Ο Μπέρτολτ Μπρέχτ, ο Κόυνερ και η διαλεκτική

Αντιγράφω από τον Ερανιστή

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

        

Ο Μπρεχτ ξεκίνησε να γράφει τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» το 1927 επηρεασμένος βαθύτατα από το Μαρξ, όταν για τις ανάγκες ενός θεατρικού έργου χρειάστηκε να μελετήσει τους νόμους της οικονομίας και του χρηματιστηριακού συστήματος: «Για ένα καινούργιο θεατρικό έργο που έγραφα μου χρειάστηκε σαν φόντο το χρηματιστήριο του Σικάγο…..Κανένας, ούτε γνωστοί οικονομολόγοι, ούτε επιχειρηματίες (…..) μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τη λειτουργία ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα ήταν τελείως ανεξήγητα, που σημαίνει ότι ήταν ασύλληπτα από τη λογική, που σημαίνει πάλι ότι ήταν κοινώς παράλογα. Ο τρόπος που γινόταν η κατανομή του σιταριού στον κόσμο ήταν ακατανόητος». Και συνεχίζει: «Το έργο που προγραμμάτισα δε γράφτηκε τελικά, αντί γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω Μαρξ, κι έτσι διάβασα Μαρξ για πρώτη φορά. Τότε ζωντάνεψαν πραγματικά και οι δικές μου σκόρπιες πρακτικές εμπειρίες και εντυπώσεις».

Και πράγματι, ο Μαρξ είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητος μέσα στο έργο του Μπρεχτ ή πιο σωστά, το έργο του Μπρεχτ είναι αδύνατο να αποκοπεί από το Μαρξ. Η συμπαράσταση, από θέση δικαίου, προς τους αδύναμους, το ακατανόητο της οικονομικής οργάνωσης ενός άδικου κόσμου, ο υλισμός ως ερμηνευτικό εργαλείο της πραγματικότητας, το καυστικό, στα όρια του κυνισμού, μαρξιστικό ύφος και κυρίως η διαλεκτική, όχι απλώς σημάδεψαν το έργο του Μπρεχτ ή αποτέλεσαν ιδεολογικό ορμητήριο ή όλα αυτά που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά πραγματώθηκαν κάτω από μια νέα βάση, την καλλιτεχνική, δηλαδή επαναπροσδιορίστηκαν μέσα από άλλο επικοινωνιακό πλαίσιο κι ως εκ τούτου ανανεώθηκαν, πλούτισαν, ενσωματώθηκαν στην καθημερινότητα, έγιναν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Γιατί ο μαρξισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, αλλά τρόπος σκέψης. Είναι ο εντοπισμός του γελοίου μέσα σ’ έναν παράλογο κόσμο. Η αντίσταση της λογικής μπροστά στα βουνά της ανοησίας ή αλλιώς η αποκατάσταση της αλήθειας που χάνεται κάτω από τις σάλπιγγες των καιρών. Γιατί το παράλογο, ως μόνιμο καθημερινό βίωμα, γίνεται ανίκητο και ο εντοπισμός του αποκτά διαστάσεις πραγματικής επανάστασης. Αυτή την επανάσταση υπηρετεί κι ο Μπρεχτ και αυτό ακριβώς είναι το «παραξένισμα», το οποίο ως όρος αφορά περισσότερο τη φιλοσοφία και ο Μπρεχτ το δανείστηκε για τη δική του θεατρική αναγκαιότητα, δηλαδή την παρουσίαση του καθημερινού παραλόγου στην πιο ακραία του μορφή που αναδεικνύει την απόλυτη αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Ο θεατής που ταυτίζεται με τους θεατρικούς χαρακτήρες βρίσκεται αντιμέτωπος με τον παραλογισμό του εαυτού του, που όμως ποτέ δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει, κι αυτό είναι η αφετηρία του επαναπροσδιορισμού των πάντων. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγάλο «παραξένισμα» του Μπρεχτ ήταν ο κόσμος του χρηματιστηρίου και δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι ο Μαρξ προκάλεσε το βαθύτερο «παραξένισμα» σ’ αυτόν τον κόσμο του οικονομικού συστήματος. Γιατί, όπως φαίνεται, η οικονομική οργάνωση του κόσμου, δηλαδή ο τρόπος της παραγωγής και διακίνησης των αγαθών, παράγει μύθους, κι αυτούς τους μύθους οφείλει να αποτινάξει και η φιλοσοφία και η τέχνη. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιόμορφη σχέση δασκάλου και μαθητή, που όμως ξεπερνά όλα τα στερεότυπα, αφού ο Μπρεχτ δεν αναπαράγει απλώς το Μαρξ, αλλά του δίνει μια νέα υπόσταση, δηλαδή ένα νέο πεδίο, την τέχνη.

