Κύριε Τέλλογλου, Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης ούτε μένω ούτε φεύγω από την αγορά εργασίας. Λέω να την ανατρέψω.

telloglou

Με ρωτάει το τρέιλερ της εκπομπής του Τέλλογλου: «Μετά από 4 χρόνια κρίσης μένεις ή φεύγεις από την αγορά εργασίας»; Αφενός μου απευθύνει άμεσα τον λόγο κι αφετέρου δεν λέει: «μένεις ή φεύγεις από τη χώρα;» ή ακόμα πιο εθνομελό: «μένεις ή φεύγεις από την πατρίδα;».

Ήταν μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη το ότι ο Τέλλογλου του ΣΚΑΙ_ΝΑΖΙ και των φακέλων του Παπαγελάς λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Φυσικά, δεν έχει πλέον πρόβλημα, αφού τα πράγματα έχουν τόσο πολύ χάσει την όποια επίφασή τους, που η επίκλησή τους αφορά πλέον μόνο τύπους σαν τον σαμαροβενιζέλο, το φασιστικό παρεάκι τους και κάτι κιτς φιγούρες όπως ο Αυτιάς, όταν απευθύνονται στην αγελαία πελατεία τους για να αποδεχτεί ησύχως, ίσως και με ανακούφιση, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εξαίρεσης.

Μου ορίζει λοιπόν απερίφραστα ο Τέλλογλου τι ακριβώς είμαι: εμπόρευμα στην αγορά εργασίας. Και με ρωτά τι  ακριβώς σκοπεύω να κάνω με αυτό το ιδιότυπο εμπόρευμα που κουβαλάω στο μυαλό μου ή στα χέρια μου. Πού με συμφέρει να το πουλήσω; Πού εκτιμώ ότι θα πιάσω την καλύτερη δυνατή τιμή;  Θα μείνω ή θα φύγω από την «αγορά»; Σε αυτό το θέμα είμαι μόνος μου μέσα στον πλανήτη και καλά θα κάνω να αποφασίσω σύντομα και ορθά.

Ο Τέλλογλου είναι καλός υπάλληλος  και έξυπνος και τα αφεντικά για τα οποία κάνει τέτοια «ερευνητικά ρεπορτάζ» ακόμη εξυπνότερα. Γνωρίζουν ότι σύντομα το παραμύθι του πολίτη και  του κοινωνικού κράτους (ποιος ξέρει; Ίσως και του έθνους, όταν αυτό κριθεί απαραίτητο)  θα πάψουν να το απαγγέλλουν στα σοβαρά ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι – εθνικόφρονες και ότι πολύ σύντομα θα πρέπει να αρχίσουν να απαγγέλλουν το νεοφιλελεύθερο παραμύθι της ατομικής ευθύνης και της ατομικής επιλογής.

Το νέο αυτό αφήγημα, άλλωστε, έχει ήδη αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά στην παιδεία και την υγεία, τους πυλώνες δηλαδή της μέχρι σήμερα εννοούμενης δημόσιας – κρατικής υπόστασης. Εσύ που θα «επενδύσεις» στην εκπαίδευσή σου κοίταξε να επενδύσεις σοφά, έτσι ώστε να βρεις μια θέση στην «αγορά εργασίας», που βεβαίως αγοράζει όλο και πιο σπάνια και όλο και πιο φτηνά. Αλλιώς, λυπούμαστε, το ερώτημα του Τέλλογλου δεν σε αφορά καν. Εσύ πάλι που αρρώστησες όλο και κάποιες λάθος επιλογές θα έκανες: μα θα κάπνιζες, ή θα έτρωγες πολύ ή λίγο, ή δεν θα ασκούσουν  αρκετά, ή θα ήσουν άτυχος και γεννήθηκες σε εξαθλιωμένη οικογένεια, ή πιάστηκες κορόιδο και δεν έκανες ιδιωτική ασφάλιση υγείας τότε που μπορούσες. Όπως και να’χει κοίτα τώρα τι θα κάνεις, κάνε τα κουμάντα σου να τη βολέψεις  και να επιζήσεις αν μπορείς, έτσι όπως τα κατάφερες με τις επιλογές σου.

Κι αφού εξοικειωθείς με την αποδοχή της ατομικής ευθύνης-επιλογής-ενοχής θα πρέπει  να την επεκτείνεις και στην ίδια τη φύση της εργασίας-εμπόρευμα. Να καταλάβεις αφενός ότι εσύ είσαι ο έμπορος εσύ και το εμπόρευμα και να αναλάβεις αφετέρου την αποκλειστική ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας της ατομικής σου επιχείρησης με την επωνυμία «Πουλάω εαυτόν σε τιμή ευκαιρίας απανταχού της γης». Πρέπει να γίνουν και τα δύο ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό κατανόησης. Δεν πρέπει να μείνει καμία αμφιβολία ή δεύτερη σκέψη για τον ρόλο που παίζει το κράτος και το οικονομικό σύστημα που υπηρετεί σε αυτή την ιστορία.

