Το κατά του καθηγητού του ψεύδους, Πορτοσάλτε, Νέον Χειραγωγικόν Λεξικόν

aris portosalte metanasteysi

Δεν είναι μετανάστευση, είναι αναζήτηση.

Δεν είναι απολύσεις, είναι κινητικότητα.

Δεν είναι ανεργία, είναι ανάπτυξη.

Δεν είναι αυτοκτονίες, είναι το κλίμα.

Δεν είναι μαυραγορίτες, είναι επενδυτές.

Δεν είναι ρατσισμός, είναι ψύχραιμη καταγραφή.

Δεν είναι εκμετάλλευση, είναι προσαρμογή.

Δεν είναι  καπιταλισμός, είναι  καιρικό φαινόμενο.

Δεν είσαι φτωχός, είσαι μίζερος γκρινιάρης.

Δεν είναι θάνατος, είναι θετική η εκτίμηση της Moodys.

Δεν είναι απεργία, είναι απειλή.

Το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν είναι εξαθλιωμένοι. Είναι υπεράριθμοι.

Και

Δεν είναι μυαλό, είναι κιμάς.

 

Η «Γλώσσα της Απόλυτης Διοίκησης» ως «Γλώσσα της Αλήθειας»

Ο Herbert Marcuse (1971) αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο του Μονοδιάστατου Ανθρώπου στη διερεύνηση του Λόγου που εκφράζει τη μονοδιάστατη σκέψη της απόλυτης διοίκησης. Η τελευταία όχι μόνο μιλά τη γλώσσα της αλήθειας αλλά και την κατασκευάζει προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Κατά μια έννοια είναι η γλώσσα της διαφήμισης που διαπότισε τον λόγο της πολιτικής. Ως ιδιαίτερη γλώσσα έχει και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τη μορφή, την εκφορά, τη γραμματική και τη λειτουργία της.

Η γλώσσα που μιλά η εξουσία είναι λειτουργική, μαγική και τελετουργική. Τείνει να καταργήσει τους ενδιάμεσους όρους και να ταυτίσει το πράγμα με τη λειτουργία του, δημιουργώντας μιαν αμφίδρομη σχέση: το πράγμα να ορίζεται από τη λειτουργία του και η λειτουργία από το πράγμα. Έτσι, για παράδειγμα, η γλώσσα αυτή μπορεί κάλλιστα να ταυτίσει το «πλυντήριο» με την «πλύση», στερώντας τη δυνατότητα από τον χρήστη και τον ακροατή να σκεφτεί άλλο τρόπο πλύσης εκτός από την πλύση μέσω πλυντηρίου ή να σκεφτεί άλλο τρόπο χρήσης του πλυντηρίου εκτός από την πλύση. Η έννοια απορροφάται από τη λέξη που τώρα γίνεται κλισέ και σαν τέτοιο

βασιλεύει πάνω στο γραπτό και προφορικό λόγο· η επικοινωνία εμποδίζει από δω κι ύστερα μια αυθεντική ανάπτυξη του νοήματος (107).

Η γλώσσα της απόλυτης διοίκησης είναι μια μορφή γλώσσας που αυτοδικαιώνεται με τη χρήση συγκεκριμένων όρων, όπως ελευθερία, ισότητα, μάθηση, οι οποίοι εμφανίζονται μόνιμα και υπνωτιστικά σε συνδυασμό με κάποιους άλλους, όπως ελεύθερο εμπόριο, ισότητα ευκαιριών ή “κοινωνία μάθησης/γνώσης”, δημιουργώντας συγκεκριμένες εικόνες. Οι εικόνες αυτές συνδυάζονται λογικά ή συνειρμικά με στάσεις, αξίες και επιθυμίες και αναμένεται από τον ακροατή να αντιδράσει με συγκεκριμένο τρόπο. Με αυτή τη μέθοδο η γλώσσα αποτελεί εκφοβισμό και εξύμνηση.

Οι προτάσεις έχουν τη μορφή υποβλητικών διαταγών…και το σύνολο της επικοινωνίας παίρνει έναν χαρακτήρα υπνωτικό. (110).

Χωρίς να αποδεικνύει και να εξηγεί, ανάγεται σε θέσφατο και προσταγή. Ακυρώνει κάθε συζήτηση καθώς αποφαίνεται και με τη δύναμη του μηχανισμού καθιερώνει καταστάσεις (118).

