Σου έβαλαν τα γυαλιά, Νίκο

Σε μία τάξη δημοτικού το θέμα ήταν αυτό:

EKTHESI

Τα παιδιά έγραψαν:

«Θέλω να έρθετε κύριε δήμαρχε στη θέση αυτών των ανθρώπων. Σκεφτείτε πώς περνάνε αυτοί οι άνθρωποι  με το φόβο.»  Γ.Κ μαθήτρια

«Νομίζω πως ο διωγμός αυτών των ανθρώπων σε άλλο κράτος θα προκαλέσει θάνατο ή βάσανο σε αυτούς και τις οικογένειές τους.  ….. Γι αυτό το λόγο δεν πρέπει να φύγουν οι πρόσφυγες γιατί άνθρωποι είναι κι αυτοί σαν και μας. Γιατί κάθε άνθρωπος αξίζει κάτι περισσότερο από αυτό που έχει.» Α.Σ μαθητής

«Φανταστείτε να ήσαστε εσείς από αυτούς τους πρόσφυγες και ο δήμαρχος αυτής της περιοχής ήθελε να σας διώξει και να πάτε στη χώρα που δεν μπορείτε να ζείτε. Το σωστό είναι να τους βοηθήσουμε να φτιάξουν τη ζωή τους καλύτερα. Γιατί θα μας θεωρούνε κακούς ανθρώπους και ότι η περιοχή αυτή δεν είναι καλή για να ζήσουν.» Α.Σ μαθητής

«Ακόμα θα θέλαμε να μας βοηθήσετε να διευκολύνουμε τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων επειδή θα έχουν περάσει πολλά προβλήματα όπως η φτώχια κι ο ρατσισμός. …. να δώσετε το καλύτερο παράδειγμα σε όλους για να έχουμε όλοι ένα αίσιο τέλος.» Ε.Κ μαθήτρια

«Θα σας άρεσε εσάς να ζείτε σε μια χώρα χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς σπίτι και χωρίς κανένα από τα βασικά αγαθά που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει ανθρώπινα; Νομίζουμε ότι όλοι αυτοί οι πρόσφυγες δεν πρέπει μόνο να μείνουν στη χώρα μας, αλλά και να καλυτερέψει η ζωή τους.» Ν.Π μαθητής

«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα τους για να βρουν κάτι καλύτερο σε μια άλλη χώρα αλλά συμβαίνει το αντίθετο. …. Εκεί που ζούσαν μπορεί να υπήρχε πόλεμος, οικονομική εξαθλίωση, πολιτική δίωξη»  Κ.Π μαθήτρια

«Αν ήσασταν στη θέση τους δεν θα σας άρεσε και δεν θα θέλατε να σας διώξουν και να πεθάνετε από την πείνα. Αν ήμουν στη θέση σας χωρίς δεύτερη κουβέντα θα τους έδινα μέχρι και στέγη για να μείνουν.» Κ.Γ. μαθήτρια

«…οι περισσότεροι πρόσφυγες μένουν στους δρόμους και έχουν παιδιά. Τα παιδιά όμως όταν αρρωσταίνουν χρειάζονται φάρμακα, ζεστασιά και πολλή προσοχή. … κανένας δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους . Βοηθήστε κι εσείς να τους φτιάξουμε μια νέα ζωή στη ζεστασιά, την αγάπη κι όχι στον διωγμό και στη φτώχεια.» Χ.Μ μαθήτρια

«Όμως δεν πρέπει να μείνουμε εκεί, γιατί κάθε καθώς πρέπει δήμαρχος πρέπει να φροντίζει οι άνθρωποι που ζουν στον δήμο του να ενταχθούν στην κοινωνία, να καλύψουν τις βιολογικές τους ανάγκες και να ζουν χαρούμενα.» Β.Ν μαθητής

Σημείωση: Δεν είχε καν συζητηθεί το αποτρόπαιο γεγονός στο Φαρμακονήσι.