Ριψοκίνδυνο βέβαια, αφού υπάρχει περίπτωση να συνειδητοποιήσεις τη δύναμη που έχει αυτή ακριβώς η ιδιότητά σου ως εμπόρου κι εμπορεύματος να σαμποτάρει και να αδρανοποιήσει το ιδεολόγημα που σε θέλει «ιδιώτη», μόνο, απροστάτευτο, και γι αυτό εχθρικό κι ανταγωνιστικό προς όλους τους ομοίους σου κι όχι προς τους πραγματικούς εχθρούς σου, αυτούς δηλαδή που σε αναγκάζουν να αποδεχτείς το ερώτημα ως φυσικό και αυτονόητο και συνεπώς αναγκαίο να απαντηθεί. Ριψοκίνδυνο επίσης από την άποψη ότι μπορεί να εικονοποιήσεις τον εαυτό σου με μια βαλίτσα στο χέρι να τρέχει από «αγορά εργασίας» σε «αγορά εργασίας» για να μην μείνεις χωρίς εργασία κι αυτό να σου φέρει στον νου εικόνες προσφύγων κι οικονομικών μεταναστών που δραπετεύοντας από μια άλλη «αγορά εργασίας» ή σκυλοπνίγονται  ή φυλακίζονται σε στρατόπεδα ή σφαγιάζονται στους δρόμους αφιλόξενων χωρών. Κι αυτό με τη σειρά του να σε κάνει να υποψιαστείς ότι δεν σε χωρίζουν και πολλά από τους μετανάστες και τους «βρωμιάρηδες λαθρομετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές» και να αναρωτηθείς μήπως, τελικά, όλα όσα σου παρουσιάζονταν ως αληθή και αυτονόητα δεν είναι παρά απάνθρωπα και αδιανόητα.

Κύριε Τέλλογλου,

Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης ούτε μένω ούτε φεύγω από την αγορά εργασίας. Λέω να την ανατρέψω.

Του χρόνου έξω από το σπίτι σας, εύχομαι

Bc59hnqIcAABXsVDSCN2857

Θα μου πεις εσύ μένεις σε πολυκατοικία. Σε μεγάλη πόλη. Πού να καταλάβεις ή να φανταστείς τι να σκέφτεται και τι να νιώθει ο άντρας με το σκούρο μπουφάν «ΟΧΙ στην εξόρυξη χρυσού» μπροστά από το δίχτυ που χωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του. Σάμπως μεγάλωσες σε τέτοιο μέρος; Έτρεχε το μάτι σου στις ράχες των δέντρων κάθε καλημέρα; Κελάρυζε στ΄αυτί σου το αεράκι με τα χάχανα των πουλιών μόλις έβγαινες από την πόρτα του σπιτιού σου; Κοιτάς τη δουλίτσα σου, τα παιδιά σου και τη σύνταξή σου. Στο εκλογικό σου βιβλιάριο το τι νιώθει ο άντρας με το σκούρο μπουφάν «ΟΧΙ στην εξόρυξη χρυσού» μπροστά από το δίχτυ που χωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του.

Εσύ, τώρα, θα μου πεις ότι μένεις στην Εκάλη ή στην Κηφισιά. Ότι πρέπει κάποιες θυσίες να γίνουν για να έρθει η ανάπτυξη. Η Χαλκιδική είναι μακριά. Στα Prada σου τι νιώθει ο άντρας με το σκούρο μπουφάν «ΟΧΙ στην εξόρυξη χρυσού» μπροστά από το δίχτυ που χωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του. Το resort που παραθερίζεις στο δεύτερο πόδι  δεν έχει θέα στις Σκουριές. Και, βρε αδελφέ, κάτι ξέρουν οι υπεύθυνοι κι εν πάση περιπτώσει όλο φασαρίες κάνουν οι αλήτες εκεί πάνω. Και καταδικάζεις τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Υπομονή, όλα θα φτιάξουν αρκεί να αισιοδοξούμε. Και καλή χρονιά.

Εσύ που παίρνεις τις αποφάσεις θα μου πεις να σκάσω. Να μην τα ψάχνω. Ότι είμαι με τους αλήτες που όλο φασαρίες κάνουν. Να πάω να ψηφίσω όταν με διατάξεις. Να σκάσω. Να βγάλω τη γλώσσα μου να πάρεις το γενετικό υλικό μου. Να σε ακολουθήσω στο αστυνομικό τμήμα. Να απολογηθώ. Να περιμένω την ανάπτυξη και το πρωτογενές. Να καταδικάσω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Να βλέπω δελτία ειδήσεων. Να πληρώνω τους φόρους μου.  Στις μίζες σου τι νιώθει ο άντρας με το σκούρο μπουφάν «ΟΧΙ στην εξόρυξη χρυσού» μπροστά από το δίχτυ που χωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του.

Εγώ ένα σας λέω: του χρόνου έξω από το σπίτι σας, εύχομαι.