Η διαλεκτική, ως επίσης μαρξιστικός όρος, σχηματοποιείται, αποκτά δηλαδή χειροπιαστή καλλιτεχνική υπόσταση μέσα σε όλο το έργο του Μπρεχτ. «Οι ιστορίες του κυρίου Κόυνερ» είναι ακριβώς η μετουσίωση της διαλεκτικής σε καθημερινότητα. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη στη δεύτερη ερμηνεία του όρου διαλεκτική γράφει: «(στην εγελιανή και μαρξική φιλοσοφία) η ιδέα της ενότητας των αντιθέτων στο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά και στη σκέψη». Ο Πέτρος Μάρκαρης στην εισαγωγή του Κόυνερ γράφει: «…..οι ιστορίες αυτές (του Κόυνερ εννοείται) έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κόυνερ, απέναντι σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις. Καθώς μάλιστα ο κ. Κόυνερ τοποθετείται, από τη μια ιστορία στην άλλη μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση, όλες οι ιστορίες μαζί συνθέτουν έναν κόσμο “εν κινήσει”». Αυτός ο «εν κινήσει» κόσμος είναι ίσως η καλύτερη απόδοση της διαλεκτικής, αφού κάθε ιδέα, ως ενότητα των αντιθέτων, εμπεριέχει, από θέση αρχής, και τον αντίλογό της. Η ζύμωση των ιδεών με τις αντιθέσεις τους είναι η ζύμωση του κόσμου που κινείται διαρκώς, καθώς τίποτε δεν μπορεί να παγιωθεί, σ’ ένα ακατάπαυτο κονταροχτύπημα σύνθεσης. Κι εδώ δεν μιλάμε για μια προέκταση των Πυθαγόρειων, που θέλουν τον κόσμο να συντίθεται από τις αντίθετες δυνάμεις. Εδώ μιλάμε για την αιώνια διαμάχη των ιδεών που κινούν την ιστορία και ταυτόχρονα κινούνται μέσα σ’ αυτήν σ’ ένα ατέρμονο διαλεκτικό παιχνίδι. Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής, εμπεριέχει το «παραξένισμα», αφού μόνο ανατρεπτικά μπορεί να λειτουργήσει. Η ανατροπή δεν είναι παρά η αναθεώρηση των δεδομένων που καταργούνται από την ίδια τους την ισχύ. Υπό αυτή την έννοια «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ είναι το σπουδαιότερο σημείο αναφοράς της διαλεκτικής, αποδεικνύοντας τη διαλεκτική του καπιταλισμού. Και κάπως έτσι, όταν κάποιος παλιός γνωστός είπε στον Κόυνερ ότι δεν άλλαξε καθόλου, ο Κόυνερ χλόμιασε και είπε «ωχ», αφού η απουσία των αλλαγών μόνο ως στασιμότητα μπορεί να ερμηνευτεί. Και κάπως έτσι όταν κάποιος ισχυρίστηκε για μια ηθοποιό ότι χρωστάει την επιτυχία στην ομορφιά της, ο Κόυνερ απάντησε ότι «είναι όμορφη γιατί είχε επιτυχία». Και κάπως έτσι η ανιδιοτέλεια καταρρίπτεται αφού, κατά τον Κόυνερ, η πατρότητα κάθε σκέψης είναι η επιθυμία.

  Η διαλεκτική, ως τρόπος ζωής δεν είναι παρά η νομιμοποίηση της αντίθεσης, δηλαδή η εξ’ αρχής ανατροπή όλων των δεδομένων στο διαλεκτικό παιχνίδι θέση – αντίθεση – σύνθεση. Όμως ο Κόυνερ, ως βαθύς γνώστης της διαλεκτικής συντρίβει όλες τις ατομικότητες στα πλαίσια μιας αρμονίας, της συλλογικής αρμονίας, που καταργεί κάθε υστεροβουλία και κάθε συμφέρον. Γιατί ο Κόυνερ, απαλλαγμένος από δογματισμούς, διαπράττει την έσχατη υπέρβαση, που λειτουργεί ως μοναδική αλήθεια, απονέμει δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη της προσωπικής του διαλεκτικής ηθικής. Γι’ αυτό προτρέπει την ηθοποιό να ξεζουμίσει τους πλούσιους που της κάνουν δώρα: «Πάρτους τα λεφτά τους! Τα δώρα που σου κάνουν δεν τα πλέρωσαν, τάκλεψαν! Πάρε τα κλοπιμαία απ’ αυτούς τους κακούς ανθρώπους για να μπορείς νάσαι μια καλή ηθοποιός!» Γι’ αυτό καταδικάζει κάθε μορφή εκμετάλλευσης. Γιατί η κατά Κόυνερ διαλεκτική είναι το ουσιαστικότερο όπλο απέναντι σε κάθε λογής ολοκληρωτική ακαμψία, αφού το απόλυτο μόνο ως πνευματική απονέκρωση μπορεί να ερμηνευτεί. Και η άρση του απόλυτου δεν είναι παρά η νέα οπτική προς τον άνθρωπο, δηλαδή η αποθέωση της επαναδιαπραγμάτευσης, που μόνο ως συμβιωτική συνθήκη αποκτά αξία. Και κάπως έτσι, ο Κόυνερ γνωρίζει «έναν οδηγό που ξέρει καλά τον κώδικα κυκλοφορίας, φρενάρει όταν πρέπει και ξέρει να χρησιμοποιεί τον κώδικα για το καλό του. Είναι μάστορης στο να πατάει γκάζι και μετά να κατεβαίνει πάλι σε μια κανονική ταχύτητα, να μην κουράζει τη μηχανή του αυτοκινήτου του κι έτσι κατορθώνει πάντα να πορεύεται προσεχτικά και τολμηρά ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ένας άλλος οδηγός που γνωρίζω χρησιμοποιεί μιαν άλλη μέθοδο. Περισσότερο από το δικό του αμάξι ενδιαφέρεται για ολάκερη την κυκλοφορία και θεωρεί τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι της. Δε νοιάζεται ούτε να χρησιμοποιήσει τα δικαιώματα που έχει ούτε και να προβάλει ιδιαίτερα τον εαυτό του. Οδηγεί πάντα στο ίδιο πνεύμα με τον οδηγό που πάει μπροστά του και μ’ εκείνον που έρχεται πίσω του και η μόνιμη ικανοποίησή του είναι να μπορούν να πορεύονται όλα τα αμάξια μαζί και οι πεζοί».