Ποια είσαι εσύ;

Ποια είσαι εσύ; Από ποια κόλαση δραπέτευσες; Ποιος εφιάλτης σε φιλοξένησε;
Ποιοι γονείς σε φίλησαν, σ’ αγκάλιασαν, σε νανούρισαν;
Ποιο σκοτάδι σε κατάπιε;
Ποιο άσβεστο μίσος σου κατατρώει τα σπλάχνα;
Ποιος θα σε λυπηθεί;

Αυγουστιάτικες ιστορίες

summer_art_camp_fun___van_gogh_s_sunflowers_floral__still_life__6bf4bc4568ae955ff03ae676a21071ba

«Εγώ είμαι αστή!» είπε και παρήγγειλε το τρίτο ποτό κοιτώντας τα πεντικιουρισμένα πόδια της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον μεροκαματιάρη άντρα της, που σκέφτεται να αφήσει το σπίτι στην πόλη να το φάει ο τραπεζίτης και να πάει στο χωριό να σφάζει πρόβατα να τρώει αυτός και η φαμίλια του, συνέχισε όλη πανικό: «το λένε όλοι, έτσι δεν είναι; Η αστική τάξη είναι αυτή που κινδυνεύει. Θέλουν να μας εξαφανίσουν. Ποιοι; Οι Εβραίοι. Οι Αλβανοί. Οι μαύροι». Ανάβει τσιγάρο συγχυσμένη. Πώς τόλμησε να την αποκαλέσει «εργατική τάξη»; Αυτήν, που από πριν τα είκοσί της χρόνια, παιδίσκη ακόμη, γνήσιος γόνος κομματικού σωλήνα, άδραξε τις ευκαιρίες από τα μαλλιά, αναρριχήθηκε στα υπουργικά γραφεία και τις γενικές γραμματείες. Τσαμπουκιάστηκε άγρια για τη θέση με την αντίπαλο συνάδελφο και την νίκησε. «Λογοδοτώ μόνο στον υπουργό!» αναφωνεί και στο κρανίο της αντιλαλεί η «διαθεσιμότητα» των εκτός «σκληρού ΑΣΕΠ». Κάτι ψιθυρίζει για «διαδικασίες μοριοδότησης ΑΣΕΠ» φανερά μπερδεμένη ανάμεσα στη θολούρα του αλκοόλ, της αξιοκρατίας και του «μαζί τα φάγαμε» και καλά να πάθουμε. Το αμάξι θέλει σέρβις. Το παιδί τετράδια. Το μαλλί οξυζενέ νούμερο 40. Οι «λαθρομετανάστες» μαζικό πνιγμό αλά Ιταλία. Τα αλβανάκια θέλουν δικαιώματα ίδια με αυτά των ελληνόπουλων. Αν δεν τους αρέσει να πάνε από κει που ήρθαν. Και, τι έκπληξη, το δημόσιο νηπιαγωγείο ήταν ανέλπιστα εξαίρετο! Σχεδόν σαν ιδιωτικό κολλέγιο! Πιάσε ένα ουίσκι ακόμη, μπάρμαν. Το φουλάρι μου μυρίζει σανέλ.