(Οι φωτογραφίες από Χρυσές αυτ-απάτες)

Κουρέλια να κρύβουν τα κουρέλια

Η παράταση του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων τη συγκεκριμένη ημέρα, είχε απόλυτη επιτυχία, αφού χιλιάδες κόσμου επισκέφτηκαν το κέντρο της Αθήνας και έδωσαν στη Πρωτεύουσα μία εικόνα αναζωογόνησης. Οι πωλήσεις μπορεί να μην ήταν ανάλογες με τη προσέλευση των επισκεπτών, αλλά το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει ότι η συμμετοχή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων δημιουργεί πάντα συγκέντρωση κόσμου με διάθεση να δει τις βιτρίνες και να διασκεδάσει με μικρές «έξυπνες» αγορές.» (από εδώ)

ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ

Η γριά άρρωστη ετοιμοθάνατη κυραΠρωτεύουσα που ζέχνει από τους πόρους της σαπίλα, ανθρωπίλα, αδιαφορίλα και νεοπλουτίστικη φτωχίλα στολίστηκε με «χιλιάδες κόσμου» που σέρνονταν από δρόμο σε δρόμο σέρνοντας μαζί τους κουτσούβελα και γιαγιαδοπαππούδες να θαμπωθούν από τα μισερά φώτα των βιτρινών που πίσω τους έστεκαν απλήρωτες θαμπές φιγούρες μισές άνθρωποι μισές άψυχες κούκλες με το μυαλό στο άρρωστο παιδί, στα πόδια που πονάνε, στα νοίκια που τρέχουν, στην άνεργη αδελφή, στο αφεντικό που λοξοκοιτά να δει αν το χαμόγελο είναι ακόμα καρφωμένο πίσω από το παλιό χαλασμένο βρωμερό κραγιόν στο στόμα (στόμα στεγνό, σφιγμένο που μισεί και θέλει να δαγκώσει όταν δεν κυρτώνει μοιρολατρικά κι αδιάφορα).

Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα αναζωογονείται βέβαια από κάτι τέτοια θλιβερά πλήθη κι από αυτόν το ζόφο της αγοράς, μιας ταιριαστής στην κατάσταση αγοράς, μιας αγοράς ντεμέκ, αφού σχεδόν κανείς δεν αγοράζει, αλλά το πλήθος ανοίγει τα ρουθούνια και οσφραίνεται πεινασμένο ή και ονειροπολεί την δυνατότητα και το «όνειρο» μιας αγοράς. Η βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά κυραΠρωτεύουσα γίνεται ακόμα πιο βρωμιάρα στρίγγλα μισητή άρρωστη γριά.

Σε μια τέτοια άρρωστη πόλη αρμόζει φυσικά η ιδέα ότι «η συμμετοχή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων δημιουργεί πάντα συγκέντρωση κόσμου με διάθεση να δει τις βιτρίνες και να διασκεδάσει με μικρές «έξυπνες» αγορές.» Ο κόσμος συγκεντρώνεται για να διαμαρτυρηθεί. Να διεκδικήσει. Να ανατρέψει. Να χτίσει. Ο κοσμάκης συγκεντρώνεται με «διάθεση να δει τις βιτρίνες». Ο κοσμάκης  «διασκεδάζει με μικρές έξυπνες αγορές».

Κοσμάκης στους δρόμους να κρύβει τους άστεγους, τους ταλαίπωρους, τους φτωχούς, τους εκμεταλλευόμενους. Να κρύβει τον εαυτό του. Κουρέλια να κρύβουν τα κουρέλια.

Λευκές νύχτες. Αποτρόπαιες. Διαφωτιστικές.

Μονοξείδιο υποκρισίας

Κάτι την ξύπνησε. Ποτέ δεν κατάλαβε τι. Δεν ήταν η ώρα της να ξυπνήσει. Ψαχούλεψε μέσα στο σκοτάδι να βρει την κουβέρτα να σκεπαστεί. Έκανε κρύο και κάτι ακόμα, αδιευκρίνιστο. Τα κάρβουνα θα είχαν σβήσει. Ζαλιζόταν λίγο. Πάλι αυτή η περίεργη  αίσθηση. Σηκώθηκε με έναν κάποιο κόπο. Πήγε να σκεπάσει το κορμάκι του μικρού της ήρωα που ήταν κρυωμένο τρεις μέρες τώρα.  Έκανε κρύο και κάτι ακόμα, αδιευκρίνιστο. Μπερδεύτηκαν τα πόδια της στα πεσμένα σκεπάσματα. Βλαστήμησε τη ΔΕΗ, την τύχη της, τον εξαφανισμένο άντρα της. Το χέρι της έπιασε το μικρό χεράκι. Ήταν κρύο. Το ταρακουνάει. Φωνάζει. Το αρπάζει στην αγκαλιά της. Το κουνά και πιάνει να του τραγουδά εκείνο το τραγουδάκι που της έλεγε η μαμά της όταν αρρώσταινε. Σωπαίνει. Παγώνει. Πρέπει να πάρει αποφάσεις. Όχι, δεν πρέπει να το μάθουν. Δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Θα εξαφανιστούν. Στη γειτονιά θα πουν ότι το’σκασε. Άφησε απλήρωτα το νοίκι και τους λογαριασμούς και το’σκασε. Άλλη μια ξενόφερτη (ποιος της είπε να’ρθει;) που φέσωσε τους ντόπιους. Γνωστή ιστορία. Θα εξαφανιστούν. Θα πάει στο διπλανό χωριό. Άκουσε ότι ζητάνε χέρια στα χωράφια. Θα πάει στην Ιταλία. Ή στη Γερμανία αν είναι τυχερή. Πίσω δε γυρνάει. Κανείς δεν θα τη γυρίσει πίσω. Ακουμπά απαλά το άψυχο σώμα στο κρεβάτι. Το τυλίγει με την κουβερτούλα του. Τη μισητή άχρηστη κουβερτούλα του. Βάζει όπως όπως σε μια βαλίτσα ζεστά ρούχα. Πρέπει να βιαστεί. Σε λίγο ξημερώνει και πρέπει να βιαστεί. Στο δρόμο της θα βρει κάπου να…

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

 

Σοκαρίστηκες; Νιώθεις αποτροπιασμό; Μέτρα την υποκρισία σου.