Πόσο δύσκολο είναι να είσαι χασάπης

Η μάσκα του κακού, Μπ. Μπρεχτ 

Στον τοίχο μου κρέμεται ένα γιαπωνέζικο γλυπτό

μάσκα ξύλινη ενός κακού δαίμονα,

βαμμένη με χρυσό. 

Με συμπάθεια κοιτώ

τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν

πόσο κοπιαστικό είναι να είσαι κακός.

Μαχαίρι στις υψηλές συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα με εισοδηματικά κριτήρια φαίνεται να είναι η συνταγή για την εξεύρεση των χρημάτων.

enikos.gr 

«Ο νέος υπουργός Οικονομικών κ.Ι.Στουρνάρας έπεσε εν μέσω καύσωνος στα βαθιά.
Τούτες τις θερμές μέρες καλείται να λύσει μια από τις δυσκολότερες ασκήσεις οικονομικής πολιτικής.
Όλοι οι υπουργοί εντός των επόμενων ημερών θα πρέπει να αποσαφηνίσουν τις περικοπές των δαπανών, έτσι ώστε να εγκριθούν από του πολιτικούς αρχηγούς και να δοθούν στην τρόικα στην επόμενη επίσκεψή της.»
 
«Τα μέτρα που αφορούν το υπουργείο Εργασίας περιλαμβάνει μειώσεις συντάξεων, εφάπαξ και επανασχεδιασμό των χορηγούμενων κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων.
Συντάξεις: Προτείνεται να τεθεί νέο πλαφόν στις συντάξεις το οποίο θα αφορά το σύνολο των παρεχόμενων ποσών είτε προέρχονται από μια είτε από περισσότερες κύριες και επικουρικές συντάξεις. Το ποσό του πλαφόν που προτείνεται είναι τα 1.400 ευρώ, αλλά το ύψος του τελεί υπό την τελική έγκριση των πολιτικών αρχηγών. Από το μέτρο θα πληγούν ου υψηλές συντάξεις όπως και οι διπλοσυνταξιούχοι, που προέρχονται κυρίως από ταμεία των ΔΕΚΟ, από στρατιωτικούς, νομικούς, μηχανικούς γιατρούς κλπ.
Εφάπαξ: Μείωση κατά 10% έως 20% των χορηγούμενων εφάπαξ βοηθημάτων ιδιαιτέρως στα ταμεία που αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα.
Κοινωνικά και προνοιακά επιδόματα: Αναμόρφωση των επιδομάτων έτσι ώστε να δίδονται μόνο στις περιπτώσεις των δικαιούχων που τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Συζητείται η θέσπιση εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων, στις περιπτώσεις που δεν ισχύουν. Πάντως θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές στο επίδομα ανεργίας, ούτε στο ΕΚΑΣ για το οποίο ήδη ισχύουν ανάλογα κριτήρια.»

Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου, Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Καλά της έκανε! Χαχαχαχα….  Να αγιάσει το χέρι του. Πάντα μου την έσπαγε η Κανέλλη». Μια απάντηση σε αυτή τη σαπίλα :

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.

Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
Τον κόσμο αντίκρυσα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.

Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα:»Πολύ!»

Κι απο την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.

Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!»
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω:»Σταματήστε!»

Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω:»Ζήτω! Προχωρήστε!»
Δεν μου αρέσει η φτήνεια κι η κακομοιριά.

Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.

.

Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ, Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού ως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ ενα κατώϊ-λέει-σαν ήταν δυό μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μιά γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ-όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Πλήρωσε ωστόσο-λέει-ότι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πιά ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο-λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα κείνη-λέει-τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε-όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ όλα τ άλλα αγόρια.

Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι ειμ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μ όσες τις απόμειναν δυνάμεις

-η κάμαρα της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,

γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-μόνο τότε-να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και το πρωί το κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένες» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός

μη ρίχτε στους αδύναμους τ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Στους μεταγενέστερους, Μπ. Μπρεχτ

Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φαω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πως να φαω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρωω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο
Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνιο ζω!

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος
Βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς, μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια

Μπέρτολτ Μπρέχτ, Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή

Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: κι η θυρίδα είναι πια κλειστή.

Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για την πλημμύρα που ‘ρχεται: αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει.

Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές: και την πέμπτη απομένει πεινασμένος.

Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει.

Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε.

Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή.
Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει: Σταματήστε!

Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια – αποσπάσματα Μπ. Μπρεχτ , 1935

Κι η τέχνη πρέπει, σ’ αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων ν’ αποφασίσει. Μπορεί να κάνει τον εαυτό της όργανο µιας µικρής µερίδας ορισµένων που παίζουν τις θεότητες της µοίρας για τους πολλούς και που απαιτούν µια πίστη που πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να είναι τυφλή, και µπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη µοίρα τους στα δικά τους χέρια. Μπορεί να παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις, τις αυταπάτες και τα θαύµατα, και µπορεί να παραδώσει τον κόσµο στον άνθρωπο.

Μπορεί να µεγαλώσει την αµάθεια και µπορεί να µεγαλώσει τη γνώση. Μπορεί να κάνει έκκληση στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους καταστρέφοντας, και στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους Βοηθώντας. Μπέρτολτ Μπρεχτ

Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θ ά ρ ρ ο ς να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την ε ξ υ π ν ά δ α να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τ έ χ ν η να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη, την π ο ν η ρ ι ά να τη διαδώσει ανάµεσα τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ’ το φασισµό, υπάρχουν όµως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.

Α: Το θάρρος να γράψει κανείς την αλήθεια

Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, µε την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό.

Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναµους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να µη σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναµους. Το να µην αρέσεις στους πλούσιους σηµαίνει να παραιτείσαι απ’ τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωµή για καµωµένη δουλειά πάει να πει, σε ορισµένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το ν’ αποδιώχνεις τη φήµη ανάµεσα στους ισχυρούς σηµαίνει συχνά ν’ αποδιώχνεις κάθε φήµη. Όλα αυτά απαιτούν θάρρος. Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για µεγάλα και υψηλά πράγµατα.

Χρειάζεται θάρρος για να µιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγµατα τόσο χαµηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόµενου, µέσα σε µια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύµα της θυσίας. Όταν φορτώνουν τους αγρότες µε τιµές, χρειάζεται θάρρος να µιλάς για µηχανήµατα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιµηµένη δουλειά. […]

Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, το νικηµένο. […]

Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήµποροι , αυτό χρειάζεται θάρρος .

[…] απ’ αυτήν ακριβώς τη γενική, απρόσιτη στόφα, είναι καµωµένη η ψευτιά. Όταν λένε για κάποιον πως είπε την αλήθεια, πάει να πει πως µερικοί ή πολλοί ή κάποιος είπαν κάτι άλλο, κάποιο ψέµα ή κάποια γενικότητα. Α υ τ ό ς όµως είπε την αλήθεια, κάτι το πραχτικό. το πραγµατικό, το αναντίρρητο, αυτό ακριβώς που έπρεπε να πει.

Δε χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία του κόσµου γενικά και για το θρίαµβο της ωµότητας και για ν’ απειλεί µε το θρίαµβο του πνεύµατος από ένα µέρος του κόσµου όπου του επιτρέπουν ακόµα να το κάνει αυτό.

Ορθώνονται τότε πολλοί σα να ‘ταν κανόνια στραµµένα ενάντια τους, ενώ τους κοιτάζουν µονάχα. µονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσµο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν µια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δε δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και µια γενική ελευθερία. Απαιτούν ένα κοµµάτι απ’ τη λεία που έχει τάχα κιόλας µοιραστεί από καιρό µαζί τους. […]

Το τραγικό µ’ αυτούς είναι ότι: Δ ε ν  ξ έ ρ ο υ ν  π ο ι α  ε ί ν α ι  η  α λ ή θ ε ι α .

Β: Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια

Μια κι είναι δύσκολο να γράψει κανείς την αλήθεια, αφού την καταπνίγουν παντού, στους πιο πολλούς φαίνεται ζήτηµα πεποιθήσεων µονάχα το αν θα γραφτεί ή όχι. Πιστεύουν πως το µόνο που χρειάζεται είναι το κουράγιο. Ξεχνούν τη δεύτερη δυσκολία το  ν α  β ρ ε θ ε ί η αλήθεια. Γιατί µε κανένα τρόπο δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς. Πρώτα – πρώτα είναι κιόλας δύσκολο να βρει κανείς π ο ι α αλήθεια αξίζει να ειπωθεί.