*

«Δεν ζητώ πολλά. Μόνο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ασθενούς. Ας χτυπά την πόρτα πριν μπουκάρει ο γιατρός ή η νοσοκόμα στο δωμάτιο. Και δεν θα ήταν κακό να ζητούσαν την άδεια του ασθενούς πριν οι μαθητευόμενοι μάγοι επιτεθούν με τα μάτια τους και εξετάσουν με επαγγελματική λαιμαργία τις χαίνουσες πληγές της ετοιμοθάνατης μάνας μου.» Το είπε με ένταση, σχεδόν με δάκρυα. Αυτά τα κρυφά κόκκινα δάκρυα που τσούζουν στον κρόταφο. Ο μεγαλύτερος, συνταξιούχος πια, γιατρός της παρέας αντεπιτέθηκε ακαριαία: «Ο γιατρός σώζει ζωές. Δεν έχεις δικαίωμα καν να βρίσκεσαι εκεί». «Έχεις δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ασθενείς σου (ή μήπως πελάτες σου; δεν ξέρω)» ήθελα να πω αλλά ψιθύρισα κάτι για νοσοκομεία, σχολεία, φυλακές – στρατόπεδα. Στο ντούκου, και καλώς. Ο δακρυσμένος άνθρωπος  ζητούσε (τι άπελπις προσπάθεια, αλήθεια) να ακουστεί σε μια ομήγυρη κωφών, να γίνει κατανοητός σε μια παρέα που απλώς το μόνο που ήθελε ήταν να φάει σουβλάκια χοιρινά, να πιει λίγο κρασί και να καταπιαστεί με μια συζήτηση τρελών όπου ο καθένας μπορεί να απαντά ό,τι θέλει – ή ό,τι θέλει να καμωθεί ότι καταλαβαίνει – σε οποιαδήποτε ερώτηση. Η αντεπίθεση κλιμακώθηκε κι έγινε προσωπική, κόντευε να γίνει προσβλητική. Το δικό σου επάγγελμα είναι χειρότερο. Τέτοιοι είστε εσείς οι ……  Ο δακρυσμένος άνθρωπος απευθύνθηκε στον νεότερο γιατρό της παρέας. «Εσύ, που είσαι νέος γιατρός, τι λες;» «Δεν παίρνω θέση. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που γίνεται η συζήτηση. Προτιμώ να δω ποδόσφαιρο. Πόσο είναι ο Ολυμπιακός;» «Μα δεν μπορεί, π ρ έ π ε ι  να πάρεις θέση. Είσαι νέος!»

*

Πόσο ενοχλητικοί μπορούν να είναι αυτοί οι άνθρωποι, άξεστοι και αγενείς, αντικοινωνικοί, χαλούν το κέφι της παρέας και σου ζητούν, με τόση αναίδεια, να δεις πέρα από τη μύτη σου, να μυρίσεις πέρα από το τζατζίκι σου και να μπεις στον κόπο έστω να ακούσεις τις λέξεις. Θα έχει μαΐστρο αύριο. Πάει το μπάνιο.

*

«Τη δουλειά του έκανε ο άνθρωπος. Να μην ελέγξει τα εισιτήρια; Να σου πω, κι εμένα αν μου λέγανε να γίνω ελεγκτής, θα γινόμουν να βγάλω και κανένα φράγκο. Τι εννοείς “δεν είναι δουλειά αυτή”; Πώς; Εσύ προτιμάς να γίνεις πουτάνα;

Κηρύξαν πόλεμο

xa-poreia2

Τα άκουσα εγώ τα τύμπανά τους να πλησιάζουν
-τις οργισμένες τους φωνές
Ένιωσα τον απειλητικό ρυθμό
-κατέκλυσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου
Ποιος; Πες μου ποιος να ξεπλύνει αυτά τα χέρια;
Τα βρώμικα απ’ τον φόβο και το αίμα.
Ποιος να γυρίσει την πλάτη του στη μάνα πους κλαίει;
Χτυπάνε το παιδί της-δεν το βλέπεις;
«Και να! Φάε κι αυτή! Κι αυτή κωλόμαυρη!»

Μια γυναίκα επευφημεί.
Κάθε φορά που ο άντρας σηκώνει το χέρι
-να πάρει φόρα για να χτυπήσει-
γουρλώνει τα μάτια και φωνάζει
«Έτσι!»

Κάνενα χάδι δε θα ’χει αγγίξει το μάγουλό της.
Οι πόθοι της θα ’ναι απωθημένα
φυλακισμένα μέσα στο σφιχτό κότσο της,
στο συνοφρυωμένο βλέμμα της
στο σταυρουδάκι που φοράει στο λαιμό της.

Βρίσκει ηδονή σε κάθε χαστούκι
Βρίσκει ηδονή στον πόνο του μικρού κοριτσιού
Τρέμει από λαχτάρα σε κάθε μπουνιά στην κοιλιά
«Έτσι!»