Καρκίνος. Επιθετικός και μεταστατικός.

Έχει η ενστάλαξη κοινωνικού αυτοματισμού στο κοινωνικό σώμα όρια; Σταματά μπροστά σε κάποιο φραγμό αυτή η κυβέρνηση; Η πολιτική του θανάτου του κοινωνικού ιστού και του όποιου δημόσιου χαρακτήρα είχαν μέχρι πρόσφατα αγαθά όπως η υγεία είναι προαπαιτούμενα της εγκαθίδρυσης του πιο στυγερού καθεστώτος. Ύπουλα και μεθοδικά τα πολιτικά καρκινικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται αποφασιστικά σαν χαθεί η αλληλεγγύη, η πίστη στον άνθρωπο και στη συλλογική δράση. Σαν νιώσεις εχθρό σου κι αντιπαλέψεις τον ίδιο τον εαυτό σου.

Ζέτα Μακρή. Υφυπουργός υγείας (sic) στο τηλεοπτικό κανάλι του εθνικού τσιμεντά κι επίδοξου τσιφλικά της χώρας. Σήμερα. Ακούει την καρκινοπαθή (που πώς το είπε; Ήταν τυχερή που έπαθε καρκίνο πριν 27 χρόνια, τότε που μπορούσε ακόμη να παλεύει και να νικά την αρρώστια)  να απαριθμεί τα θύματα της πολιτικής που με συνέπεια υπηρετεί. Ανθρώπους στο κατώφλι του θανάτου που στερούνται το δικαίωμα, όχι, δεν είναι δικαίωμα, ελευθερία είναι, ακόμη και να παλέψουν για τη ζωή τους. Να βρουν και να πάρουν το φάρμακό τους. Που ίσως τους κάνει καλά, αλλά που πάντως σίγουρα τους δίνει τη δυνατότητα. Την ελευθερία να βρουν τον γιατρό τους στη θέση του. Να νιώσουν μια στάλα ασφάλειας μέσα στην πιο σκληρή αβεβαιότητα.

Κουνά το κεφάλι η υφυπουργός. Σέβεται, λέει, απεριόριστα τη συνομιλήτρια, για αυτό κι αποφασίζει να κερδοσκοπήσει πολιτικά επενδύοντας στα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου και διαβεβαιώνει τους καρκινοπαθείς της χώρας, τους συγγενείς και τους φίλους τους ότι αν σταματήσουν οι αντιστάσεις στα σχέδια του υπουργείου για ιδιωτικοποίηση του πράγματι πολλά υποσχόμενου στους ιδιώτες λιγούρηδες (εν προκειμένω κοράκια) χώρου της δημόσιας υγείας, θα βρεθούν τα χρήματα για να προμηθεύεται το κράτος τα απαραίτητα αντικαρκινικά φάρμακα.

Λογικά, θα πρέπει να αυτοθαυμάστηκε για την πολιτική οξύνοιά της η υφυπουργός και ενδόμυχα να περίμενε συγχαρητήριο tweet από τον υπουργό της. Το πρόσωπό της πάντως έδειξε μόνο την αποφασιστικότητά της πάνω στο θέμα. Δεν σκέφτηκε όμως, και πώς θα μπορούσε άλλωστε δεδομένων των επιλογών της, ότι το να παίζεις μονόπολη με πιόνια τον πόνο και τον θάνατο δεν είναι και τόσο έξυπνη ιδέα. Για το ήθος μιλά ο ίδιος ο καρκίνος.

Κακοήθεια, λέει. Τι εύστοχη λέξη!

 

Τι βλέπεις; Μόνο αυτό. Τι βλέπεις;

Τι βλέπεις; Μόνο αυτό. Τι βλέπεις;

ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ ΤΥΦΩΝΑΣ

Φιλιππίνες, μετά το χτύπημα του τυφώνα Χαϊγιάν

Αυτό που βλέπεις είναι ένας σωρός από σκουπίδια.

Τα σπίτια τους και οι «υποδομές» τους.

Αυτό που βλέπεις είναι αποτέλεσμα των ακραίων καιρικών φαινομένων όσο και η ανεργία είναι αποτέλεσμα της τεμπελιάς μας.

Αυτό που βλέπεις είναι αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου όσο κι εσύ που ανάβεις το φως στο δωμάτιο είσαι υπεύθυνος για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Όμως

Τα άταφα κορμιά στους δρόμους δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι παράγκες φτιαγμένες από σκουπίδια δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι χιλιάδες νεκροί (ακόμα είναι αμέτρητοι) δεν είναι από τον τυφώνα.

Η πείνα και η φτώχεια δεν είναι από τον τυφώνα.

Οι άρρωστοι που εγκαταλείπονται να πεθάνουν χειρότερα κι από αδέσποτα ζώα σε ένα ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας δεν είναι από τον τυφώνα.