Απομονώνοντας το μερικό και συγκεκριμένο από το γενικό και αφηρημένο, παραχαράσσει την πραγματικότητα, αφού το συγκεκριμένο δεν εντάσσεται πια στις συνθήκες που αποτελούν την πραγματικότητά του και καθόσον το γενικό μεταφράζεται με όρους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο και αντικειμενικό. Παράλληλα, εμποδίζεται η ανάπτυξη μεταβατικού νοήματος της έννοιας, το οποίο είναι αποτέλεσμα στοχασμού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή περιγραφή της έννοιας, αλλά προσεγγίζει τις διαδικασίες και τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή εμφανίζεται και αναπτύσσεται, για να τις διατηρήσει ή και να τις καταστρέψει.

Η ακατάπαυστη επιβολή εικόνων εμποδίζει κάθε είδους σκέψη και η συγκεκριμένου είδους γλώσσα, ούσα λειτουργική, είναι θεμελιακά αντικριτική και αντιδιαλεκτική. Σημαντικό χαρακτηριστικό της γλώσσας της απόλυτης διοίκησης είναι η σύνθεση και η ειρηνική συνύπαρξη των αντιθέτων και, ενώ η αντίθεση ήταν ο χειρότερος εχθρός της λογικής, τώρα έγινε σύμμαχος στη λογική μιας κοινωνίας που μπορεί να κάνει χωρίς λογική. Η σύζευξη των αντιθέσεων συμβιβάζει τελικά τα ασυμβίβαστα και μετατρέπεται σε φόρμουλα λόγου, αφοπλίζοντας κάθε διαμαρτυρία.

Πώς να μπορέσουν η διαμαρτυρία και η άρνηση να βρουν τη σωστή λέξη, όταν τα όργανα της κατεστημένης τάξης δέχονται και δημοσιεύουν ότι η ειρήνη πρέπει πάντοτε να βρίσκεται στα σύνορα του πολέμου, ότι οι τιμές των όπλων είναι συμφέρουσες…; (109)

Ή, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η ισότητα επιτυγχάνεται ταυτόχρονα με την αποδοτικότητα και η ευελιξία συμβαδίζει αρμονικά με την ασφάλεια; Παράλληλα, αναγνωρίζει ο Marcuse, τέτοιου είδους συμφιλιώσεις αντιθέτων συνδυάζουν την ανοχή με τη συνοχή. Μια συνοχή, όμως, που έχει καταπιεστικό χαρακτήρα και αναγκάζει τον καταπιεζόμενο να δέχεται ό,τι του προσφέρεται, όπως του προσφέρεται.

Η λειτουργική μονοδιάστατη γλώσσα, εκτός από τη συνεχή υπνωτιστική επανάληψη λέξεων και εικόνων, την απομόνωση των μερών από το όλο και τις μεταξύ τους σχέσεις και την ειρηνική συνύπαρξη των αντιθέτων, μετέρχεται και άλλων μέσων προκειμένου να παρεμποδίσει την ενεργοποίηση της σκέψης. Χρησιμοποιεί τις συντμήσεις, είτε μέσω της ενωτικής παύλας, είτε – κι αυτή η μέθοδος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις μέρες μας – μέσω των αρχικών γραμμάτων, απογυμνώνοντας την έννοια από την υπερβατική της παρασήμανση. Έτσι, η έννοια έχασε κάθε γνωστική αξία και χρησιμεύει μόνο για την αναγνώριση ενός αναμφισβήτητου γεγονότος (113).

Η γλώσσα της απόλυτης διοίκησης είναι γλώσσα βαθιά αντιιστορική. Με την έλλειψη της διαλεκτικής σκέψης και του διπλοδιάστατου λόγου που ενέχει την άλλη διάσταση της σκέψης, της σκέψης που κατατείνει στο δυνατόν να συμβεί, καταργείται η ιστορία και έρχονται στο προσκήνιο ad hoc ορισμοί ή, σύμφωνα με το συγγραφέα, επανορισμοί που πλαστογραφούν τις έννοιες και έτσι, το πλαστό γίνεται αληθινό (116).

Ως αντίθετη προς τη γλώσσα της γνώσης, γλώσσα που δίνει φωνή στην κριτική συνείδηση και σκέψη, η κλειστή γλώσσα της απόλυτης διοίκησης

γεννάει μια συνείδηση που θεωρεί τη γλώσσα της κυρίαρχης εξουσίας σαν τη γλώσσα της αλήθειας (119 η έμφαση δική μου).

————————————————————————

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από αδημοσίευτη εργασία του pnevmantilogias