Τα άκουσα εγώ τα τύμπανά τους να πλησιάζουν
-τις οργισμένες τους φωνές
Ένιωσα τον απειλητικό ρυθμό
-κατέκλυσε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου
Ποιος; Πες μου ποιος να ξεπλύνει αυτά τα χέρια;
Τα βρώμικα απ’ τον φόβο και το αίμα.
Ποιος να γυρίσει την πλάτη του στη μάνα πους κλαίει;
Χτυπάνε το παιδί της-δεν το βλέπεις;
«Και να! Φάε κι αυτή! Κι αυτή κωλόμαυρη!»
Μια γυναίκα επευφημεί.
Κάθε φορά που ο άντρας σηκώνει το χέρι
-να πάρει φόρα για να χτυπήσει-
γουρλώνει τα μάτια και φωνάζει
«Έτσι!»
Κάνενα χάδι δε θα ’χει αγγίξει το μάγουλό της.
Οι πόθοι της θα ’ναι απωθημένα
φυλακισμένα μέσα στο σφιχτό κότσο της,
στο συνοφρυωμένο βλέμμα της
στο σταυρουδάκι που φοράει στο λαιμό της.
Βρίσκει ηδονή σε κάθε χαστούκι
Βρίσκει ηδονή στον πόνο του μικρού κοριτσιού
Τρέμει από λαχτάρα σε κάθε μπουνιά στην κοιλιά
«Έτσι!»
Γεμίστε δυνάμεις άνθρωποι
είναι βαρύ το φορτίο
κάποιος άλλος έχει αποφασίσει για μας
-δεν είναι η μοίρα-
είναι η φτώχια!
Όχι, δεν συγχωρώ.
Δεν συγχωρώ ούτε μια λέξη
ούτε ένα χτύπημα
καμιά «πατρίδα» που χτίζεται πάνω στο κλάμα του παιδιού
κανένα κράτος «δικαίου»
Δεν συγχωρώ για κανέναν αυτόχειρα
για καμιά μητέρα που τρίβει πατώματα
για κανέναν που κρυώνει μέσα στις κούτες
Ετοιμαστείτε Άνθρωποι
μας έχουν κηρύξει πόλεμο
-κι όχι τώρα, αλλά από καιρό-
Τζένη Τ.