Για παράδειγµα τώρα, µπρος σ’ όλα τα µάτια, τα µεγάλα πολιτισµένα κράτη βουλιάζουν το ένα µετά το άλλο στην πιο τροµερή βαρβαρότητα. Κι ακόµα, είναι γνωστό πως ο εσωτερικός πόλεµος, που γίνεται µε τα πιο τροµαχτικά µέσα, µπορεί από ώρα σε ώρα να µετατραπεί σε εξωτερικό, που µπορεί θαυµάσια να κάνει τον πλανήτη µας ένα γιγάντιο σωρό συντρίµµια. Αυτό είναι χωρίς αµφιβολία µια αλήθεια, υπάρχουν όµως φυσικά κι άλλες αλήθειες.

Για παράδειγµα, δεν είναι ψέµα το ότι οι καρέκλες έχουν πάτο και το ότι ή βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Πολλοί γράφουν τέτοιου είδους αλήθειες. Μοιάζουν µε ζωγράφους που φιλοτεχνούν µε νεαρές φύσεις τους τοίχους καραβιών που βουλιάζουν. Η πρώτη µας δυσκολία δεν υπάρχει γι’ αυτούς, κι έχουν παρόλα αυτά τη συνείδηση τους ήσυχη.

Ανεπηρέαστοι από τους ισχυρούς, χωρίς όµως και να τους επηρεάζουν κι οι φωνές των κατατρεγµένων, ζωγραφίζουν τα τοπία τους. Το παράλογο στον τρόπο που ενεργούν τους δηµιουργεί ένα «βαθύ» πεσσιµισµό, που τον πουλάνε σε καλή τιµή και που θα ‘πρεπε στην πραγµατικότητα να τον έχουν οι υπόλοιποι, που βλέπουν τέτοιους καλλιτέχνες και τέτοια ξεπουλήµατα. Και δεν είναι εύκολο ούτε καν να διακρίνεις πως οι αλήθειες τους µοιάζουν µ’ αυτές για τις καρέκλες ή τη βροχή· τις πιο πολλές φορές δείχνουν ολότελα διαφορετικές, δείχνουν γι’ αλήθειες πάνω σε σηµαντικά θέµατα.

Γιατί ή ουσία της καλλιτεχνικής διαµόρφωσης βρίσκεται ακριβώς στο ότι δίνει σηµασία σ’ αυτό που διαµορφώνει.

Χρειάζεται προσεχτική παρατήρηση για να διακρίνει κανείς πως το µόνο που λένε είναι: «Μια καρέκλα είναι µια καρέκλα», και: «Κανείς δε µπορεί να εµποδίσει τη βροχή να πέφτει προς τα κάτω».  Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν την αλήθεια που αξίζει να γραφτεί.

Άλλοι πάλι πραγµατικά καταπιάνονται µε τα πιο ζωντανά προβλήµατα, δεν τρέµουν ούτε τους καταπιεστές ούτε τη φτώχεια και παρόλα αυτά δε µπορούν να δουν την αλήθεια. Σ’ αυτούς λείπουν οι γνώσεις. Είναι γεµάτοι από παλιές προλήψεις, από φηµισµένες συχνά καλοδιατυπωµένες αρχαίες προκαταλήψεις. Ο κόσµος είναι πολύ περίπλοκος γι. αυτούς· δεν ξέρουν τα γεγονότα και δε διακρίνουν τους συσχετισµούς. Εκτός απ’ τις πεποιθήσεις χρειάζονται και γνώσεις, που βρίσκονται, και µέθοδες, που µαθαίνονται.

Για όλους όσους γράφουν σ’ αυτούς τους καιρούς των περιπλοκών και των µεγάλων αλλαγών χρειάζεται γνώση της µατεριαλιστικής διαλεκτικής, της οικονοµίας και της ιστορίας. Μπορεί να την αποχτήσει κανείς απ’ τα βιβλία ή µε ζωντανή διδασκαλία, φτάνει, να µη λείπει ή απαραίτητη επιµέλεια. Μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει πολλές αλήθειες µε πιο απλό τρόπο, αποσπάσµατα δηλ. της αλήθειας ή δεδοµένα που οδηγούν στην εύρεσή της. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει, θα πρέπει να χρησιµοποιεί µια µέθοδο – µπορεί όµως κανείς να βρει κάτι και χωρίς µέθοδο, και χωρίς ακόµα να ψάξει. Όµως µε τέτοιο τυχαίο τρόπο δεν πετυχαίνει κανείς σχεδόν ποτέ µια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας που να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν. Αυτοί που µονάχα καταγράφουν µικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσµο κατανοητό στους άλλους. Κι όµως αυτός, και κανένας άλλος είναι ο σκοπός της αλήθειας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκπληρώνουν το καθήκον να γράφουν την αλήθεια.

