Ο Μπέρτολτ Μπρέχτ, ο Κόυνερ και η διαλεκτική

Αντιγράφω από τον Ερανιστή

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

        

Ο Μπρεχτ ξεκίνησε να γράφει τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» το 1927 επηρεασμένος βαθύτατα από το Μαρξ, όταν για τις ανάγκες ενός θεατρικού έργου χρειάστηκε να μελετήσει τους νόμους της οικονομίας και του χρηματιστηριακού συστήματος: «Για ένα καινούργιο θεατρικό έργο που έγραφα μου χρειάστηκε σαν φόντο το χρηματιστήριο του Σικάγο…..Κανένας, ούτε γνωστοί οικονομολόγοι, ούτε επιχειρηματίες (…..) μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τη λειτουργία ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα ήταν τελείως ανεξήγητα, που σημαίνει ότι ήταν ασύλληπτα από τη λογική, που σημαίνει πάλι ότι ήταν κοινώς παράλογα. Ο τρόπος που γινόταν η κατανομή του σιταριού στον κόσμο ήταν ακατανόητος». Και συνεχίζει: «Το έργο που προγραμμάτισα δε γράφτηκε τελικά, αντί γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω Μαρξ, κι έτσι διάβασα Μαρξ για πρώτη φορά. Τότε ζωντάνεψαν πραγματικά και οι δικές μου σκόρπιες πρακτικές εμπειρίες και εντυπώσεις».

Και πράγματι, ο Μαρξ είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητος μέσα στο έργο του Μπρεχτ ή πιο σωστά, το έργο του Μπρεχτ είναι αδύνατο να αποκοπεί από το Μαρξ. Η συμπαράσταση, από θέση δικαίου, προς τους αδύναμους, το ακατανόητο της οικονομικής οργάνωσης ενός άδικου κόσμου, ο υλισμός ως ερμηνευτικό εργαλείο της πραγματικότητας, το καυστικό, στα όρια του κυνισμού, μαρξιστικό ύφος και κυρίως η διαλεκτική, όχι απλώς σημάδεψαν το έργο του Μπρεχτ ή αποτέλεσαν ιδεολογικό ορμητήριο ή όλα αυτά που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά πραγματώθηκαν κάτω από μια νέα βάση, την καλλιτεχνική, δηλαδή επαναπροσδιορίστηκαν μέσα από άλλο επικοινωνιακό πλαίσιο κι ως εκ τούτου ανανεώθηκαν, πλούτισαν, ενσωματώθηκαν στην καθημερινότητα, έγιναν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Γιατί ο μαρξισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, αλλά τρόπος σκέψης. Είναι ο εντοπισμός του γελοίου μέσα σ’ έναν παράλογο κόσμο. Η αντίσταση της λογικής μπροστά στα βουνά της ανοησίας ή αλλιώς η αποκατάσταση της αλήθειας που χάνεται κάτω από τις σάλπιγγες των καιρών. Γιατί το παράλογο, ως μόνιμο καθημερινό βίωμα, γίνεται ανίκητο και ο εντοπισμός του αποκτά διαστάσεις πραγματικής επανάστασης. Αυτή την επανάσταση υπηρετεί κι ο Μπρεχτ και αυτό ακριβώς είναι το «παραξένισμα», το οποίο ως όρος αφορά περισσότερο τη φιλοσοφία και ο Μπρεχτ το δανείστηκε για τη δική του θεατρική αναγκαιότητα, δηλαδή την παρουσίαση του καθημερινού παραλόγου στην πιο ακραία του μορφή που αναδεικνύει την απόλυτη αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Ο θεατής που ταυτίζεται με τους θεατρικούς χαρακτήρες βρίσκεται αντιμέτωπος με τον παραλογισμό του εαυτού του, που όμως ποτέ δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει, κι αυτό είναι η αφετηρία του επαναπροσδιορισμού των πάντων. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγάλο «παραξένισμα» του Μπρεχτ ήταν ο κόσμος του χρηματιστηρίου και δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι ο Μαρξ προκάλεσε το βαθύτερο «παραξένισμα» σ’ αυτόν τον κόσμο του οικονομικού συστήματος. Γιατί, όπως φαίνεται, η οικονομική οργάνωση του κόσμου, δηλαδή ο τρόπος της παραγωγής και διακίνησης των αγαθών, παράγει μύθους, κι αυτούς τους μύθους οφείλει να αποτινάξει και η φιλοσοφία και η τέχνη. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιόμορφη σχέση δασκάλου και μαθητή, που όμως ξεπερνά όλα τα στερεότυπα, αφού ο Μπρεχτ δεν αναπαράγει απλώς το Μαρξ, αλλά του δίνει μια νέα υπόσταση, δηλαδή ένα νέο πεδίο, την τέχνη.

