγμένη όρθια γροθιά, το χαμόγελο της νίκης, ο πόνος της καθημερινής μάχης, η αγωνία, η ματαίωση, η νέα πεισματική προσπάθεια.

Επειδή η δική μου αξιοπρεπής διαβίωση δεν είναι συνεργάσιμη με τον θάνατο και τη λεηλασία.

IMG_3997

 

Η αλλοτριωμένη μου συνείδηση του δούλου

DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA-1 DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA.2Οι εργαζόμενοι στον επιχειρηματικό όμιλο του Μπόμπολα ομόφωνα αποφάσισαν να στείλουν αυτή την επιστολή στο αφεντικό τους που τους καθυστερεί τα δεδουλευμένα. Τυπικότητα, ευγένεια, επίκληση στο συναίσθημα, κατανόηση των δυσχερειών του αφεντικού, ικεσία αναγνώρισης των κόπων τους και των σωμάτων τους.

DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA

DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA.3

Κοιτάξτε τι καλά που εξακολουθούμε να κάνουμε τη δουλειά που μας βάζετε να κάνουμε! Δείτε πώς κατανοούμε τα βάσανα της επιχειρηματικότητας! Σκύψτε λίγο το βλέμμα σας και σε μας! Δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; Συγκινηθείτε με το δράμα μας! Σάμπως δεν μοιράσαμε ακριβοδίκαια τον κοινωνικό αυτοματισμό; Δεν δηλητηριάσαμε με μίσος, μισαλλοδοξία, παθητικότητα και φόβο το κοινωνικό σώμα; Δεν το δείραμε αρκετά μέσα από τις γραμμές και τα πίξελς ολημερίς κι ολονυχτίς; Δεν εκθειάσαμε όσο έπρεπε την κυβέρνηση; Δεν αποκρύψαμε επιμελώς κάθε τι που θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να μην μιλάνε όπως εμείς τώρα; Νομίζετε πως δεν προσπαθήσαμε αρκετά να τους κάνουμε να μας μοιάσουν; Μα τι λέτε; Δείτε γύρω σας: ακρωτηριασμένες σκέψεις, άψυχες αντιδράσεις, παράδοση αμαχητί, φόβος, πείνα, η σ υ χ ί α. Τα πάντα κάναμε! Ακόμα και δανεικά ζητάμε για να έρθουμε στην ώρα μας στη δούλεψή σας, αξιότιμο αφεντικό! Πότε θα κόψεις λίγο από τη φραντζόλα σου (προς θεού, δική σου είναι, δεν τη ζυμώσαμε εμείς) να μας δώσεις το ψαλιδισμένο ξεροκόμματο που μας υποσχέθηκες;

slavery.jpg2

Είμαι η συνείδηση του δούλου. Αυτή η ετερόφωτη συνείδηση που παίρνει φως από την αναγνώριση του αφέντη. Υπάρχει επειδή και μόνο όταν αυτός τον κοιτάει. Θέλει ό,τι κι αυτός θέλει. Σκέφτεται όπως ο αφέντης τού επιβάλλει και υποβάλλει.

Είμαι η διχασμένη, αλλοτριωμένη συνείδηση του καταπιεσμένου. Που έχοντας ως ίνδαλμα τον καταπιεστή μου όταν μου δίνεται η ευκαιρία, ή νομίζω πως μου δόθηκε, να πάρω τη θέση του, την αρπάζω με βία και βιάζω, εξουσιάζω, καταπιέζω, τυραννώ. Όχι τους πρώην συντρόφους μου δούλους – ποτέ δεν είχα συντρόφους, πώς θα μπορούσα άλλωστε, μια τέτοια ανελεύθερη ετερόφωτη συνείδηση; – αλλά τους μόνους εχθρούς: τους καταπιεσμένους.