Όταν είναι κανείς πρόθυµος να γράψει την αλήθεια και ταυτόχρονα ικανός να την αναγνωρίσει, µένουν ακόµα τρεις δυσκολίες.

Γ: Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για χάρη των πραχτικών της συνεπειών. Σαν παράδειγµα αλήθειας µε καµία σωστή πραχτική συνέπεια µπορεί να µας χρησιµέψει ή πλατιά διαδεδοµένη άποψη πως σε ορισµένες χώρες επικρατούν άσχηµες συνθήκες που αίτια τους έχουν τη βαρβαρότητα. Σύµφωνα µ’ αυτή την άποψη ο φασισµός είναι ένα κύµα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε µερικές χώρες µ ε  τ η  δ ύ ν α µ η  σ τ ο ι χ ε ί ο υ  τ η ς  Φ ύ σ η ς .

Σύµφωνα µ’ αυτή την άποψη ο φασισµός είναι µια καινούργια, τρίτη δύναµη που στέκεται δίπλα στον καπιταλισµό και το σοσιαλισµό (και πάνω απ. αυτούς)· όχι µονάχα το σοσιαλιστικό κίνηµα, αλλά κι ο καπιταλισµός θα µπορούσε, και µετά τη γένεση του κινήµατος αυτού να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς το φασισµό.

Η παραπάνω άποψη είναι βέβαια φασιστική, αποτελεί υποχώρηση µπροστά στο φασισµό. Ο φασισµός είναι µια ιστορική φάση όπου µπήκε τώρα ο καπιταλισµός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό µαζί. Ο καπιταλισµός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια µονάχα σαν φασισµός κι  ο  φ α σ ι σ µ ό ς  δ ε  µ π ο ρ ε ί  ν α  π ο λ ε µ η θ ε ί  π α ρ ά  σ α ν  κ α π ι τ α λ ι σ µ ό ς  σ τ η ν  π ι ο  ω µ ή  κ α ι  κ α τ α π ι ε σ τ ι κ ή  τ ο υ  µ ο ρ φ ή ,  σ α ν  ο  π ι ο  θ ρ α σ ύ ς  κ ι  ο  π ι ο  δ ό λ ι ο ς  κ α π ι τ α λ ι σ µ ό ς .

Πως λοιπόν τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισµού την αλήθεια για το φασισµό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισµό, που τον προκαλεί; Πως να ‘χει η αλήθεια αυτή πραχτική σηµασία; […]

Οι φωνακλάδικες διαµαρτυρίες κατά των βαρβαρικών µέτρων µπορεί να ‘ναι αποτελεσµατικές για λίγο καιρό, όσο δηλαδή οι ακροατές τους πιστεύουν πως στη δικιά τους χώρα δε θα ‘ταν ποτέ δυνατό να παρθούν τέτοια µέτρα. […]

Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγµή που το µονοπώλιο δε µπορεί πια να προστατευτεί παρά µονάχα µε την ανοιχτή βία.

Ό επιπόλαιος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια εκφράζεται µε γενικότητες, παχιά λόγια κι αοριστίες. Φλυαρεί για «τους» Γερµανούς, κλαψουρίζει για «το» κακό, κι εκείνος που τον ακούει, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Ν. αποφασίσει να πάψει να είναι Γερµανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση αν εκείνος είναι καλός; Κι οι κουβέντες για τη βαρβαρότητα που αιτία έχει τάχα τη βαρβαρότητα, τέτοιας λογής είναι. Λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι ή βαρβαρότητα, κι η βαρβαρότητα πολεµιέται µε την εξηµέρωση των ηθών, που τη φέρνει ή µόρφωση. Όλ’ αυτά είναι γενικολογίες πέρα για πέρα, διατυπώσεις καµωµένες όχι για χάρη των πραχτικών συνεπειών, όπως θα ‘πρεπε· κατά βάθος είναι λόγια που δεν απευθύνονται σε κανέναν.

Τέτοιες αναλύσεις δείχνουν µόνο λίγους κρίκους απ’ όλη την αλυσίδα των αίτιων και παρασταίνουν τις κινητήριες δυνάµεις σαν τάχα ακατανίκητες. Τέτοιες αναλύσεις είναι όλο σκοτάδι, σκοτάδι που κρύβει τις δυνάµεις εκείνες που ετοιµάζουν την καταστροφή. Λιγάκι φως, και να που προβάλουν άνθρωποι σαν αίτιοι των καταστροφών!

Γιατί ζούµε σε µια εποχή όπου το µέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος. […]

Δ: Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη.

[…] Εδώ θέλω µονάχα να τονίσω πως το «γράφω σε κάποιον» έγινε «γράφω».