Η διαλεκτική, ως επίσης μαρξιστικός όρος, σχηματοποιείται, αποκτά δηλαδή χειροπιαστή καλλιτεχνική υπόσταση μέσα σε όλο το έργο του Μπρεχτ. «Οι ιστορίες του κυρίου Κόυνερ» είναι ακριβώς η μετουσίωση της διαλεκτικής σε καθημερινότητα. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στη δεύτερη ερμηνεία του όρου διαλεκτική γράφει: «(στην εγελιανή και μαρξική φιλοσοφία) η ιδέα της ενότητας των αντιθέτων στο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά και στη σκέψη». Ο Πέτρος Μάρκαρης στην εισαγωγή του Κόυνερ γράφει: «…..οι ιστορίες αυτές (του Κόυνερ εννοείται) έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κόυνερ, απέναντι σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις. Καθώς μάλιστα ο κ. Κόυνερ τοποθετείται, από τη μια ιστορία στην άλλη μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση, όλες οι ιστορίες μαζί συνθέτουν έναν κόσμο “εν κινήσει”». Αυτός ο «εν κινήσει» κόσμος είναι ίσως η καλύτερη απόδοση της διαλεκτικής, αφού κάθε ιδέα, ως ενότητα των αντιθέτων, εμπεριέχει, από θέση αρχής, και τον αντίλογό της. Η ζύμωση των ιδεών με τις αντιθέσεις τους είναι η ζύμωση του κόσμου που κινείται διαρκώς, καθώς τίποτε δεν μπορεί να παγιωθεί, σ’ ένα ακατάπαυτο κονταροχτύπημα σύνθεσης. Κι εδώ δεν μιλάμε για μια προέκταση των Πυθαγόρειων, που θέλουν τον κόσμο να συντίθεται από τις αντίθετες δυνάμεις. Εδώ μιλάμε για την αιώνια διαμάχη των ιδεών που κινούν την ιστορία και ταυτόχρονα κινούνται μέσα σ’ αυτήν σ’ ένα ατέρμονο διαλεκτικό παιχνίδι. Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής, εμπεριέχει το «παραξένισμα», αφού μόνο ανατρεπτικά μπορεί να λειτουργήσει. Η ανατροπή δεν είναι παρά η αναθεώρηση των δεδομένων που καταργούνται από την ίδια τους την ισχύ. Υπό αυτή την έννοια «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ είναι το σπουδαιότερο σημείο αναφοράς της διαλεκτικής, αποδεικνύοντας τη διαλεκτική του καπιταλισμού. Και κάπως έτσι, όταν κάποιος παλιός γνωστός είπε στον Κόυνερ ότι δεν άλλαξε καθόλου, ο Κόυνερ χλόμιασε και είπε «ωχ», αφού η απουσία των αλλαγών μόνο ως στασιμότητα μπορεί να ερμηνευτεί. Και κάπως έτσι όταν κάποιος ισχυρίστηκε για μια ηθοποιό ότι χρωστάει την επιτυχία στην ομορφιά της, ο Κόυνερ απάντησε ότι «είναι όμορφη γιατί είχε επιτυχία». Και κάπως έτσι η ανιδιοτέλεια καταρρίπτεται αφού, κατά τον Κόυνερ, η πατρότητα κάθε σκέψης είναι η επιθυμία.

  Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής δεν είναι παρά η νομιμοποίηση της αντίθεσης, δηλαδή η εξ’ αρχής ανατροπή όλων των δεδομένων στο διαλεκτικό παιχνίδι θέση – αντίθεση – σύνθεση. Όμως ο Κόυνερ, ως βαθύς γνώστης της διαλεκτικής συντρίβει όλες τις ατομικότητες στα πλαίσια μιας αρμονίας, της συλλογικής αρμονίας, που καταργεί κάθε υστεροβουλία και κάθε συμφέρον. Γιατί ο Κόυνερ, απαλλαγμένος από δογματισμούς, διαπράττει την έσχατη υπέρβαση, που λειτουργεί ως μοναδική αλήθεια, απονέμει δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη της προσωπικής του διαλεκτικής ηθικής. Γι’ αυτό προτρέπει την ηθοποιό να ξεζουμίσει τους πλούσιους που της κάνουν δώρα: «Πάρτους τα λεφτά τους! Τα δώρα που σου κάνουν δεν τα πλέρωσαν, τάκλεψαν! Πάρε τα κλοπιμαία απ’ αυτούς τους κακούς ανθρώπους για να μπορείς νάσαι μια καλή ηθοποιός!» Γι’ αυτό καταδικάζει κάθε μορφή εκμετάλλευσης. Γιατί η κατά Κόυνερ διαλεκτική είναι το ουσιαστικότερο όπλο απέναντι σε κάθε λογής ολοκληρωτική ακαμψία, αφού το απόλυτο μόνο ως πνευματική απονέκρωση μπορεί να ερμηνευτεί. Και η άρση του απόλυτου δεν είναι παρά η νέα οπτική προς τον άνθρωπο, δηλαδή η αποθέωση της επαναδιαπραγμάτευσης, που μόνο ως συμβιωτική συνθήκη αποκτά αξία. Και κάπως έτσι, ο Κόυνερ γνωρίζει «έναν οδηγό που ξέρει καλά τον κώδικα κυκλοφορίας, φρενάρει όταν πρέπει και ξέρει να χρησιμοποιεί τον κώδικα για το καλό του. Είναι μάστορης στο να πατάει γκάζι και μετά να κατεβαίνει πάλι σε μια κανονική ταχύτητα, να μην κουράζει τη μηχανή του αυτοκινήτου του κι έτσι κατορθώνει πάντα να πορεύεται προσεχτικά και τολμηρά ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ένας άλλος οδηγός που γνωρίζω χρησιμοποιεί μιαν άλλη μέθοδο. Περισσότερο από το δικό του αμάξι ενδιαφέρεται για ολάκερη την κυκλοφορία και θεωρεί τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι της. Δε νοιάζεται ούτε να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που έχει ούτε και να προβάλει ιδιαίτερα τον εαυτό του. Οδηγεί πάντα στο ίδιο πνεύμα με τον οδηγό που πάει μπροστά του και μ’ εκείνον που έρχεται πίσω του και η μόνιμη ικανοποίησή του είναι να μπορούν να πορεύονται όλα τα αμάξια μαζί και οι πεζοί».