Αφεντικό, υπολόγισέ με στην κατηγορία των δούλων. Μην ξεχνάς ότι αυτοί οι δούλοι γίνονται οι πιο υπέροχοι καταπιεστές, οι πιο σπουδαίοι και ύπουλοι βασανιστές. Όταν δεν βασανίζουν άμεσα τα θύματά τους, τους επιβάλλουν τη δουλικότητά τους. Δεν ανέχονται ούτε καν την υποψία αυτοκαθορισμού, ελεύθερης σκέψης, θέλησης και δράσης, χειραφέτησης, διαφορετικότητας. Φθονούν, υπονομεύουν, χλευάζουν, καταδίδουν, καταγγέλλουν την αμφισβήτηση, τη χαρά, το φως, τον αγώνα για ελευθερία και ζωή. Τι άλλο θες;

Στας διαταγάς σας, αφέντη

Σου έβαλαν τα γυαλιά, Νίκο

Σε μία τάξη δημοτικού το θέμα ήταν αυτό:

EKTHESI

Τα παιδιά έγραψαν:

«Θέλω να έρθετε κύριε δήμαρχε στη θέση αυτών των ανθρώπων. Σκεφτείτε πώς περνάνε αυτοί οι άνθρωποι  με το φόβο.»  Γ.Κ μαθήτρια

«Νομίζω πως ο διωγμός αυτών των ανθρώπων σε άλλο κράτος θα προκαλέσει θάνατο ή βάσανο σε αυτούς και τις οικογένειές τους.  ….. Γι αυτό το λόγο δεν πρέπει να φύγουν οι πρόσφυγες γιατί άνθρωποι είναι κι αυτοί σαν και μας. Γιατί κάθε άνθρωπος αξίζει κάτι περισσότερο από αυτό που έχει.» Α.Σ μαθητής

«Φανταστείτε να ήσαστε εσείς από αυτούς τους πρόσφυγες και ο δήμαρχος αυτής της περιοχής ήθελε να σας διώξει και να πάτε στη χώρα που δεν μπορείτε να ζείτε. Το σωστό είναι να τους βοηθήσουμε να φτιάξουν τη ζωή τους καλύτερα. Γιατί θα μας θεωρούνε κακούς ανθρώπους και ότι η περιοχή αυτή δεν είναι καλή για να ζήσουν.» Α.Σ μαθητής

«Ακόμα θα θέλαμε να μας βοηθήσετε να διευκολύνουμε τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων επειδή θα έχουν περάσει πολλά προβλήματα όπως η φτώχια κι ο ρατσισμός. …. να δώσετε το καλύτερο παράδειγμα σε όλους για να έχουμε όλοι ένα αίσιο τέλος.» Ε.Κ μαθήτρια

«Θα σας άρεσε εσάς να ζείτε σε μια χώρα χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς σπίτι και χωρίς κανένα από τα βασικά αγαθά που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει ανθρώπινα; Νομίζουμε ότι όλοι αυτοί οι πρόσφυγες δεν πρέπει μόνο να μείνουν στη χώρα μας, αλλά και να καλυτερέψει η ζωή τους.» Ν.Π μαθητής

«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα τους για να βρουν κάτι καλύτερο σε μια άλλη χώρα αλλά συμβαίνει το αντίθετο. …. Εκεί που ζούσαν μπορεί να υπήρχε πόλεμος, οικονομική εξαθλίωση, πολιτική δίωξη»  Κ.Π μαθήτρια

«Αν ήσασταν στη θέση τους δεν θα σας άρεσε και δεν θα θέλατε να σας διώξουν και να πεθάνετε από την πείνα. Αν ήμουν στη θέση σας χωρίς δεύτερη κουβέντα θα τους έδινα μέχρι και στέγη για να μείνουν.» Κ.Γ. μαθήτρια

«…οι περισσότεροι πρόσφυγες μένουν στους δρόμους και έχουν παιδιά. Τα παιδιά όμως όταν αρρωσταίνουν χρειάζονται φάρμακα, ζεστασιά και πολλή προσοχή. … κανένας δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους . Βοηθήστε κι εσείς να τους φτιάξουμε μια νέα ζωή στη ζεστασιά, την αγάπη κι όχι στον διωγμό και στη φτώχεια.» Χ.Μ μαθήτρια

«Όμως δεν πρέπει να μείνουμε εκεί, γιατί κάθε καθώς πρέπει δήμαρχος πρέπει να φροντίζει οι άνθρωποι που ζουν στον δήμο του να ενταχθούν στην κοινωνία, να καλύψουν τις βιολογικές τους ανάγκες και να ζουν χαρούμενα.» Β.Ν μαθητής

Σημείωση: Δεν είχε καν συζητηθεί το αποτρόπαιο γεγονός στο Φαρμακονήσι.