Ο τυφώνας δεν σέρνει τους ανθρώπους να χτίζουν και να ζουν σε παράγκες από σκουπίδια. Δεν είναι του χαρακτήρα του τυφώνα να ανήκει σε κυβερνήσεις διεφθαρμένες μέχρι το μεδούλι ώστε κάθε υποδομή της χώρας να είναι για τα σκουπίδια. Ούτε καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να ζουν με ερωτηματικό και να αντιμετωπίζονται σαν να είναι σκουπίδια.

Α, τι βολικό να συγχέεις το οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο σε καταδίκασαν να ζεις – καπιταλισμό το λένε –  με ένα «ακραίο καιρικό φαινόμενο». Με πόση μαεστρία συσκοτίζονται οι απλές λογικές προτάσεις και σκέψεις και κάνουν φτερά τα δρώντα υποκείμενα και τα πραγματικά πλαίσια μέσα στα οποία λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα.

Επειδή, το ακραίο καιρικό φαινόμενο είναι ένα πράγμα και τα αποτελέσματά του είναι άλλο πράγμα. Το να ταυτίζεις φαινόμενο με αποτέλεσμα είναι τόσο αντιεπιστημονικό και παράλογο που καταντά γελοίο. Δεν γελάμε, όμως. Πεθαίνουμε. Και δεν πεθαίνουμε καν ως γενναίοι και υπερήφανοι, ούτε καν ως έλλογα όντα.

Στον κόσμο που μας καταδικάζουν να ζούμε η χειραγώγηση και ο συστηματικός ευνουχισμός της σκέψης έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που πολύ φοβάμαι ότι σε καμιά 20αριά χρόνια ο μονοδιάστατος άνθρωπος, ακριβώς επειδή θα είναι τέτοιος, θα έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα προόδου που θα επιχειρεί να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό.

Αυτό είναι τρόμος.

Πνευματική βία, πολιτιστική εισβολή μέσα στα σχολικά βιβλία

Ιστορία (ΣΤ Δημοτικού)- Ηλεκτρονικό Βιβλίο 3

Η τελευταία παράγραφος του κεφαλαίου «Η οικονομική ζωή» από το εγχειρίδιο Ιστορίας της Στ’ δημοτικού (http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-F114/520/3382,13626/)

Μια παράγραφος. Μια τόση δα παράγραφος. Καλογραμμένη. Με άψογο συντακτικό και ορθογραφία. «Τι να υπογραμμίσουμε κυρία;» Τίποτα, απαντώ, ενώ ήθελα να πω να τη διαγράψουν ολόκληρη. Η αυτοκριτική μετά. Είναι πιο δύσκολη.

Επιστροφή στην παράγραφο.

Τι λέει:

  • Ότι την «οικονομική άνθηση» την απόλαυσαν οι Έλληνες, αφού βελτίωσε τη ζωή τους. Όλοι οι Έλληνες; Κάποιοι Έλληνες; Ποιοι ‘Ελληνες; Προφανώς όλοι οι Έλληνες. Επειδή, προφανώς από την ιστορική στιγμή («παραμονές της Μεγάλης Επανάστασης του 1821»)  που τα οικονομικά των εμπόρων και των εφοπλιστών της εποχής ήταν ανθηρά, όλοι οι Έλληνες περνούσαν ζωή χαρισάμενη κι είπαν να το ρίξουν στην επανάσταση, μιας και δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν.
  • Ότι από την τάξη αυτή των πλουσίων εμπόρων και εφοπλιστών αναδείχτηκαν οι πρωταγωνιστές του ξεσηκωμού. Οι πρωταγωνιστές. Κι όχι μόνοι τους. Είχαν και παρέα: «τους παραδοσιακούς ηγέτες» των υπόδουλων. Τους κοτσαμπάσηδες δηλαδή. Δεν ξέρω – δεν ξεκαθαρίζει – αν εννοεί και το ιερατείο της εποχής. Κοτσαμπάσηδες, αναδυόμενοι αστοί και ίσως και αρχιερείς, ίσως και ο πατριάρχης ο ίδιος, υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821. Ωραιότατα. Οι οπλαρχηγοί και οι χιλιάδες των αγωνιστών θεώρησαν τιμή τους να δώσουν τη ζωή τους στον ένοπλο αγώνα για ελευθερία ως δευτεροκλασάτοι κομπάρσοι, κάτι σαν αναγκαίο ντεκόρ στην παράσταση που έδιναν οι πρωταγωνιστές.

Τι διδάσκει:

  • Τους μαθητές και τις μαθήτριες αυτής της χώρας να σκέφτονται και να αποδέχονται ως αληθές το ανιστόρητο συμπέρασμα ότι την ιστορία την κινούν οι ισχυροί. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες. Έτσι, με ευκολία αναπνοής θα δεχτούν και στη ζωή τους τον δευτεροκλασάτο – τριτοκλασάτο ρόλο του κομπάρσου της ζωής και της ιστορίας.
  • Να μην αναρωτιούνται για τα προφανή και να αποδέχονται ως αληθινή την κατάφωρα ψευδή εικόνα ότι όλοι οι Έλληνες ήταν το ίδιο πράγμα και ζούσαν μέσα στις ίδιες συνθήκες, κάνοντας χρήση της θολούρας που γεννά η γενίκευση «οι Έλληνες». Όσο πιο θολή είναι η εικόνα, τόσο το καλύτερο για τους συγγραφείς του βιβλίου και τους εντολείς τους. Βλέπετε, προτιμούν την πιο απλοϊκή γνωστική διαδικασία της γενίκευσης από τη συνθετότερη και για πιο ώριμες προσωπικότητες διάκριση [το νήπιο γενικεύει («να ένα δέντρο»), το παιδί διακρίνει («να μια μηλιά»)].