Γεμίστε δυνάμεις άνθρωποι
είναι βαρύ το φορτίο
κάποιος άλλος έχει αποφασίσει για μας
-δεν είναι η μοίρα-
είναι η φτώχια!

Όχι, δεν συγχωρώ.
Δεν συγχωρώ ούτε μια λέξη
ούτε ένα χτύπημα
καμιά «πατρίδα» που χτίζεται πάνω στο κλάμα του παιδιού
κανένα κράτος «δικαίου»
Δεν συγχωρώ για κανέναν αυτόχειρα
για καμιά μητέρα που τρίβει πατώματα
για κανέναν που κρυώνει μέσα στις κούτες

Ετοιμαστείτε Άνθρωποι
μας έχουν κηρύξει πόλεμο
-κι όχι τώρα, αλλά από καιρό-

Τζένη Τ.

Λαθραίοι, μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν. Τους πέταξα στη θάλασσα.

Το σημαντικό, μου έλεγε, είναι να είσαι «λάθρα βιώσας». Να μην σε παίρνει κανείς είδηση. Να μην δίνεις στόχο. Σχεδόν να μην υπάρχεις. Κι έτσι, ήσυχα να ζήσεις και να σβήσεις απ’ αυτή τη ζωή. Εγώ πάλι είχα ακούσει μόνο για κάτι λαθραία τσιγάρα και κάποιο λαθρεμπόριο πετρελαίου. Ήμουν μικρή. Δεν φανταζόμουν τότε ότι υπήρχαν λαθραίοι άνθρωποι ούτε πως ήταν δυνατόν να ζήσεις χωρίς να ζήσεις.

Ύστερα ήρθαν αυτοί με τις μπλε, τις πράσινες και τις χρυσοκόκκινες σημαίες και μου μίλησαν κι αυτοί για λαθραίους ανθρώπους. Παράνομοι, επιθετικοί κι επικίνδυνοι εισβολείς στη ζωή μου. Βρωμεροί και άθλιοι. Θέλουν, μου είπαν, να σε αφανίσουν, να σου αλλάξουν την πίστη, να σου πάρουν τη δουλειά. Να σε ληστέψουν, να σε βιάσουν και μετά να σε σκοτώσουν.

Τους άκουσα προσεκτικά. Και κοίταξα γύρω μου. Και, ναι, άρχισα να διακρίνω κι εγώ τους λαθραίους ανθρώπους. Μερικούς τους είδα στη δουλειά, στη γειτονιά, στην παρέα. Άλλους τους είδα σε μπαλκόνια, σε πλατείες και τηλεοράσεις. Πίσω από δρύινα γραφεία και τιμόνια πολυτελών αυτοκινήτων.

Τους πρώτους τους παρακολούθησα καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη ζωή, καθώς έκλειναν τα μάτια στην αλήθεια. Σχεδόν τους λυπήθηκα, όταν με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια έτρεχαν να κρυφτούν στο σπίτι τους και στην ασήμαντη αφάνειά τους.

Είναι οι λαθρεπιβάτες της ζωής. Κι αυτή η ζωή είναι και δική μου.

Μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν.

Με τρόμαξαν. Τους έδιωξα.

Τους άλλους μου πήρε λίγο χρόνο για να τους αναγνωρίσω. Με βοήθησαν όμως τα λόγια τους. Ήταν αυτοί, οι επιθετικοί εισβολείς, που μου πήραν τη δουλειά, που προσπάθησαν να μου αλλάξουν την μοναδική μου πίστη, την πίστη στον άνθρωπο και την ελευθερία. Ήταν αυτοί που με λήστεψαν και με βίασαν. Που θέλησαν να με σκοτώσουν. Να με ταΐσουν μολυσμένο φαγητό. Να με ποτίσουν πανάκριβο νερό. Να μου δηλητηριάσουν με μίσος και άγνοια το μυαλό. Επιθετικοί κι αδίστακτοι. Βρωμεροί και άθλιοι πίσω από τα λευκά κολάρα και τα λευκά δόντια.  Ήταν αυτοί, με τις πράσινες, μπλε και χρυσοκόκκινες σημαίες, αυτοί, οι πίσω από τα γραφεία και τα τιμόνια, αυτοί στις τηλεοράσεις και τα μπαλκόνια, που με εκβίασαν, με τρομοκράτησαν, με εξαπάτησαν.