Ειρήνη είναι… τα μάτια και τα μολύβια των παιδιών

«Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη

Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκους που ‘ καψε η πυρακαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδίά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τά μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο
παιδί που ξυπνάει.
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας: το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο
εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε, δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιο ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορφίνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.

Τότε που ο θάνατoς πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κι οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρίφαλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος,
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακές σ’ όλη της γης,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόμσος με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ ναι η ειρήνη.»

Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ, Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού ως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ ενα κατώϊ-λέει-σαν ήταν δυό μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μιά γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ-όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Πλήρωσε ωστόσο-λέει-ότι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πιά ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο-λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα κείνη-λέει-τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε-όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ όλα τ άλλα αγόρια.

Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι ειμ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μ όσες τις απόμειναν δυνάμεις

-η κάμαρα της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,

γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-μόνο τότε-να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και το πρωί το κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένες» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός

μη ρίχτε στους αδύναμους τ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μάριος Χάκκας, Το ψαράκι της γυάλας

        Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος! και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας τοπίο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονου ς, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε.Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή’ που του φαινόνταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτoυδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ’ ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένo για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα

από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.

– Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

– Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.

– Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

– Πού να ξέρω; είπε εκείνος που ερχόνταν απ’ έξω.

– Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε

το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,

το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκη ς μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκη ς, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.

Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

«…Let us fight for a new world» Τσάρλι Τσάπλιν, στον Μεγάλο Δικτάτορα.

Transcript:

The Jewish Barber (Charlie Chaplin):
I’m sorry but I don’t want to be an emperor. That’s not my business. I don’t want to rule or conquer anyone. I should like to help everyone if possible; Jew, Gentile, black men, white. We all want to help one another. Human beings are like that. We want to live by each others’ happiness, not by each other’s misery. We don’t want to hate and despise one another. In this world there is room for everyone. And the good earth is rich and can provide for everyone. The way of life can be free and beautiful, but we have lost the way.

Greed has poisoned men’s souls; has barricaded the world with hate; has goose-stepped us into misery and bloodshed. We have developed speed, but we have shut ourselves in. Machinery that gives abundance has left us in want. Our knowledge as made us cynical; our cleverness, hard and unkind. We think too much and feel too little. More than machinery we need humanity. More than cleverness, we need kindness and gentleness. Without these qualities, life will be violent and all will be lost. The aeroplane and the radio have brought us closer together. The very nature of these inventions cries out for the goodness in man; cries out for universal brotherhood; for the unity of us all.

Even now my voice is reaching millions throughout the world, millions of despairing men, women, and little children, victims of a system that makes men torture and imprison innocent people. To those who can hear me, I say «Do not despair.» The misery that is now upon us is but the passing of greed, the bitterness of men who fear the way of human progress. The hate of men will pass, and dictators die, and the power they took from the people will return to the people. And so long as men die, liberty will never perish.

Soldiers! Don’t give yourselves to brutes, men who despise you and enslave you; who regiment your lives, tell you what to do, what to think and what to feel! Who drill you, diet you, treat you like cattle, use you as cannon fodder! Don’t give yourselves to these unnatural men—machine men with machine minds and machine hearts! You are not machines! You are not cattle! You are men! You have a love of humanity in your hearts! You don’t hate! Only the unloved hate; the unloved and the unnatural.

Soldiers! Don’t fight for slavery! Fight for liberty! In the seventeenth chapter of St. Luke, it’s written «the kingdom of God is within man», not one man nor a group of men, but in all men! In you! You, the people, have the power, the power to create machines, the power to create happiness! You, the people, have the power to make this life free and beautiful, to make this life a wonderful adventure. Then in the name of democracy, let us use that power.

Let us all unite. Let us fight for a new world, a decent world that will give men a chance to work, that will give youth a future and old age a security. By the promise of these things, brutes have risen to power. But they lie! They do not fulfill their promise. They never will! Dictators free themselves but they enslave the people! Now let us fight to fulfill that promise! Let us fight to free the world! To do away with national barriers! To do away with greed, with hate and intolerance! Let us fight for a world of reason, a world where science and progress will lead to all men’s happiness.

Soldiers, in the name of democracy, let us all unite!