Κουρέλια να κρύβουν τα κουρέλια

Η παράταση του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων τη συγκεκριμένη ημέρα, είχε απόλυτη επιτυχία, αφού χιλιάδες κόσμου επισκέφτηκαν το κέντρο της Αθήνας και έδωσαν στη Πρωτεύουσα μία εικόνα αναζωογόνησης. Οι πωλήσεις μπορεί να μην ήταν ανάλογες με τη προσέλευση των επισκεπτών, αλλά το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει ότι η συμμετοχή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων δημιουργεί πάντα συγκέντρωση κόσμου με διάθεση να δει τις βιτρίνες και να διασκεδάσει με μικρές «έξυπνες» αγορές.» (από εδώ)

ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ

Η γριά άρρωστη ετοιμοθάνατη κυραΠρωτεύουσα που ζέχνει από τους πόρους της σαπίλα, ανθρωπίλα, αδιαφορίλα και νεοπλουτίστικη φτωχίλα στολίστηκε με «χιλιάδες κόσμου» που σέρνονταν από δρόμο σε δρόμο σέρνοντας μαζί τους κουτσούβελα και γιαγιαδοπαππούδες να θαμπωθούν από τα μισερά φώτα των βιτρινών που πίσω τους έστεκαν απλήρωτες θαμπές φιγούρες μισές άνθρωποι μισές άψυχες κούκλες με το μυαλό στο άρρωστο παιδί, στα πόδια που πονάνε, στα νοίκια που τρέχουν, στην άνεργη αδελφή, στο αφεντικό που λοξοκοιτά να δει αν το χαμόγελο είναι ακόμα καρφωμένο πίσω από το παλιό χαλασμένο βρωμερό κραγιόν στο στόμα (στόμα στεγνό, σφιγμένο που μισεί και θέλει να δαγκώσει όταν δεν κυρτώνει μοιρολατρικά κι αδιάφορα).

Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα αναζωογονείται βέβαια από κάτι τέτοια θλιβερά πλήθη κι από αυτόν το ζόφο της αγοράς, μιας ταιριαστής στην κατάσταση αγοράς, μιας αγοράς ντεμέκ, αφού σχεδόν κανείς δεν αγοράζει, αλλά το πλήθος ανοίγει τα ρουθούνια και οσφραίνεται πεινασμένο ή και ονειροπολεί την δυνατότητα και το «όνειρο» μιας αγοράς. Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα γίνεται ακόμα πιο βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά.

Σε μια τέτοια άρρωστη πόλη αρμόζει φυσικά η ιδέα ότι «η συμμετοχή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων δημιουργεί πάντα συγκέντρωση κόσμου με διάθεση να δει τις βιτρίνες και να διασκεδάσει με μικρές «έξυπνες» αγορές.» Ο κόσμος συγκεντρώνεται για να διαμαρτυρηθεί. Να διεκδικήσει. Να ανατρέψει. Να χτίσει. Ο κοσμάκης συγκεντρώνεται με «διάθεση να δει τις βιτρίνες». Ο κοσμάκης  «διασκεδάζει με μικρές έξυπνες αγορές».

Κοσμάκης στους δρόμους να κρύβει τους άστεγους, τους ταλαίπωρους, τους φτωχούς, τους εκμεταλλευόμενους. Να κρύβει τον εαυτό του. Κουρέλια να κρύβουν τα κουρέλια.

Λευκές νύχτες. Αποτρόπαιες. Διαφωτιστικές.