Είναι οι λαθρεπιβάτες του κόσμου. Κι αυτός ο κόσμος είναι και δικός μου.

Μπουκάρανε μέσα χωρίς να με ρωτήσουν.

Τους πέταξα στη θάλασσα.

Τι κάνουμε λοιπόν; Αυτό που ξέρουμε καλύτερα να κάνουμε: ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ

Για χρόνια πολλοί από μας αποφασίζαμε να κινητοποιούμε το ενδιαφέρον των μαθητών μας σε θέματα που αφορούσαν το περιβάλλον και την οικολογία. Θελήσαμε να αναπτύξουμε στους μαθητές μας την αγάπη και τον σεβασμό προς τη φύση, να αναδείξουμε το συστημικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα περιβαλλοντικά ζητήματα και προβλήματα και να τους καταστήσουμε ενεργούς συμμέτοχους στην προσπάθεια για λύση τους. Όλα αυτά είναι καλά και άξια. Η σωρευμένη εμπειρία μας και το πάθος μας να κάνουμε τον κόσμο λίγο καλύτερο, λίγο δικαιότερο και σίγουρα πιο ανθρώπινο είναι πολύτιμοι βοηθοί και οδηγοί μας.

Οι μέρες που ζούμε μας καλούν να πάρουμε αποφάσεις για την επόμενη σχολική χρονιά. Αυτός ο κόσμος κινδυνεύει. Και τώρα όχι μόνο από την υπερθέρμανση, τα σκουπίδια ή τα τοξικά απόβλητα. Κινδυνεύει από την καθημερινή απειλή της απανθρώπισης των ανθρώπινων σχέσεων. Της μαζικής κουλτούρας του φόβου και της σιωπής. Τον χυδαίο αποπροσανατολισμό των μαθητών μας από τις καίριες και ουσιαστικές ερωτήσεις στις φονικές, δηλητηριασμένες με μίσος, ψέμα και βλακεία απαντήσεις του φασισμού, που ήρθε ως το μακρύ – όχι και τόσο αόρατο – χέρι του συστήματος με σκοπό να τσακίσει κάθε αμφιβολία, κάθε διεκδίκηση, κάθε κριτική σκέψη, κάθε δράση, κάθε όραμα των νέων ανθρώπων για τον κόσμο που θέλουν να χτίσουν και να κατοικήσουν. Αυτός είναι τώρα ο πρώτος μας εχθρός. Δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς μπροστά του. Τα ευχολόγια και ο ηθικοδιδακτισμός ποτέ δεν ήταν, και πολύ περισσότερο τώρα, αποτελεσματικές μέθοδοι.

Οι ευθύνες μας είναι μεγάλες. Τι διδάσκαμε τόσα χρόνια; Τι αποσιωπήσαμε; Τι υπερτονίσαμε; Πόσες εκπτώσεις κάναμε στο όνομα του αναλυτικού προγράμματος; Πώς διδάξαμε με την προσωπική μας στάση και δράση; Αυτά πρέπει να απαντηθούν με θάρρος, τόλμη και τιμιότητα. Αλλά δεν αρκεί. Άλλωστε το ρολόι δεν γυρνά πίσω. Πάει μπροστά. Έτσι κι εμείς, να κοιτάξουμε μπροστά. Η αμείλικτη ερώτηση είναι «τι κάνουμε;» Πώς αναλαμβάνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί στο να βοηθήσουμε τη νέα γενιά να απεξαρτηθεί από τα δεκανίκια του συστήματος, από τη φρίκη των στερεότυπων, της ανελεύθερης σκέψης, της μισαλλοδοξίας, του κομφορμισμού, της απάθειας και του ατομικισμού και να ανθίσουν όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο ανθρώπινο; Η αγάπη, η αλληλεγγύη, η κατανόηση, το όραμα για ελευθερία και ισότητα αλλά και το κοφτερό κριτικό και γεμάτο αμφισβήτηση μυαλό προς όφελος ενός κόσμου δανεικού από τις μέλλουσες γενιές. Ενός κόσμου που θα πρέπει να είναι κατοικήσιμος από όλους. Από ανθρώπους, όχι ανθρωποειδή. Από ανθρώπους, όχι δούλους.