Την αλήθεια όµως δε µπορεί κανείς να τη «γράψει» πρέπει να τη γράψει σ ε κ ά π ο ι ο ν , που να ‘χει κάτι να την κάνει. Η γνώση της αλήθειας είναι µια διαδικασία κοινή σ’ αυτούς που γράφουν κι αυτούς που διαβάζουν. Για να γράψει κανείς σωστά πράγµατα πρέπει να ξέρει ν’ ακούει και πρέπει ν’ ακούει σωστά πράγµατα. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται µε περίσκεψη και ν’ ακούγεται µε περίσκεψη. Και για µας που γράφουµε έχει σηµασία σε ποιον τη λέµε και ποιος µας τη λέει.

Την αλήθεια για τις κακές συνθήκες πρέπει να τη λέµε σ’ εκείνους που τις αντιµετωπίζουν στη χειρότερη τους όψη κι απ’ αυτούς πρέπει να τις πληροφορούµαστε. Δεν πρέπει να µιλάει κανείς µονάχα σ’ ανθρώπους ορισµένων πεποιθήσεων, παρά σ’ εκείνους που θα τους ταίριαζαν αυτές οι πεποιθήσεις εξαιτίας της κατάστασης τους. Κι οι ακροατές σας αλλάζουν αδιάκοπα! […]

Γι. αυτούς που γράφουν έχει σηµασία να πετύχουν το σωστό τόνο της αλήθειας. Τις πιο πολλές φορές ακούει κανείς ένα πολύ µαλακό, πονεµένο τόνο, φωνή ανθρώπων που δε µπορούν να βλάψουν ούτε µύγα. Όποιος ακούει αυτόν τον τόνο και ζει µέσα στην εξαθλίωση βουλιάζει ακόµα βαθύτερα µέσα σ. αυτήν. Έτσι µιλάνε οι άνθρωποι που δεν είναι ίσως εχθροί, ποτέ όµως και συναγωνιστές.

Η αλήθεια είναι κάτι το µαχητικό, πολεµάει όχι άπλα και µόνο την ψευτιά, άλλα και ορισµένους ανθρώπους, που τη διαδίνουν.

Ε: Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια

Πολλοί, όντας περήφανοι που έχουν το θάρρος να λεν την αλήθεια, ευτυχισµένοι που τη βρήκαν, κουρασµένοι ίσως απ’ τη δουλειά που χρειάζεται για να γίνει ευκολοµεταχείριστη, µες στην ανυπόµονη αναµονή της παρέµβασης εκείνων που τα δικά τους συµφέροντα υπερασπίζονται, δεν νοµίζουν απαραίτητο να χρησιµοποιήσουν τώρα πονηριά για τη διάδοση της αλήθειας. Έτσι, πολλές φορές, η δουλειά τους χάνει κάθε αποτέλεσµα. Σ’ όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνίγονταν και κρύβονταν, χρησιµοποιούσαν πονηριά για τη διάδοση της. Ο Κοµφούκιος παραχάραξε ένα παλιό, πατριωτικό ιστορικό χρονικό. Άλλαξε µονάχα ορισµένες λέξεις. Εκεί που έλεγε: «Ο κυρίαρχος της Κουν έβαλε να θανατώσουν το φιλόσοφο Βαν γιατί είχε πει αυτό κι εκείνο», ο Κοµφούκιος έβαλε αντί «θανατώσουν» – «δολοφονήσουν». Εκεί που έλεγε, ο τύραννος τάδε σκοτώθηκε σε µια απόπειρα εναντίον του, ο Κοµφούκιος έβαζε «εκτελέστηκε». Έτσι άνοιξε ο Κοµφούκιος το δρόµο για µια καινούργια εκτίµηση της Ιστορίας. […]

Ταπεινή ασχολία περνιέται αυτή που είναι χρήσιµη σ’ αυτούς που τους κρατάνε ταπεινούς. Ταπεινή λογίζεται η αδιάκοπη έγνοια για το φαγητό· η περιφρόνηση των διακρίσεων που κρεµάνε στους υπερασπιστές µιας χώρας όπου οι ίδιοι πεινούν· η αµφιβολία για τους ηγέτες που οδηγούν στην καταστροφή· η απέχθεια στη δουλειά που δε δίνει ψωµί· η εναντίωση στον εξαναγκασµό σε παράλογες πράξεις· η αδιαφορία απέναντι στην οικογένεια που το ενδιαφέρον δεν της έκανε τίποτα πια.