Μονοξείδιο υποκρισίας

Κάτι την ξύπνησε. Ποτέ δεν κατάλαβε τι. Δεν ήταν η ώρα της να ξυπνήσει. Ψαχούλεψε μέσα στο σκοτάδι να βρει την κουβέρτα να σκεπαστεί. Έκανε κρύο και κάτι ακόμα, αδιευκρίνιστο. Τα κάρβουνα θα είχαν σβήσει. Ζαλιζόταν λίγο. Πάλι αυτή η περίεργη  αίσθηση. Σηκώθηκε με έναν κάποιο κόπο. Πήγε να σκεπάσει το κορμάκι του μικρού της ήρωα που ήταν κρυωμένο τρεις μέρες τώρα.  Έκανε κρύο και κάτι ακόμα, αδιευκρίνιστο. Μπερδεύτηκαν τα πόδια της στα πεσμένα σκεπάσματα. Βλαστήμησε τη ΔΕΗ, την τύχη της, τον εξαφανισμένο άντρα της. Το χέρι της έπιασε το μικρό χεράκι. Ήταν κρύο. Το ταρακουνάει. Φωνάζει. Το αρπάζει στην αγκαλιά της. Το κουνά και πιάνει να του τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι που της έλεγε η μαμά της όταν αρρώσταινε. Σωπαίνει. Παγώνει. Πρέπει να πάρει αποφάσεις. Όχι, δεν πρέπει να το μάθουν. Δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Θα εξαφανιστούν. Στη γειτονιά θα πουν ότι το’σκασε. Άφησε απλήρωτα το νοίκι και τους λογαριασμούς και το’σκασε. Άλλη μια ξενόφερτη (ποιος της είπε να’ρθει;) που φέσωσε τους ντόπιους. Γνωστή ιστορία. Θα εξαφανιστούν. Θα πάει στο διπλανό χωριό. Άκουσε ότι ζητάνε χέρια στα χωράφια. Θα πάει στην Ιταλία. Ή στη Γερμανία αν είναι τυχερή. Πίσω δε γυρνάει. Κανείς δεν θα τη γυρίσει πίσω. Ακουμπά απαλά το άψυχο σώμα στο κρεβάτι. Το τυλίγει με την κουβερτούλα του. Τη μισητή άχρηστη κουβερτούλα του. Βάζει όπως όπως σε μια βαλίτσα ζεστά ρούχα. Πρέπει να βιαστεί. Σε λίγο ξημερώνει και πρέπει να βιαστεί. Στο δρόμο της θα βρει κάπου να…

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

 

Σοκαρίστηκες; Νιώθεις αποτροπιασμό; Μέτρα την υποκρισία σου.

Καρκίνος. Επιθετικός και μεταστατικός.

Έχει η ενστάλαξη κοινωνικού αυτοματισμού στο κοινωνικό σώμα όρια; Σταματά μπροστά σε κάποιο φραγμό αυτή η κυβέρνηση; Η πολιτική του θανάτου του κοινωνικού ιστού και του όποιου δημόσιου χαρακτήρα είχαν μέχρι πρόσφατα αγαθά όπως η υγεία είναι προαπαιτούμενα της εγκαθίδρυσης του πιο στυγερού καθεστώτος. Ύπουλα και μεθοδικά τα πολιτικά καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται αποφασιστικά σαν χαθεί η αλληλεγγύη, η πίστη στον άνθρωπο και στη συλλογική δράση. Σαν νιώσεις εχθρό σου κι αντιπαλέψεις τον ίδιο τον εαυτό σου.

Ζέτα Μακρή. Υφυπουργός υγείας (sic) στο τηλεοπτικό κανάλι του εθνικού τσιμεντά κι επίδοξου τσιφλικά της χώρας. Σήμερα. Ακούει την καρκινοπαθή (που πώς το είπε; Ήταν τυχερή που έπαθε καρκίνο πριν 27 χρόνια, τότε που μπορούσε ακόμη να παλεύει και να νικά την αρρώστια)  να απαριθμεί τα θύματα της πολιτικής που με συνέπεια υπηρετεί. Ανθρώπους στο κατώφλι του θανάτου που στερούνται το δικαίωμα, όχι, δεν είναι δικαίωμα, ελευθερία είναι, ακόμη και να παλέψουν για τη ζωή τους. Να βρουν και να πάρουν το φάρμακό τους. Που ίσως τους κάνει καλά, αλλά που πάντως σίγουρα τους δίνει τη δυνατότητα. Την ελευθερία να βρουν τον γιατρό τους στη θέση του. Να νιώσουν μια στάλα ασφάλειας μέσα στην πιο σκληρή αβεβαιότητα.

Κουνά το κεφάλι η υφυπουργός. Σέβεται, λέει, απεριόριστα τη συνομιλήτρια, για αυτό κι αποφασίζει να κερδοσκοπήσει πολιτικά επενδύοντας στα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου και διαβεβαιώνει τους καρκινοπαθείς της χώρας, τους συγγενείς και τους φίλους τους ότι αν σταματήσουν οι αντιστάσεις στα σχέδια του υπουργείου για ιδιωτικοποίηση του πράγματι πολλά υποσχόμενου στους ιδιώτες λιγούρηδες (εν προκειμένω κοράκια) χώρου της δημόσιας υγείας, θα βρεθούν τα χρήματα για να προμηθεύεται το κράτος τα απαραίτητα αντικαρκινικά φάρμακα.

Λογικά, θα πρέπει να αυτοθαυμάστηκε για την πολιτική οξύνοιά της η υφυπουργός και ενδόμυχα να περίμενε συγχαρητήριο tweet από τον υπουργό της. Το πρόσωπό της πάντως έδειξε μόνο την αποφασιστικότητά της πάνω στο θέμα. Δεν σκέφτηκε όμως, και πώς θα μπορούσε άλλωστε δεδομένων των επιλογών της, ότι το να παίζεις μονόπολη με πιόνια τον πόνο και τον θάνατο δεν είναι και τόσο έξυπνη ιδέα. Για το ήθος μιλά ο ίδιος ο καρκίνος.

Κακοήθεια, λέει. Τι εύστοχη λέξη!

 

Τι βλέπεις; Μόνο αυτό. Τι βλέπεις;

Τι βλέπεις; Μόνο αυτό. Τι βλέπεις;

ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ ΤΥΦΩΝΑΣ

Φιλιππίνες, μετά το χτύπημα του τυφώνα Χαϊγιάν

Αυτό που βλέπεις είναι ένας σωρός από σκουπίδια.

Τα σπίτια τους και οι «υποδομές» τους.

Αυτό που βλέπεις είναι αποτέλεσμα των ακραίων καιρικών φαινομένων όσο και η ανεργία είναι αποτέλεσμα της τεμπελιάς μας.

Αυτό που βλέπεις είναι αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου όσο κι εσύ που ανάβεις το φως στο δωμάτιο είσαι υπεύθυνος για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Όμως

Τα άταφα κορμιά στους δρόμους δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι παράγκες φτιαγμένες από σκουπίδια δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι χιλιάδες νεκροί (ακόμα είναι αμέτρητοι) δεν είναι από τον τυφώνα.

Η πείνα και η φτώχεια δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι άρρωστοι που εγκαταλείπονται να πεθάνουν χειρότερα κι από αδέσποτα ζώα σε ένα ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας δεν είναι από τον τυφώνα.

Ο τυφώνας δεν σέρνει τους ανθρώπους να χτίζουν και να ζουν σε παράγκες από σκουπίδια. Δεν είναι του χαρακτήρα του τυφώνα να ανήκει σε κυβερνήσεις διεφθαρμένες μέχρι το μεδούλι ώστε κάθε υποδομή της χώρας να είναι για τα σκουπίδια. Ούτε καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να ζουν με ερωτηματικό και να αντιμετωπίζονται σαν να είναι σκουπίδια.

Α, τι βολικό να συγχέεις το οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο σε καταδίκασαν να ζεις – καπιταλισμό το λένε –  με ένα «ακραίο καιρικό φαινόμενο». Με πόση μαεστρία συσκοτίζονται οι απλές λογικές προτάσεις και σκέψεις και κάνουν φτερά τα δρώντα υποκείμενα και τα πραγματικά πλαίσια μέσα στα οποία λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα.

Επειδή, το ακραίο καιρικό φαινόμενο είναι ένα πράγμα και τα αποτελέσματά του είναι άλλο πράγμα. Το να ταυτίζεις φαινόμενο με αποτέλεσμα είναι τόσο αντιεπιστημονικό και παράλογο που καταντά γελοίο. Δεν γελάμε, όμως. Πεθαίνουμε. Και δεν πεθαίνουμε καν ως γενναίοι και υπερήφανοι, ούτε καν ως έλλογα όντα.