Τι δεν θα ήθελε με τίποτα να πει, αλλά το λέει:

  • Μα το προφανές. Ότι η ελληνική επανάσταση ήταν πρωτίστως ταξική επανάσταση. Επανάσταση που κινήθηκε από την αναδυόμενη αστική τάξη της εποχής, που αναζητούσε όχι μόνο περισσότερα προνόμια από την εξουσία αλλά την ίδια την εξουσία. Φυσικά, αν θέλαμε να κάνουμε μια τέτοιας προσέγγισης διδασκαλία, δεν θα διαλέγαμε τον κύριο Κολιόπουλο και την παρέα του, αλλά θα ανατρέχαμε στον Γιάννη Κορδάτο, για παράδειγμα, για μια διεξοδικότερη κι επιστημονική ανάλυση του θέματος.

Σήμερα μιλώντας για τη δημοκρατία και τη δικτατορία (μέρες που είναι) λέχθηκε από τους μαθητές ότι τα δικτατορικά καθεστώτα μετέρχονται της βίας προκειμένου να επιβιώσουν και να συνεχίσουν να καταπιέζουν. Πραγματικά, έτσι είναι. Όμως η απορία που προέκυψε από μια τέτοια παραδοχή ήταν τι είδους βία μπορεί να μεταχειριστεί οποιοσδήποτε θέλει να καταπιέσει αποτελεσματικά. Και μέσα στα πλαίσια αυτά της βίας εμφανίστηκε κάτι που το ονομάσαμε «πνευματική βία». Ο Paulo Freire το ονομάζει «πολιτιστική εισβολή»:

Οι εισβολείς επιβάλλουν τη δική τους κοσμοαντίληψη στα θύματα της εισβολής τους και ανακόπτουν τη δημιουργικότητά τους χαλιναγωγώντας την έκφρασή τους.

Paulo Freire, Η αγωγή του καταπιεζόμενου

Κι έρχεται αναπόφευκτο το ερώτημα. Την ώρα που καλείσαι να πλασάρεις «σκουπίδια» ή καλύτερα να μεταχειριστείς τα όπλα των εισβολέων στα μυαλά και την ηθική ανάπτυξη των νεαρών μαθητών σου, τι κάνεις; Πώς το διαχειρίζεσαι; Τέτοιες μέρες που ο τρόμος κι η ανασφάλεια σχεδόν μυρίζουν και κάνουν αποπνικτικό τον αέρα γύρω σου, τι κάνεις; Αρκεί να κάνεις παρατηρήσεις, ίσως αιχμηρές ίσως και όχι, επί του κειμένου; Αρκεί; Δεν ξέρω.

Κι ας διδάξω μια από τις επόμενες ημέρες το «Απορίες ενός εργάτη που διαβάζει». Θα ήθελα να είχα τα κότσια να τους πω να τη διαγράψουν.

βουλιάζει η Χαλκιδική #σκουριές και στάχτη

Ξέρω. Το δέντρο δεν μιλάει. Κυρίως δεν αντιμιλάει. Δεν σηκώνει πέτρα. Δεν μπορεί ούτε καν να κλείσει τα μάτια ή να κοιτάξει αλλού. Είναι καταδικασμένο να σωπαίνει. Να στέκεται – μέχρι να πέσει. Να βλέπει. Να αντικρίζει κατάματα τον θάνατο. 1458563_755808417768413_594602058_n

Στρατός κατοχής. Κοράκια ξεψαχνίζουν την καρδιά. Τρυπούν. Λεηλατούν.

1459788_755807391101849_375710012_n

Δεν αντιστέκεται. Δεν μπορεί.

Κατάλαβες; Δεν μπορεί.

Περιμένει.

995885_755808334435088_1901033307_n

Η ομορφιά στα μάτια σου. Δεν μπορεί να αντισταθεί. Θα ανταποδώσει βέβαια, και μοιραία, αλλά αυτό θα είναι ακούσιο χτύπημα.

Χαρακιές στο σώμα. Κοίτα τες. Είναι και δικές σου. Δεν μοιάζουν με τις ρυτίδες από γέλιο. Ούτε από το πέρασμα του χρόνου στο κορμί. Αυτός που ήρθε τώρα δεν είναι ο χρόνος. Δεν είναι γέλιο.

1455977_755808504435071_80457001_n

Ίσως να είναι φθόνος.