Μακρηγόρησα.

Τι κάνουμε λοιπόν; Αυτό που ξέρουμε καλύτερα να κάνουμε: ΔΙΔΑΣΚΟΥΜΕ. Με κάθε μέσο. Εξαντλούμε όλο μας το παιδαγωγικό και διδακτικό οπλοστάσιο. Εξαντλούμε τις κλίσεις μας, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά μας. Τα βάζουμε στο τραπέζι. Ξεδιαλέγουμε ποιο «όπλο» θα μεταχειριστούμε για κάθε μας «διδακτικό στόχο». Δεν ξεχνάμε ποτέ ότι σκοπός μας είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά ενός κόσμου καταπιεστικού, παραπλανητικού και πολλές φορές αμείλικτα φονικού. Κοιτάμε να μην έρθουμε ποτέ σε αντίφαση μεταξύ των σκοπών και των μέσων. Και προχωράμε. Με πίστη, όραμα και αποφασιστικότητα.

 

Υ.Γ1. Με το τέλος της προηγούμενης σχολικής χρονιάς μαζί με συναδέλφους είπαμε να αφιερώσουμε την επόμενη στον πόλεμο ενάντια στην ανάπτυξη του φασισμού. Το παραπάνω κείμενο είναι κάτι σαν πρόλογος σε μια επόμενη σκέψη. Στην ανάπτυξη ενός εκπαιδευτικού δικτύου προς τον σκοπό αυτό. Όπου θα αναπτυχθούν και θα ανταλλαγούν προτάσεις και συνεργασίες. Σύντομα θα αναρτήσω ένα κάλεσμα και περιμένω ήδη από όλους κι όλες σας ιδέες.

Υ.Γ.2 Ευχαριστώ τον συγγραφέα του Παρατηρήσεις για την ανάπτυξη του ναζισμού στα σχολεία  που με παρακίνησε ουσιαστικά με το κείμενό του να γράψω τελικά τις σκέψεις μου.

 

Η επώαση των αυγών

Αντιγράφω από τον Παραλληλογράφο

Γράφει η Fata Morgana

Ήταν την πρώτη ή τη δεύτερη χρονιά που δούλευα ωρομίσθια σε δημοτικά σχολεία στο Μενίδι. Μία μέρα, ένας μαθητής μου της πέμπτης δημοτικού είπε σε κάποιο συμμαθητή του, με περηφάνια, ότι ο ξάδερφός του είναι στη Χρυσή Αυγή. Τον φώναξα και τον ρώτησα αν ήξερε τι είναι η Χρυσή Αυγή. Αποφάσισα πώς εκείνη την ημέρα, τα γαλλικά και το αναλυτικό πρόγραμμα δεν ήταν άμεση προτεραιότητα και αφιέρωσα την ώρα μου στο να μιλήσω στα παιδιά μου για το ναζισμό. Κάποια, λίγα, κάτι είχαν ακούσει για το Χίτλερ, για τους Εβραίους, για τον πόλεμο, σε γενικές γραμμές τα κεφαλάκια τους ήταν παραδομένα στο χάος και τη σύγχυση. Τα παιδιά διδάσκονται το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην έκτη δημοτικού. Αν προλάβουν. Και όπως. Μέχρι τότε, είναι έρμαια της πλύσης εγκεφάλου από την τηλεόραση, τον ξάδερφο χρυσαυγίτη, τους γείτονες και τους συγγενείς που κλείνουν τα μαγαζιά τους και φταίνε οι μετανάστες, της ανύπαρκτης παρουσίας των γονιών τους.

Την επόμενη χρονιά, μπαίνω στην τάξη για μάθημα και ανακαλύπτω πάνω σε ένα θρανίο ένα αγκυλωτό σταυρό. Ρωτάω ποιος τον έφτιαξε. Δεν είναι εκεί, κάνει γερμανικά, μου λένε τα παιδιά μου. Στο διάλειμμα μου υποδεικνύουν τον «καλλιτέχνη». Τον ρωτάω αν ξέρει τι είναι αυτό που ζωγραφίζει (επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για παιδιά 11-12 χρόνων). Δεν θέλει να μου μιλήσει, με βρίζει μέσα από τα δόντια του. Πηγαίνω σοκαρισμένη στο γραφείο των δασκάλων και περιγράφω το περιστατικό. Οι συνάδελφοι με αντιμετωπίζουν κάπως συγκαταβατικά, κάπως σαν συμπαθή γραφική γελοιότητα. Ναι, αυτό το παιδί έχει πρόβλημα γενικά, δεν διαβάζει, τσακώνεται με τους πάντες, είναι χαζό (sic). Ναι, ρε παιδιά, αλλά ζωγραφίζει και σβάστικες! Οι γονείς του είναι ενημερωμένοι; Έχει μιλήσει κανείς στα παιδιά για το ναζισμό; Χτυπήματα στην πλάτη, ναι, μωρέ, έχει προβλήματα λέμε.

Μετρώντας τα χρόνια, εκείνα τα παιδιά φέτος πρέπει να ψήφισαν για πρώτη φορά. Δεν έχω πολλές ελπίδες για το τι ψήφισαν. Δεν έχω πολλές αμφιβολίες για το πώς περνάν τον ελεύθερο χρόνο τους. Έχω όλο και περισσότερες ενοχές και αγωνίες για το τι είδους πλάσματα πέρασαν από τα χέρια μας. Πόσα άραγε από αυτά θα μπορούσαμε να είχαμε σώσει; Πόσες αβλεψίες και παραλείψεις δικές μας έβαλαν το λιθάρι τους στη δημιουργία και γιγάντωση του τέρατος; Πόσο δύσκολο είναι να βάλουμε σε μυαλά και ψυχές παιδιών από την Ελλάδα, την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, παιδιά ρομά, παιδιά από εργατικές οικογένειες ως επί το πλείστον, ότι ο ρατσισμός είναι η ιδεολογία εναντίον των φτωχών;

Μην (τολμήσεις να) σκεφτείς.

ΜΗΝ σκεφτείς την ΑΝΕΡΓΙΑ που σε δέρνει. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΠΩΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ τους φόρους.

Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΤΙ ΘΑ ΤΑΙΣΕΙΣ το παιδί σου. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΠΩΣ θα πάρεις τα ΦΑΡΜΑΚΑ σου. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΠΟΣΟ ακόμα θα ΚΟΨΟΥΝ από τη ΣΥΝΤΑΞΗ σου. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΠΟΣΟ ακόμα θα ΚΟΨΟΥΝ από τον ΜΙΣΘΟ σου. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ΠΟΣΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ πρέπει να κάνεις για να βγάλεις ΕΝΑ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς τα 4ΩΡΑ. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ σκεφτείς ότι είσαι ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ 6 μήνες. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Σκέψου τον κίνδυνο από τον Αφγανό πρόσφυγα.

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΨΗΦΙΣΕΙΣ!

Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου, Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Καλά της έκανε! Χαχαχαχα….  Να αγιάσει το χέρι του. Πάντα μου την έσπαγε η Κανέλλη». Μια απάντηση σε αυτή τη σαπίλα :

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.

Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
Τον κόσμο αντίκρυσα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.

Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα:»Πολύ!»

Κι απο την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.

Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!»
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω:»Σταματήστε!»

Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω:»Ζήτω! Προχωρήστε!»
Δεν μου αρέσει η φτήνεια κι η κακομοιριά.

Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.

.