Στον κόσμο που μας καταδικάζουν να ζούμε η χειραγώγηση και ο συστηματικός ευνουχισμός της σκέψης έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που πολύ φοβάμαι ότι σε καμιά 20αριά χρόνια ο μονοδιάστατος άνθρωπος, ακριβώς επειδή θα είναι τέτοιος, θα έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα προόδου που θα επιχειρεί να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό.

Αυτό είναι τρόμος.

Περί βίας. Αντιστρέφοντας το ερώτημα

Δεν είναι ότι δεν μας θέλουν βίαιους. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά τους. Αντίθετα, η βία μέσα μας τους είναι αναγκαία, Αρκεί να μην στρέφεται εναντίον τους. Αυτό που θέλουν είναι να τη στρέφουμε αποκλειστικά εναντίον των ομοίων μας. Οι ιδιωτικοί εναντίον των δημοσίων, οι άνεργοι εναντίον των εργαζόμενων κ.ο.κ. Δεν τους αρκεί η βία που ασκούν στις ζωές μας. Γι αυτό και καλλιεργούν τη βία του κοινωνικού αυτοματισμού. Δεν έχουν πρόβλημα επίσης όταν τη στρέφουμε και ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό. Απάθεια, παραίτηση, αυτοκτονίες.
Το ερώτημα λοιπόν είναι άλλο: Καταδικάζεις τη βία προς όπου κι αν απευθύνεται;

Ποια είσαι εσύ;

Ποια είσαι εσύ; Από ποια κόλαση δραπέτευσες; Ποιος εφιάλτης σε φιλοξένησε;
Ποιοι γονείς σε φίλησαν, σ’ αγκάλιασαν, σε νανούρισαν;
Ποιο σκοτάδι σε κατάπιε;
Ποιο άσβεστο μίσος σου κατατρώει τα σπλάχνα;
Ποιος θα σε λυπηθεί;

«Το σώμα των καταδίκων»

diamelismos

διαμελισμός

Έλα αιμοδιψές και δικαιοδιψές πλήθος. Διάβασε, ρούφα μέχρι το μεδούλι τα κόκκαλα του καταζητούμενου εγκληματία:

Δείτε τον νεκρό Αλβανό κακοποιό Μαριάν Κόλα

Έτσι έπεσε νεκρός ο Κόλα

Σκέψου όμως…

Στις 7 Μαρτίου 1757 ο Damiens καταδικάστηκε «να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων» όπου «θα οδηγούνταν μ’ ένα κάρο, γυμνός, μονάχα μ’ ένα πουκάμισο, βαστώντας στο χέρι έναν αναμμένο κέρινο δαυλό που ζύγιζε δυο λίβρες». Κατόπιν, να οδηγηθεί «με το ίδιο κάρο στην πλατεία της Greve, όπου σ’ ένα ικρίωμα που θα στηνόταν εκεί, να βασανιστεί με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς, στις κνήμες, κρατώντας στο δεξί του χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε εκτελέσει την εν λόγω πατροκτονία, το χέρι αυτό να καεί με αναμμένο θειάφι και πάνω στις πληγές από τις λαβίδες να χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα και ανακατεμένα, και ύστερα, το σώμα του να εξαρθρωθεί και να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τα μέλη του καθώς και το κορμί του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να αποτεφρωθούν και η στάχτη να σκορπιστεί στον αέρα.

«Τελικά ο Damiens διαμελίστηκε» γράφει η Εφημερίδα του Άμστερνταμ. «Η τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε για πολλή ώρα, γιατί τα άλογα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν εξασκημένα γι αυτή τη δουλειά, έτσι αντί τέσσερα χρειάστηκαν έξι. Αλλά κι αυτά ακόμη δεν στάθηκαν αρκετά κι έτσι αναγκάστηκαν, για να διαμελίσουν τους μηρούς του άμοιρου ανθρώπου, να του κόψουν τα νεύρα και να του πελεκήσουν τις κλειδώσεις…

…..