1465210_755806677768587_1015407244_n 999124_755808091101779_1832449328_n

(με αφορμή τις φωτογραφίες που δημοσίευσε το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων )

Save

«Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο…*» (1)

Ήταν κάποτε μια χώρα, μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά ας την πούμε Ουρανούπολη αφού έτσι την ονόμασε ο συγγραφέας. Εκεί βασίλευε ένας βασιλιάς, ένας οποιοσδήποτε βασιλιάς. Ένας τύραννος, ένας οποιοσδήποτε τύραννος, αλλά ας τον πούμε Αρπατίλαο, αφού έτσι τον βάφτισε ο συγγραφέας. Φορούσε στο κεφάλι του κορώνες στολισμένες με χιλιάδες πολύτιμα πετράδια βγαλμένα με αίμα και ιδρώτα από τους υπηκόους του που χώνονταν κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στα ορυχεία.

Αυτός ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, βασίλευε. Βασίλευε με ένα μαύρο φτερό από κοράκι κι ένα τηλεσκόπιο.

magika maxilaria 2

Με το φτερό έγραφε νόμους. Νόμους πολλούς, άδικους, τρελούς. Οι νόμοι, όπως όλοι οι νόμοι, απαγόρευαν, αλλά ας πούμε ότι απαγόρευαν όλα τα όμορφα και τα καλά. Όλα τα χαρούμενα και τα ελπιδοφόρα. Απαγόρευαν επίσης και τις λέξεις. Τις κακές λέξεις, όπως ας πούμε τη λέξη «Κυριακή» που με διάταγμα μετονομάστηκε σε «Προδευτέρα» και, αφού δεν ήταν πλέον Κυριακή, ήταν μια εργάσιμη μέρα όπως όλες οι άλλες μέρες. Κανείς δεν ξέφευγε από τους νόμους, που ήταν τόσο πολλοί, ώστε ποτέ δεν ήξερες αν αυτό που κάνεις απαγορεύεται ή όχι. Κι ήταν τόσο τρελοί αυτοί οι νόμοι, που διέταζαν να καούν τα πάρκα, να κλείσουν οι παιδικές χαρές και να χτιστούν στη θέση τους φυλακές κι εργοστάσια. Και, βέβαια, όπως όλες οι φυλακές, έκλειναν μέσα τους κι αυτές όσους  από τους υπηκόους παραβίαζαν τους νόμους. Και τα εργοστάσια, όπως όλα τα εργοστάσια, κατασκεύαζαν. Ας πούμε λοιπόν ότι κατασκεύαζαν λουκέτα και συρματοπλέγματα.

Με το τηλεσκόπιό του ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς, επόπτευε, αλλά ας πούμε ότι επόπτευε όλο το βασίλειό του και, όταν έβλεπε κάτι όμορφο ή λαχταριστό, τότε το άρπαζε αμέσως και το έκανε δικό του, αφού έτσι όρισε ο συγγραφέας.

Σ’ αυτή τη χώρα, όπως σε κάθε χώρα, υπήρχαν και σχολεία. Εκεί, όπως και σε κάθε σχολείο, οι μαθητές διδάσκονταν μαθήματα:

«στο μάθημα της γυμναστικής μάθαιναν να γονατίζουν, στο μάθημα των θρησκευτικών μάθαιναν τροπάρια που δόξαζαν τον Αρπατίλαο και στο μάθημα της γραμματικής μάθαιναν την παθητική φωνή. Από χρόνους μάθαιναν τον ενεστώτα και τον παρατατικό αλλά όχι τον μέλλοντα χρόνο. Μόνο ο Αρπατίλαος και οι αυλικοί του είχαν το δικαίωμα να μιλάνε για το μέλλον. Κάθε τόσο μάλιστα, ειδικές περιπολίες έκαναν αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις στα σχολεία, για να ελέγξουν αν οι μαθητές αποστήθιζαν σωστά αυτά που όριζε ο νόμος.»

Όλα τα είχε ο βασιλιάς. Και πλούτη. Και υπηκόους. Και έλεγχο. Και φυλακές. Ένα πράγμα δεν είχε: την αγάπη των υπηκόων του. Τι έφταιγε άραγε και δεν τον αγαπούσαν, αλλά του έστρωναν μπανανόφλουδες να γλιστράει και να πέφτει; Και γιατί τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του;

«Δεν σας αγαπάνε, επειδή τα βράδια ονειρεύονται…»

είπε ο αυλοκόλακας, πονηρός όπως κάθε αυλοκόλακας, που είχε μυστικοσύμβουλο ο βασιλιάς, όπως κάθε βασιλιάς.

Κι όταν οι άνθρωποι ονειρεύονται, ακόμα κι όταν είναι υπήκοοι, συγκρίνουν: το όνειρο με την πραγματικότητα. Και ξέρουν.

Του θανατά από την απελπισιά ο βασιλιάς. Τι να κάνει για να μην ονειρεύονται οι άνθρωποι; Να απαγορέψει τα όνειρα; Να στέλνει ονειρικές περιπολίες να μπουκάρουν τα βράδια στα σπίτια των υπηκόων και να «περιποιούνται» τους παραβάτες του νόμου; Ή μήπως να φορολογήσει τα όνειρα, ώστε να τους κοπεί μαχαίρι αυτή η κακή συνήθεια;

«Το πρόβλημα με τα όνειρα είναι ότι δεν υπόκεινται εύκολα σε έλεγχο. Είναι κρυμμένα πίσω από τα μέτωπα, πίσω απ’ τις ρυτίδες, βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στα κεφάλια»

επέμεινε ο πονηρός μυστικοσύμβουλος, που, όπως όλοι οι μυστικοσύμβουλοι, κατείχαν λίγη γνώση από την ανθρώπινη φύση, ποτέ όμως αρκετή, αφού για να γνωρίζεις πρέπει πρώτα να αγαπάς.