Τους πεινασµένους τους βρίζουν έκλυτους που δεν έχουν τίποτα να υπερασπίσουν, δειλούς που αµφιβάλλουν για τους καταπιεστές τους, τους βρίζουν πως δεν έχουν εµπιστοσύνη στις δυνάµεις τους, πως θέλουν πληρωµή για τη δουλειά τους, τους λένε αρχιτεµπέληδες και τα παρόµοια. Κάτω από τέτοιας κυβερνήσεις η σκέψη γενικά λογίζεται ταπεινό πράγµα και πέφτει σε κατατρεγµό. […]

Για να συνεχίσει σε µια εποχή σαν τη δική µας να είναι δυνατή η καταπίεση, που υπηρετεί την εκµετάλλευση της µιας (της µεγαλύτερης) µερίδας του πληθυσµού από την (µικρότερη) άλλη µερίδα, χρειάζεται µια πέρα για πέρα συγκεκριµένη βασική στάση του πληθυσµού, που πρέπει να απλώνεται σ’ όλα τα πεδία. […]

Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις µεγάλες αλλαγές, θα ‘θελαν όλα να µείνουν όπως είναι, τουλάχιστο για χίλια χρόνια. […]

Η εξάρτηση κάθε πράγµατος από πολλά αλλά, που αδιάκοπα αλλάζουν, είναι µια σκέψη επικίνδυνη για δικτατορίες, και µπορεί να εµφανιστεί µε διάφορους τρόπους χωρίς να δώσει λαβή στην αστυνοµία.

Μια ολοκληρωµένη περιγραφή όλων των καταστάσεων και διαδικασιών που συναντά ένας άνθρωπος που ανοίγει ένα καπνοπωλείο µπορεί ν’ αποτελέσει σκληρό χτύπηµα στην δικτατορία. Ο καθένας που σκέφτεται λίγο θα βρει το γιατί. Οι κυβερνήσεις που οδηγούν τις µάζες των ανθρώπων στην εξαθλίωση πρέπει ν’ αποφύγουν το να σκέφτονται οι εξαθλιωµένοι την κυβέρνηση.

Μιλάνε πολύ για µοίρα. Αυτή, κι όχι οι ίδιοι, φταίει τάχα για την ανέχεια. Όποιος ερευνάει την αίτια της ανέχειας τον συλλαµβάνουν, προτού φτάσει στην κυβέρνηση. Είναι όµως δυνατό ν’ αντιµετωπίσει κανείς γενικά τις φλυαρίες για τη µοίρα· µπορεί κανείς να δείξει πως τη µοίρα του ανθρώπου τη φτιάχνουν άνθρωποι. […]

Ανακεφαλαίωση

Η µεγάλη αλήθεια της εποχής µας (που δεν υπηρετεί κανείς µε το να τη βρει µονάχα, που όµως χωρίς αυτή καµιά άλλη σηµαντική αλήθεια δε µπορεί να βρεθεί) είναι ότι η ήπειρος µας βουλιάζει στη βαρβαρότητα επειδή προσπαθούν να διατηρήσουν µε τη βία τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα µέσα παραγωγής. Τι ωφελεί να γράψει κανείς κάτι θαρραλέο απ. όπου να βγαίνει πως ή κατάσταση που βρισκόµαστε είναι βάρβαρη (που είναι αλήθεια) αν δε φαίνεται ξεκάθαρα για ποιο λόγο φτάσαµε σ. αυτή την κατάσταση; Πρέπει να πούµε ότι τα βασανιστήρια γίνονται γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Φυσικά, λέγοντας το αυτό χάνουµε πολλούς φίλους που είναι αντίθετοι στα βασανιστήρια γιατί πιστεύουν πως οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα µπορούσαν να διατηρηθούν και χωρίς αυτά (που δεν είναι αλήθεια).

Πρέπει να πούµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες στη χώρα µας για να µπορέσει να γίνει αυτό που θα τις εξαφανίσει, δηλαδή αυτό που θ’ αλλάξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Πρέπει ακόµα να το πούµε σ’ εκείνους που υποφέρουν πιο πολύ απ’ όλους κάτω απ’ τις σηµερινές σχέσεις ιδιοκτησίας, που έχουν το πιο δυνατό συµφέρον για την αλλαγή τους, στους εργάτες, και σ. εκείνους που µπορούµε να οδηγήσουµε στους εργάτες σαν σύµµαχους, γιατί στην πραγµατικότητα δεν έχουν ούτε κι εκείνοι ιδιοκτησία στα µέσα παραγωγής, όσο κι αν παίρνουν µερίδιο απ. τα κέρδη.

Και πρέπει, πέµπτο, να βαδίσουµε µε πονηριά.

Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάµε ταυτόχρονα, γιατί δεν µπορούµε να ερευνάµε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόµαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές, και καθώς, διώχνοντας κάβε πειρασµό δειλίας, γυρεύουµε τις αληθινές αιτίες µε τη σκέψη µας στραµµένη σ. εκείνους που είναι πρόθυµοι να χρησιµοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόµαστε και το πως θα τους δώσουµε την αλήθεια µε τρόπο που να .ναι στα χέρια τους όπλο, και µε τόση πονηριά που η µετάδοση αυτή να µη µπορεί ν. ανακαλυφτεί και να εµποδιστεί από τον εχθρό.

Τέτοιες είναι λοιπόν οι απαίτησες µας, όταν ζητάµε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια.