«Το σώμα των καταδίκων»

diamelismos

διαμελισμός

Έλα αιμοδιψές και δικαιοδιψές πλήθος. Διάβασε, ρούφα μέχρι το μεδούλι τα κόκκαλα του καταζητούμενου εγκληματία:

Δείτε τον νεκρό Αλβανό κακοποιό Μαριάν Κόλα

Έτσι έπεσε νεκρός ο Κόλα

Σκέψου όμως…

Στις 7 Μαρτίου 1757 ο Damiens καταδικάστηκε «να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων» όπου «θα οδηγούνταν μ’ ένα κάρο, γυμνός, μονάχα μ’ ένα πουκάμισο, βαστώντας στο χέρι έναν αναμμένο κέρινο δαυλό που ζύγιζε δυο λίβρες». Κατόπιν, να οδηγηθεί «με το ίδιο κάρο στην πλατεία της Greve, όπου σ’ ένα ικρίωμα που θα στηνόταν εκεί, να βασανιστεί με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς, στις κνήμες, κρατώντας στο δεξί του χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε εκτελέσει την εν λόγω πατροκτονία, το χέρι αυτό να καεί με αναμμένο θειάφι και πάνω στις πληγές από τις λαβίδες να χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα και ανακατεμένα, και ύστερα, το σώμα του να εξαρθρωθεί και να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τα μέλη του καθώς και το κορμί του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να αποτεφρωθούν και η στάχτη να σκορπιστεί στον αέρα.

«Τελικά ο Damiens διαμελίστηκε» γράφει η Εφημερίδα του Άμστερνταμ. «Η τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε για πολλή ώρα, γιατί τα άλογα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν εξασκημένα γι αυτή τη δουλειά, έτσι αντί τέσσερα χρειάστηκαν έξι. Αλλά κι αυτά ακόμη δεν στάθηκαν αρκετά κι έτσι αναγκάστηκαν, για να διαμελίσουν τους μηρούς του άμοιρου ανθρώπου, να του κόψουν τα νεύρα και να του πελεκήσουν τις κλειδώσεις…

…..

ο υπομοίραρχος Bouton λέει: «Άναψαν το θειάφι αλλά η φωτιά δεν ήταν δυνατή κι έτσι μόνον η επιδερμίδα του επάνω μέρους του χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε ένας από τους δήμιους με τα μανίκια σηκωμένα πάνω από τους αγκώνες πήρα στα χέρια του κάτι ατσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι αυτόν τον σκοπό, ενάμιση πόδι μάκρος, του τις έχωσε βαθιά πρώτα στην κνήμη του δεξιού ποδιού, ύστερα στον μηρό, στον δεξιό βραχίονα και τέλος στους μαστούς. Ο δήμιος αυτός παρόλο που ήταν δυνατός κι εύρωστος με μεγάλο κόπο κατόρθωνε να αποσπά κομμάτια σάρκας συστρέφοντας τις λαβίδες δυο τρεις φορές στην κάθε μεριά του σώματος, προξενώντας στον κατάδικο πληγές σαν ένα νόμισμα των έξι τάληρων.

[….] ο Damiens [… ] σε κάθε νέο βασάνισμα ξεφώνιζε σαν τους κολασμένους: «Θεέ μου συχώρα με! Παντοδύναμε ελέησέ με!». Παρόλους τους αβάσταχτους πόνους σήκωνε πού και πού το κεφάλι και κοίταζε άφοβα το κορμί του. Τα σκοινιά που οι άντρες τα έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο τραβώντας τις άκρες τους του προκαλούσαν ανείπωτους πόνους. […]

Μ’ ένα τίναγμα τα άλογα τράβηξαν τα μέλη του καταδίκου, το καθένα προς τη μεριά του, ενώ από ένας δήμιος κρατούσε το κάθε άλογο. Κάθε τέταρτο ξανάρχιζε η ίδια διαδικασία, και, τέλος, έπειτα από πολλές επαναλήψεις, αναγκάστηκαν να σπρώξουν τα άλογα για να τραβήξουν: αυτά που ήταν δεμένα στο δεξί του χέρι τα έσπρωξαν μπροστά, στην κεφαλή. Αυτά που ήταν στους μηρούς τα ένωσαν με τους βραχίονες – πράγμα που έκανε τους βραχίονες να σπάσουν στις κλειδώσεις. Τα τραβήγματα αυτά επαναλήφθηκαν πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Ο κατάδικος σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το κορμί του. Αναγκάστηκαν να προσθέσουν δύο ακόμη άλογα σ’ εκείνα που ήταν δεμένα στους μηρούς – κι έτσι τα άλογα έγιναν έξι. Και πάλι όμως δεν κατάφεραν τίποτα.

[…]

Ύστερα από δυο τρεις απόπειρες ο δήμιος Samson κι αυτός που τον είχε βασανίσει με τις λαβίδες τράβηξαν ο καθένας τους ένα μαχαίρι από την τσέπη τους και του κόψαν τους μηρούς σύρριζα στον κορμό. Καθώς τραβούσαν με δύναμη, τα τέσσερα άλογα έσυραν τους δύο μηρούς πίσω τους, πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό. Το ίδιο έγινε και με τους βραχίονες που αποσπάστηκαν από τους ώμους, στις μασχάλες. Χρειάστηκε να κοπούν οι σάρκες σχεδόν ως το κόκκαλο, ενώ τα άλογα τραβούσαν με όλη τους τη δύναμη πρώτα τον δεξιό και ύστερα τον αριστερό βραχίονα.

Όταν αποκόπηκαν και τα τέσσερα μέλη του κατάδικου οι ιερωμένοι πλησίασαν να του μιλήσουν. Ο δήμιος όμως τους είπε πως ήταν πια νεκρός, ενώ στ’ αλήθεια εγώ έβλεπα ακόμα τον άνθρωπο να σπαράζει και το κάτω του σαγόνι να κουνιέται σαν να ήθελε να μιλήσει  […]

Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση ολόκληρος αποτεφρώθηκε. Το τελευταίο κομμάτι που βρέθηκε στην ανθρακιά δεν είχε καεί ως τις δεκάμισι το βράδυ. Δηλαδή οι κομματιασμένες σάρκες και το κορμί καίγονταν γύρω στις τέσσερις ώρες. Οι αξιωματικοί, που ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ καθώς κι ο γιος μου, μαζί με το απόσπασμα των χωροφυλάκων μείναμε στην πλατεία σχεδόν ως τις έντεκα το βράδυ.

 

(Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Μισέλ Φουκό, «Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της φυλακής, εκδόσεις Ράππα 2005, σελ.11-14)