ο υπομοίραρχος Bouton λέει: «Άναψαν το θειάφι αλλά η φωτιά δεν ήταν δυνατή κι έτσι μόνον η επιδερμίδα του επάνω μέρους του χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε ένας από τους δήμιους με τα μανίκια σηκωμένα πάνω από τους αγκώνες πήρα στα χέρια του κάτι ατσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι αυτόν τον σκοπό, ενάμιση πόδι μάκρος, του τις έχωσε βαθιά πρώτα στην κνήμη του δεξιού ποδιού, ύστερα στον μηρό, στον δεξιό βραχίονα και τέλος στους μαστούς. Ο δήμιος αυτός παρόλο που ήταν δυνατός κι εύρωστος με μεγάλο κόπο κατόρθωνε να αποσπά κομμάτια σάρκας συστρέφοντας τις λαβίδες δυο τρεις φορές στην κάθε μεριά του σώματος, προξενώντας στον κατάδικο πληγές σαν ένα νόμισμα των έξι τάληρων.

[….] ο Damiens [… ] σε κάθε νέο βασάνισμα ξεφώνιζε σαν τους κολασμένους: «Θεέ μου συχώρα με! Παντοδύναμε ελέησέ με!». Παρόλους τους αβάσταχτους πόνους σήκωνε πού και πού το κεφάλι και κοίταζε άφοβα το κορμί του. Τα σκοινιά που οι άντρες τα έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο τραβώντας τις άκρες τους του προκαλούσαν ανείπωτους πόνους. […]

Μ’ ένα τίναγμα τα άλογα τράβηξαν τα μέλη του καταδίκου, το καθένα προς τη μεριά του, ενώ από ένας δήμιος κρατούσε το κάθε άλογο. Κάθε τέταρτο ξανάρχιζε η ίδια διαδικασία, και, τέλος, έπειτα από πολλές επαναλήψεις, αναγκάστηκαν να σπρώξουν τα άλογα για να τραβήξουν: αυτά που ήταν δεμένα στο δεξί του χέρι τα έσπρωξαν μπροστά, στην κεφαλή. Αυτά που ήταν στους μηρούς τα ένωσαν με τους βραχίονες – πράγμα που έκανε τους βραχίονες να σπάσουν στις κλειδώσεις. Τα τραβήγματα αυτά επαναλήφθηκαν πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Ο κατάδικος σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το κορμί του. Αναγκάστηκαν να προσθέσουν δύο ακόμη άλογα σ’ εκείνα που ήταν δεμένα στους μηρούς – κι έτσι τα άλογα έγιναν έξι. Και πάλι όμως δεν κατάφεραν τίποτα.

[…]

Ύστερα από δυο τρεις απόπειρες ο δήμιος Samson κι αυτός που τον είχε βασανίσει με τις λαβίδες τράβηξαν ο καθένας τους ένα μαχαίρι από την τσέπη τους και του κόψαν τους μηρούς σύρριζα στον κορμό. Καθώς τραβούσαν με δύναμη, τα τέσσερα άλογα έσυραν τους δύο μηρούς πίσω τους, πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό. Το ίδιο έγινε και με τους βραχίονες που αποσπάστηκαν από τους ώμους, στις μασχάλες. Χρειάστηκε να κοπούν οι σάρκες σχεδόν ως το κόκκαλο, ενώ τα άλογα τραβούσαν με όλη τους τη δύναμη πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό βραχίονα.

Όταν αποκόπηκαν και τα τέσσερα μέλη του κατάδικου οι ιερωμένοι πλησίασαν να του μιλήσουν. Ο δήμιος όμως τους είπε πως ήταν πια νεκρός, ενώ στ’ αλήθεια εγώ έβλεπα ακόμα τον άνθρωπο να σπαράζει και το κάτω του σαγόνι να κουνιέται σαν να ήθελε να μιλήσει  […]

Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση ολόκληρος αποτεφρώθηκε. Το τελευταίο κομμάτι που βρέθηκε στην ανθρακιά δεν είχε καεί ως τις δεκάμισι το βράδυ. Δηλαδή οι κομματιασμένες σάρκες και το κορμί καίγονταν γύρω στις τέσσερις ώρες. Οι αξιωματικοί, που ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ καθώς κι ο γιος μου, μαζί με το απόσπασμα των χωροφυλάκων μείναμε στην πλατεία σχεδόν ως τις έντεκα το βράδυ.

 

(Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Μισέλ Φουκό, «Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της φυλακής, εκδόσεις Ράππα 2005, σελ.11-14)