Σε αυτή τη χώρα, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε χώρα, αλλά ο συγγραφέας την ονόμασε Ουρανούπολη, καταστρώθηκε λοιπόν ένα σχέδιο αφανισμού των ονείρων των ανθρώπων. Ένα σατανικό σχέδιο: θα ανάγκαζαν τους υπηκόους να ονειρεύονται μόνο εφιάλτες. Τα χειρότερα και τα πιο αποτρόπαια όνειρα θα τυραννούσαν τον ύπνο τους κι έτσι η εφιαλτική πραγματικότητα θα έμοιαζε πια με παράδεισο. Και σ’ αυτόν τον παράδεισο θεός θα ήταν ο βασιλιάς αυτοπροσώπως. Και θα ήταν ο βασιλιάς τόσο καλός που θα χάριζε σε κάθε υπήκοό του χωριστά από ένα μαξιλάρι. Ένα μαγικό μαξιλάρι. Φτιαγμένο με σκόνη από τύψεις, μαντίλια δακρυσμένα, στεναγμούς μελλοθανάτων, σκιά προδότη, σκουριά από αλυσίδες κι άλλα φριχτά κι απαίσια.

Με ευγνωμοσύνη δέχτηκαν οι υπήκοοι, όπως όλοι οι υπήκοοι, την ξαφνική αυτή γενναιοδωρία του βασιλιά, όταν ο ντελάλης τους ανακοίνωσε τον νέο αυτόν νόμο. Παρέδωσαν όλα τα παλιά τους μαξιλάρια και στη θέση τους έβαλαν τα νέα. Κι έγινε ο ύπνος τους αφόρητος. Καλύτερα να ήταν ξύπνιοι.

«Τα βράδια από τα παράθυρα των σπιτιών άκουγες βασανισμένα αγκομαχητά, άρρυθμες ανάσες και παραμιλητά. Άκουγες λυγμούς και κλάματα και, πού και πού, μια κραυγή πνιγμένη.»

 Αλλά και στον ξύπνιο τους τα πράγματα δεν ήταν και τόσο καλύτερα. Σκυφτοί, παραιτημένοι, υποταγμένοι, γκρίζοι και με άδεια μάτια ζούσαν κάτω από έναν μαύρο ουρανό, δούλευαν στα ορυχεία, έχτιζαν φυλακές, έφτιαχναν λουκέτα, έπλεκαν συρματοπλέγματα και, όποτε συναντούσαν τον βασιλιά, έπεφταν στα γόνατα και τον προσκυνούσαν. Ακόμα κι όταν οι φρουροί, όπως όλοι οι φρουροί, τους άρπαζαν το βιος τους δεν έβγαζαν κουβέντα.

Κι όλα κυλούσαν ήσυχα στη χώρα αυτή, όπως σε κάθε χώρα όπου οι άνθρωποι δεν κάνουν πλέον όνειρα.

Ώσπου…

LEYTERIA-STA-ONEIRA-apo-MARIA-2012_416848791_n

* Αφηγούμενη την ιστορία του Ε. Τριβιζά «Τα μαγικά μαξιλάρια». Μια ιστορία για βασιλιάδες κι υπηκόους. Μια ιστορία για τα όνειρα. Για τους ανθρώπους που παίρνουν εκδίκηση για λογαριασμό τους.

Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.

pnevmantilogias

θεωρίες και νοήματα

το βυτίο

Η όλη ιστορία με την παρέμβαση του Κατρούγκαλου στην ανατροπή αποκτά όλο και περισσότερες διαστάσεις. Διάβασα τις κατά κάποιο τρόπο απαντήσεις της Τριανταφύλλου και του Μανδραβέλη. Και στα δύο πονήματα δεν υπάρχει προσπάθεια να αρθρωθεί ούτε ένα επιχείρημα. Αλλά αυτό που κάνει εντύπωση είναι φράσεις όπως «θεωρίες τύπου Κατρούγκαλου». Υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε όντως οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν έχουν ξανακούσει ποτέ τέτοιες θεωρίες (πράγμα μάλλον απίθανο αν σκεφτούμε τις σπουδές και τα διαβάσματά τους) ή απλά μιλάνε έτσι γιατί παρουσιάζοντας «αυτές τις θεωρίες» ως παραλογισμούς ή τρέλες τύπου Κατρούγκαλου τις τοποθετούν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Εκεί που δεν μπορούν να έχουν κάποια σημασία στο δημόσιο διάλογο.

Ακούσαμε πολλές φορές για το περίφημο μονοπώλιο της βίας που είναι νόμιμη και που έχουμε συμφωνήσει σ’ αυτή. Ακούσαμε οι όποιες αντιρρήσεις, τα ιστορικά παραδείγματα, να απαντιούνται με ένα «άλλο τότε, τώρα έχουμε δημοκρατία».

Τυχαίνει αυτή την περίοδο να διαβάζω το «μας πήραν…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.016 επιπλέον λέξεις